Έχετε κάνει ποτέ κάτι παρόμοιο για τα παιδιά σας ή θα το κάνατε αν χρειαζόταν; Αν πιστεύετε ότι οι μητέρες αξίζουν μόνο σεβασμό και θαυμασμό, η παρακάτω ιστορία θα σας αλλάξει γνώμη.
Ακολουθεί μια ιστορία όπου μια μητέρα έπρεπε να πει αρκετά ψέματα στον γιο της για να τον μεγαλώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τώρα πλέον που αποκαλύφθηκε η αλήθεια, η ιστορία της έγινε παγκοσμίως γνωστή.
Η ιστορία ξεκίνησε όταν ήμουν παιδί. Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή και ποτέ δεν είχαμε αρκετό φαγητό. Η μητέρα μου πάντα μου έδινε το δικό της πιάτο κι έλεγε «Φάε αυτό το ρύζι, γιε μου, εγώ δεν πεινάω».
Καθώς μεγάλωνα, η μητέρα μου περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της, ψαρεύοντας σε ένα ποτάμι. Έτσι, από τα ψάρια που έπιανε, θα μπορούσε να μου προσφέρει ένα καλύτερο φαγητό για την ανάπτυξή μου. Καθώς έτρωγα, κάθονταν δίπλα μου και έτρωγε και αυτή ό,τι κρέας έμενε στα κόκαλα. Όταν της πρόσφερα από το φαγητό μου, έλεγε «Φάε το φαγητό σου, γιε μου, δεν μου αρέσουν εμένα τα ψάρια»..
Αργότερα, για να μπορέσω να σπουδάσω, έψαξε και βρήκε μία δεύτερη δουλειά. Ανακύκλωνε παλιά κουτιά από χαρτόνι και αυτό της έδινε κάποια επιπλέον χρήματα για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ ξύπνησα και τη βρήκα με ένα μικρό κερί να δουλεύει ακόμη. Της είπα να έρθει για ύπνο, αλλά μου απάντησε πως δεν είναι κουρασμένη.
Όταν έφτασαν οι τελικές εξετάσεις ζήτησε άδεια από τη δουλειά της για να με συνοδεύσει. Με περίμενε μέσα στη ζέστη για ώρες και όταν τελείωσα, ήρθε κοντά μου και μου έφερε ένα μπουκάλι με κρύο νερό. Την είδα κουρασμένη και εξαντλημένη και της είπα να το πιει εκείνη. Η απάντησή της ήταν «Δεν διψάω γιε μου, πιες το εσύ να δροσιστείς».
Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου έπρεπε να βρει τρόπο να καλύψει τις ανάγκες μας. Η κατάσταση της οικογένειάς μας χειροτέρευε και δυστυχώς, όλα τα βάρη περνούσαν από πάνω της. Κάποιοι γείτονες της έλεγαν ότι πρέπει να παντρευτεί ξανά και να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή. Αυτή όμως έλεγε «Δεν είμαι εγώ για τέτοια, είμαι μεγάλη γυναίκα με παιδί και δεν χρειάζομαι την αγάπη κανενός».
Αφού τελείωσα τις σπουδές μου και έπιασα δουλειά, ήταν ώρα για τη μητέρα μου να ξεκουραστεί, αλλά δεν ήθελε. Πήγαινε κάθε μέρα στη λαϊκή αγορά και πουλούσε κάποια λαχανικά για να καλύπτει τις δικές της ανάγκες. Εγώ δούλευα μακριά και κάθε μήνα, με το που έπαιρνα τον μισθό μου, της ετοίμαζα ένα δέμα με τρόφιμα και διάφορα καλούδια, της έβαζα και ένα φάκελο με λεφτά και της τα έστελνα. Αυτή, όμως, τις περισσότερες φορές, κρατούσε τα πάντα, εκτός από τα λεφτά. Με την πρώτη ευκαιρία, μου τα έστελνε πίσω και μου έγραφε «Αγόρι μου δεν χρειάζομαι χρήματα, δόξα τον Θεό, έχω αρκετά για να ζήσω. Κράτησε τα εσύ που είσαι νέος και έχεις ανάγκες».
Μετά από 3 χρόνια δουλειάς και μεταπτυχιακών σπουδών, μία μεγάλη εταιρεία εμφανίστηκε στον δρόμο μου, η οποία με προσέλαβε με πολύ καλό μισθό και μου χρηματοδότησε το διδακτορικό που πάντα ονειρευόμουν. Τότε γύρισα και είπα στη μητέρα μου ότι η τύχη μας χαμογέλασε. Της ζήτησα να έρθει μαζί μου, να σταματήσει να δουλεύει και επιτέλους, να απολαύσει και αυτή κάποιες στιγμές από τη ζωή της. Εκείνη, όμως, μου είπε «Άσε με, γιε μου, στον τόπο μου. Εγώ είμαι μια χαρά. Κοίτα να κάνεις εσύ τη ζωή σου καλύτερη και μην κοιτάς εμένα».
Στα γεράματά της απέκτησε καρκίνο στο στομάχι. Σε εμένα, όμως, δεν είπε τίποτα. Μία μέρα, όμως, αποφάσισα να πάω τη δω χωρίς να την προειδοποιήσω. Όταν μπήκα στο σπίτι αμέσως κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά… Γερασμένη και εξασθενημένη, καθόταν στο κρεβάτι, προσπαθούσε να γελάσει, αλλά φαινόταν ότι έκανε υπερπροσπάθεια. Καθώς με κοιτούσε, με έπιασαν τα κλάματα, δεν άντεξα…
Τότε γύρισε και μου είπε «Γιε μου, μην κλαις και μην στεναχωριέσαι, εγώ είμαι μια χαρά» και μου κράτησε το χέρι.
Οι μαμάδες γίνονται πάντα θυσία για τα παιδιά τους. Τους οφείλουμε απέραντο σεβασμό!