Η Σοφία Μπέμπου -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Η Σοφία Βέμπο ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» λόγω των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Η περίφημη «Τραγουδίστρια της Νίκης» όπως είχε αποκαλεστεί από πολλούς φημιζόταν όχι μόνο για τις ερμηνείες των τραγουδιών. Είχε παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στον ανεφοδιασμό των στρατιωτών εφόσον είχε κάνει εκδηλώσεις στις όποιες είχε παραδώσει όλα τα κέρδη τις στον τότε ελληνικό στρατό για τις ανάγκες των στρατιωτών. Αυτό βέβαια είχε κάνει την φήμη της γνωστή ακόμα και στους Ιταλούς οι οποίοι βρήκαν ευκαιρία να την τρομοκρατήσουν όταν πήραν την εξουσία.
Η Βέμπο είχε δεχτεί επίθεση από έναν Ιταλό ο οποίος την χτύπησε με σιδερογροθιά. Η απάντηση της όταν της έστειλαν ανώνυμο μήνυμα που έλεγε πως την χτύπησαν για να της παραμορφώνουν το πρόσωπο και να μην μπορεί να εμφανιστεί στο θέατρο ήταν πως «θα τραγουδάω στο ραδιόφωνο». Τον Αύγουστο του 1941 η Βέμπο οδηγήθηκε στην Αστυνομία Αθηνών, όπου ο διευθυντής Άγγελος Έβερτ, την ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να ξανά τραγουδήσει και να εμφανιστεί στο θέατρο. Η εντολή ήταν του Ιταλού συνταγματάρχη, Κ. Μεόλι και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η Διεύθυνσις Αστυνομίας παρακαλείται να καλέσει την καλλιτέχνιδα Βέμπο να παύση την δράσιν της εις το τραγούδι, εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος. Εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής».
Η Βέμπο επέστρεψε στο θέατρο και το τραγούδι με αυστηρούς όρους για το ρεπερτόριό της. Η ζωή της όμως είχε αλλάξει. Βρισκόταν συνεχώς υπό παρακολούθηση και οι έφοδοι στο σπίτι της έγιναν συχνές. Ιταλοί και Γερμανοί έμπαιναν μέσα και διέλυαν ότι έβρισκαν μπροστά τους για να την τρομοκρατήσουν. Αποκορύφωμα του κυνηγητού της από τις κατοχικές δυνάμεις, ήταν η σύλληψη και ο εγκλεισμός της στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν αφέθηκε ελεύθερη, είχε πια συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να φύγει από την Αθήνα
Η Βέμπο είχε καταλάβει ότι η ζωή της διέτρεχε κίνδυνο. Στο τέλος του 1942, η υπηρεσία αντικατασκοπείας της Αθήνας, μετά από εντολή του Γενικού Επιτελείου Στρατού που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, κατάφερε να τη φυγαδεύσει. Η οργάνωση «Μίδας 614» υπό τις οδηγίες του αρχηγού της, Ι. Τσιγάντε, κατέστρωσε το σχέδιο απόδρασης.Η Βέμπο και ο αδελφός της Τζώρτζης στις 8 Οκτωβρίου του 1942 μεταμφιεσμένοι σε ηλικιωμένους, ξεκίνησαν το περιπετειώδες ταξίδι για τη Μέση Ανατολή. Η τραγουδίστρια είχε εφοδιαστεί με πλαστό διαβατήριο με το όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Μετά από δεκαήμερη κατασκήνωση σε ένα βουνό της Εύβοιας, επιβιβάστηκαν σε ένα σαπιοκάραβο που τους οδήγησε στην Τουρκία. Από εκεί μετά από σχεδόν ένα μήνα είχαν φτάσει στην Αίγυπτο.
Η Βέμπο συνέχισε τις εμφανίσεις της όπου υπήρχαν Έλληνες και διέθετε σχεδόν όλες τις εισπράξεις για τις ανάγκες του αγώνα. Υπολογίζεται ότι οι προσφορές της υπέρ πατρίδος ανέρχονταν σε 18.000 χρυσές λίρες, ποσό τεράστιο για την εποχή. Πολλές φορές χρειαζόταν να διανύσει πολλά χιλιόμετρα για να βρεθεί σε κάποιο στρατόπεδο, αλλά δεν την ενοχλούσε. Το ΓΕΝ, εκτιμούσε ιδιαιτέρως της δράση της και πολλές φορές διέθετε το αεροπλάνο «Μεγαλόχαρη» για τις μετακινήσεις της. Το καλοκαίρι του 1944 η Βέμπο είχε καταξιωθεί στην Αλεξάνδρεια και απέκτησε δικό της χώρο. Το θέατρο «Νασιονάλ» μετονομάστηκε σε θέατρο «Βέμπο». Οι επιτυχίες που σημείωσε μαζί με το συγκρότημά της και τον Μίμη Τραϊφόρο, ήταν πολύ μεγάλες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Αλεξάνδρεια τον Απρίλιο του 1943, η Βέμπο αρραβωνιάστηκε τον Μίμη Τραϊφόρο.
Η σπουδαία Σοφία Βέμπο απεβίωσε σε ηλικία 68 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η «Τραγουδίστρια της Νίκης» αποθεώθηκε από τον ελληνικό λαό, που τη θεωρούσε μια μεγάλη ηρωίδα.