Δεν έχουν τέλος οι συγκινητικές ιστορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τα θύματα της τραγωδίας στα Τέμπη. Ωστόσο, πέρα αό αυτές, χιλιάδες άνθρωποι κάνουν τις δικές τους αναρτήσεις στα social media, προσπαθώντας να δώσουν δύναμη και κουράγιο στις οικογένειες των θυμάτων. Μία από αυτές τις αναρτήσεις είναι και αυτή της κόρης ενός συνταξιούχου μηχανοδηγού . Στην συγκινητική και άκρως εξομολογητική ανάρτηση στο instagram, η ίδια στέλνει το δικό της μήνυμα σε όσους χάθηκαν τόσο άδικα.
«Ο μπαμπάς μου ήταν 35 χρόνια μηχανοδηγός.
Όταν ήμουν μωρό, αν χαλούσε ο καρβουνιάρης, γύριζε μαυρισμένος στο σπίτι, για να κάνει μπάνιο και να προλάβει να κοιμηθεί, για να ξαναγυρίσει στη δουλειά.
Όταν μεγάλωσα αργότερα και πήγαινα στο σχολείο, τον έβρισκα κάποιες μέρες καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας, ανάμεσα σε στοίβες χαρτιά. Με ρωτούσε πώς γράφεται αυτό κι εκείνο, για να μην κάνει ορθογραφικά στις αναφορές που έγραφε, για να ενημερώσει για την επικινδυνότητα των γραμμών, όταν έβρεχε, όταν άφηναν τα δέντρα άκοπα κι έμπαιναν τα κλαδιά στις γραμμές, όταν του ζητούσαν να ξαναπάει στη δουλειά μετά από 8 ώρες από την ώρα που σχόλασε, χωρίς να έχει σημασία μάλλον αν ένας άνθρωπος άυπνος, μπορεί να οδηγήσει ένα τρένο, γιατί δεν είχαν προσωπικό.
Όταν κατάφερνε να πάρει τα δύο ρεπό που δικαιούταν την εβδομάδα, έκλεινε το κινητό του, από φόβο, μήπως τον πάρουν και τον καλέσουν τελευταία στιγμή να του τα κόψουν, γιατί είχε κανονίσει να πάει να βοηθήσει τον παππού μου στο χωράφι.
Καμιά φορά, η μαμά του έλεγε μήπως να πει ναι, επειδή ήταν Κυριακή και θα έπαιρνε τα έξτρα της αργίας. Τα χρειαζόμασταν. Κι εκείνος της απαντούσε ότι αν του πω ναι σήμερα που είναι Κυριακή, όταν θα με ξαναπάρει να μου κόψει το ρεπό καθημερινή, δεν θα μπορώ να του πω όχι. Κι εγώ δεν μπορώ μια ζωή να ζω για να δουλεύω.
Ο μπαμπάς μου είναι ρολόι ακριβείας. Τα τελευταία χρόνια στη δουλειά υπέφερε. Ήταν συνεχώς νευρικός, γιατί κυκλοφορούσαν τρένα που θα έπρεπε να έχουν αποσυρθεί, γιατί το προσωπικό δεν ήταν αρκετό, γιατί σχεδόν κάθε μέρα υπήρχαν γκρίνιες από το επιβατικό κοινό για τις καθυστερήσεις.
Ο μπαμπάς μου πρόλαβε να βγει στη σύνταξη και τον πρώτο χρόνο κατά βάση κοιμόταν. Γιατί ήταν εξαντλημένος. Γιατί δούλευε πρωτοχρονιές, Πάσχα, Κυριακές, Πρωτομαγιές, νυχτερινά, μισή ζωή.
Σαν τον μπαμπά μου θα ήταν πολλοί ακόμα. Άκουσα πως ο ένας μηχανοδηγός ετοιμαζόταν να βγει στη σύνταξη. Αυτός δεν πρόλαβε.
Ούτε πολλά από τα φοιτητάκια που ήταν μέσα πρόλαβαν να ζήσουν, γιατί για το κράτος η ασφάλειά μας είναι ακριβή και οι ζωές μας ένα τίποτα.
Ας πενθήσουμε για άλλη μια φορά τους νεκρούς μας, όχι από φυσική καταστροφή, αλλά από κρατική αδιαφορία».