Η Ανδρομάχη Καρακατσάνη είναι η πρώτη Ελληνίδα, που ξεκίνησε να εργάζεται ως σερβιτόρα και κατάφερε να υπηρετεί στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά ως δικαστής.
Γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1955, μετανάστρια δεύτερης γενιάς, με τους γονείς της να της λένε από παιδί πως “διαφορετικός δεν σημαίνει και κατώτερος” και τα συγκεκριμένα λόγια συνόδευσαν όλη της την πορεία.
Όπως συχνά αναφέρει, η εθνική της κληρονομιά αποτέλεσε έναν ισχυρό σύμμαχο στην καριέρα της, αφού την έκανε πιο ευαίσθητη στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες και πιο ανοιχτή σε διαφορετικές κουλτούρες, ενώ από την άλλη, η ζωή σε μια χώρα όπως ο Καναδάς, τής επέτρεπε να απολαμβάνει τη διαφορετικότητά της, χωρίς να αποκλείεται από το σύνολο.
Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει, είχε το μοναδικό προνόμιο να αντλεί στοιχεία από δύο διαφορετικούς πολιτισμούς και να μιλά από νωρίς δύο γλώσσες.
Το φωτογραφικό της άλμπουμ γέμιζε από ελληνικές εικόνες κάθε καλοκαίρι, τότε που μαζί με την οικογένειά της επισκέπτονταν την Ελλάδα.
Σε κάθε ευκαιρία εκφράζει με κάθε τρόπο την υποστήριξή της στον ελληνικό λαό για τις δύσκολες στιγμές που περνά, όπως την αγωνία της για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χώρα των προγόνων της, αλλά και την πεποίθησή της ότι ο ελληνικός λαός είναι δυνατός και θα προσπεράσει τις δυσκολίες.
Τα πρώτα της βήματα στον εργασιακό στίβο έγιναν στο ελληνικό εστιατόριο της οικογένειάς της στο Τορόντο, όπου δούλευε ως σερβιτόρα. Ο πατέρας της, Μανώλης Καρακατσάνης, γεννήθηκε στη Δράμα και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, ενώ η μητέρα της, Ξανθίππη, έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Καστοριά.
Οι νέο νέοι μετανάστευσαν ξεχωριστά στον Καναδά, το 1951 και το 1952 αντίστοιχα. Εκεί γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν τρία παιδιά και άνοιξαν την επιχείρησή τους και μεγάλωσαν τα παιδιά τους με «ελληνική αυστηρότητα».
«Αισθάνομαι πολύ τυχερή που ανατράφηκα ως Ελληνοκαναδή. Ο Καναδάς μετατρέπει τις διαφορές σε δυναμικά στοιχεία του ατόμου. Είναι μια χώρα μεταναστών, τους υποδέχεται και τους αγκαλιάζει και παίρνει δύναμη από αυτούς. Οι γονείς μου μας δίδαξαν να αγαπάμε την ελληνική μας καταγωγή», επεσήμανε σε συνέντευξή της στην ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου στον Καναδά, Ιουστίνη Φραγκούλη.
Και προσθέτει η Ανδρομάχη Καρακατσάνη “η οικογένεια μας ανέμενε από εμάς να επιλέξουμε ένα επάγγελμα. Αυτό ήταν ένα από τα πλεονεκτήματα του να είσαι σε μια οικογένεια μεταναστών. Δεν είχα άλλη επιλογή. Θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο, θα διάλεγα επάγγελμα και θα εργαζόμουν σκληρά. Είμαι πολύ ευγνώμων στους γονείς μου”.
Κι ενώ η μικρή Ανδρομάχη μέχρι την πρώτη χρονιά του νηπιαγωγείου δεν γνώριζε ούτε μία αγγλική λέξη, σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και Νομικά στο Πανεπιστήμιο York, στο οποίο γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της – επίσης δικηγόρο – Τομ Καραβάνη.
Εκείνος, γιος αγροτών, έφτασε στον Καναδά με την οικογένειά του σε ηλικία 12 ετών, χωρίς να μιλά καθόλου αγγλικά, παντρεύτηκαν το 1979 και αποφοίτησαν έναν χρόνο αργότερα.
«Μοιράζονται μια στενή και γεμάτη σεβασμό σχέση από όταν ήταν φοιτητές», σημειώνει το περιβάλλον του ζευγαριού και κάνουν λόγο για ένα ζευγάρι με αυξημένη κοινωνική ευαισθησία και κοινωνική προσφορά, ενώ όλοι μιλούν για εκείνον ως «τον άνθρωπο που την έχει ενθαρρύνει και στηρίξει στην καριέρα της όσο κανείς».
Η Ανδρομάχη Καρακατσάνη και ο Τομ απέκτησαν δύο παιδιά, τον Παύλο, ο οποίος ακολούθησε το επάγγελμα των γονιών του και τη Ρία που – επίσης – σπουδάζει Νομικά.
«Δουλεύαμε πολλές ώρες σε αγχωτικές δουλειές. Πρώτα προσέλαβα τροφό για τα παιδιά μου και μετά αγόρασα έπιπλα. Ήταν σημαντικό να τους δώσω να καταλάβουν πως ήταν η προτεραιότητά μας. Περνούσαμε ποιοτικό χρόνο μαζί καθημερινά. Τα παιδιά μου είναι η χαρά της ζωής μου», είχε τονίσει σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Η καριέρα της στη δικηγορία ξεκίνησε το 1982, στο Οντάριο κι έκτοτε κατακτά όλο και περισσότερα αξιώματα στον συγκεκριμένο χώρο. Ασχολήθηκε με υποθέσεις ποινικού και αστικού δικαίου για τέσσερα χρόνια, αλλά σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και προσχώρησε στην αρμόδια Αρχή χορήγησης αδειών σχετικά με την πώληση και διακίνηση αλκοολούχων ποτών του Οντάριο.
Από τον Ιούνιο του 2000 έως τον Νοέμβριο του 2002, ήταν επικεφαλής του Δημόσιου Τομέα, το υψηλότερο δημόσιο αξίωμα στο Οντάριο και μετά την αποχώρησή της από τη διοίκηση, διορίστηκε δικαστής του Ανώτερου Δικαστηρίου και τον Μάρτιο του 2010 στο Εφετείο του Οντάριο.
Κορυφαία στιγμή στην καριέρα της αποτέλεσε ο διορισμός της στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά. Μάλιστα, κατά την ορκωμοσία της – ενώπιον δικαστών και κοινοβουλευτικών εκπροσώπων – μίλησε ελληνικά, πλημμυρίζοντας από υπερηφάνεια τα μέλη της ελληνικής κοινότητας του Καναδά.
«Αναγνώρισα την ιστορική στιγμή κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία. Αντιπροσωπεύει την ευκαιρία που λέγεται Καναδάς. Εγώ, μια κόρη Ελλήνων μεταναστών, που ήρθαν στον Καναδά χωρίς γλώσσα, περιουσία ή οικογένεια, αλλά με το θάρρος και ένα όνειρο καλύτερης ζωής για τα παιδιά τους», ανέφερε λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της.
Η Ανδρομάχη Καρακατσάνη συμμετείχε ενεργά σε θέματα που σχετίζονταν με την εκπαίδευση και τη μεταρρύθμιση στον τομέα της διοικητικής δικαιοσύνης. Κέρδισε το βραβείο Society of Ontario Adjudicators and Regulators (SOAR) l το 1996, για τις υπηρεσίες της στο διοικητικό σύστημα δικαιοσύνης του Οντάριο.
Ασχολήθηκε εθελοντικά με το πρόγραμμα ανέργων YMCA του Τορόντο και κατείχε πολλές ανώτερες θέσεις συμπεριλαμβανομένης της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ υπηρέτησε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Public Policy Forum, καθώς και των Canadian Policy και Research Networks (CPRN).
Το 2015, σε ειδική εκδήλωση που οργανώθηκε προς τιμήν της, τιμήθηκε με το παράσημο του Ανωτέρου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής από τον Πρέσβη της Ελλάδας στον Καναδά.
“Αισθάνομαι πολύ τυχερή που ανατράφηκα ως Ελληνοκαναδή. Ο Καναδάς είναι μια χώρα που αγκαλιάζει τους μετανάστες και παίρνει δύναμη από αυτούς”, κατέληξε η Ανδρομάχη Καρακατσάνη.