Ο Μανώλης Μπικάκης (1954 – 1994) ήταν Έλληνας στρατιώτης, ο οποίος πολέμησε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974 ως μέλος της Α΄ Μοίρας Καταδρομών. Για τη δράση του έλαβε μεταθανάτιες τιμές από τον Ελληνικό Στρατό και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας το 2015.
Μανώλης Μπικάκης: Ο ξεχασμένος ήρωας του 1974
Ο Μανώλης Μπικάκης γεννήθηκε το 1954 στον Αμύγδαλο Ηρακλείου Κρήτης. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο χωριό Στόλοι Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής συμμετείχε στην Επιχείρηση Νίκη, που είχε σκοπό την ενίσχυση της άμυνας του αεροδρομίου της Λευκωσίας.
Στον Μπικάκη αποδίδεται η καταστροφή έξι τουρκικών τεθωρακισμένων αρμάτων Μ48-Α2 με αντιαρματικά βλήματα ΠΑΟ κατά τη διάρκεια των μαχών στην περιοχή του Αγίου Δομετίου, στα δυτικά της Λευκωσίας, ενέργεια που συνέβαλε στην αποτροπή της κατάληψης του προαστίου που θα είχε ως άμεσες συνέπειες την περικύκλωση της Λευκωσίας και την αποκοπή του αεροδρομίου. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης αποκόπηκε από τους υπόλοιπους συμπολεμιστές του, με τους οποίους επανασυνδέθηκε μετά από τρεις μέρες.
Αναλυτικά, στην Κύπρο μαζί με έναν συμπολεμιστή του, τον Μπιχανάκη, έλαβαν θέση σε ένα ύψωμα στον Άγιο Δομέτιο. Το ύψωμα και η περιοχή δέχτηκαν βομβαρδισμούς και οι δύο άνδρες νόμιζαν ο ένας τον άλλον νεκρό, με τον Μπιχανάκη να καταφέρνει να φτάνει στην υπόλοιπη ομάδα και να ανακοινώνει την απώλεια του Μπικάκη. Ωστόσο ο Μπικάκης, ζωντανός και οπλισμένος με ένα πολυβόλο άνευ οπισθοδρομίσεως (ΠΑΟ), μένει στην θέση του στο ύψωμα και έρχεται αντιμέτωπος με μια ύλη αρμάτων μάχης υποστηριζόμενα από ένα τάγμα πεζικού του τουρκικού στρατού όπου κάναν προέλαση. Καταφέρνει και διαλύει έξι τεθωρακισμένα οχήματα με αντίστοιχες ριπές και όταν οι Τούρκοι οπισθοχωρόντας κρύβονται σε ένα παλιό κτίριο, αυτός με τα εναπομείναντα δύο βλήματα που είχε στην διάθεσή του, τους ρίχνει προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Για κάποιες μέρες έμεινε να περιπλανιέται δίχως πυρομαχικά και με το πολυβόλο του έως ότου συνάντησε και επανενώθηκε με την ομάδα του όπου μέχρι τότε τον θεωρούσε νεκρό. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα δεν παρασημοφορήθηκε αν και υπήρξε σχετικό αίτημα, ούτε έλαβε τιμές και αναγνώριση, πράγμα όμως που έγινε τελικά μετά τον θάνατο του.
Από αρκετά μεταναγενέστερα δημοσιεύματα, καθώς και από ένα ανυπόγραφο κείμενο που επικαλείται τις μαρτυρίες του Μπικάκη και άλλων καταδρομέων και φιλοξενείται στην ιστοσελίδα του ελληνικού ΓΕΕΘΑ, υποστηρίζεται πως το χρονικό διάστημα που θεωρούταν αγνοούμενος πολεμούσε μόνος του εντελώς τις τουρκικές δυνάμεις.
Οι μαρτυρίες για τη δράση του Μανώλη Μπικάκη
«Ο καταδρομέας Μπικάκης, σκοπευτής, και ο συνάδελφός του Μπιχανάκης, γέμιστής-προμηθευτής, μετέβησαν στο αριστερό της τοποθεσίας στο ανώνυμο Β. Τοποθέτησαν το ΠΑΟ σε μία πρόχειρα οργανωμένη θέση και ενώ ο Μπιχινάκης μετέφερε τα οκτώ βλήματα του στοιχείου του, σε θέση που του είχε υποδειχθεί, λίγο πιό πίσω σε μιά εσοχή ενός βράχου, για λόγους ασφαλείας, ο Μπικάκης, βλέποντας ότι η θέση του είχε περιορισμένα πεδία βολής, μετακινήθηκε αριστερότερα σε μια άλλη θέση ασφαλέστερη, με ευρύτερη παρατήρηση και σαφώς καλύτερα πεδία βολής. Πίστευε δε ότι ο Μπιχινάκης είδε τη μετακίνησή του. Αυτός όμως, απορροφημένος με τη μεταφορά των βλημάτων και στην προσπάθειά του να αποφεύγει τα πυρά του εχθρού, δεν το αντελήφθει. ‘Ετσι μόλις τελειώνει τη μεταφορά, αρχίζει να τον αναζητά. Στο ύψωμα δεν υπάρχει πλέον ψυχή. Βλήματα εκρήγνυνται και τα πυρά των πολυβόλων, σαν κοπάδι από σφίγγες, περνούν πάνω από το κεφάλι του. Γίνεται χαλασμός. Αυτός φωνάζει ξανά και ξανά. Καμμία απάντηση. Σκέπτεται ότι ο Μπικάκης είναι νεκρός και αυτός εντελώς μόνος στό ύψωμα. Τώρα τι κάνει; Η σκέψη να επιστρέψει στον επικεφαλής αξιωματικό, του φαίνεται η μοναδική λύση. Επιστρέφει έτσι στο σημείο συνάντησης που έχει προκαθοριστεί, τελικά ψάχνοντας συναντά τους υπόλοιπους και αναφέρει σχετικά. Το συμπερασμα είναι ότι ο Μπικάκης είναι νεκρός.
Ο Μπικάκης όμως ζούσε, και ήταν απορροφημένος με την παρατήρηση που έκανε από τη διόπτρα του ΠΑΟ. Είναι όντως σε καλύτερη θέση. Παρατηρεί ότι το Πεζικό του εχθρού δεν έχει διάθεση να προχωρήσει. Σιγά σιγά η περιοχή ηρεμεί. Τα βλήματα γύρω του αραιώνουν μέχρι που σταματούν εντελώς. Η ώρα είναι 10:00. Αναζητά τον συντροφό του, φωνάζει γύρω του και δεν παίρνει καμία απάντηση, ψάχνει μάταια. ‘Οσο “κόβει” η διόπτρα, δεν βλέπει ψυχή. Η διαπίστωση έρχεται αμετάκλητη. Είναι εντελώς μόνος του. Σκέπτεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή, πρέπει να μείνει εδώ που ετάχθη. Πρέπει να το πάρει απόφαση. Αμέσως ελέγχει τη θέση των βλημάτων, κόβει με το μαχαίρι του το “τσέρκι” συσκευασίας και ετοιμάζει τα βλήματα. Παίρνει δύο, το ένα το αφήνει περίπου πενήντα μέτρα από τη θέση του και το άλλο το τοποθετεί στο ΠΑΟ.
Παραμένει ακίνητος ερευνώντας προς κάθε κατεύθυνση μέχρι τις 15:30 περίπου, όταν ο χαρακτηριστικός ήχος της ερπύστριας τον συνεγείρει. Αγκαλιάζει το ΠΑΟ αμέσως. Το μέταλλο, καυτό από τον ήλιο, τον καίει στο πρόσωπο, το κορμί του είναι ιδρωμένο. Το αγκάλιασμα, όμως αυτό, διεγείρει τον κυνηγό αρμάτων. Σίδερο και άνθρωπος γίνονται ένα. Τώρα χαλαρώνει και η αναπνοή του είναι ήρεμη. Επιτέλους βαρέθηκε να μένει άπρακτος κάτω από τον καυτό ήλιο της Λευκωσίας, ήρθε η ώρα να δράσει.
Μέσα από τη διόπτρα του βλέπει ένα, δύο, πέντε, έξι άρματα. Κινούνται σε σχηματισμό αναγνωρίζοντας το έδαφος. Οι κινητήρες τους μουγκρίζουν και οι ερπύστριές τους στριγκλίζουν. Προελαύνουν. ‘Ενα τάγμα τουρκικού Πεζικού φαίνεται στο βάθος μακριά να προελαύνει και αυτό. Σε λίγο το πρώτο από τα άρματα πλησιάζει αρκετά στον τομέα του. Στρέφεται προς τον καταδρομέα. Η αδρεναλίνη “έπεσε” στο αίμα του κυνηγού. Οι αισθήσεις όλες σε επιφυλακή. Δύο τρεις βαθειές αναπνοές. Σκόπευση, απόσταση περίπου 300 μέτρα, το άρμα “κάθεται” στον κατακόρυφο άξονα. Ο στόχος εγκλωβίζεται πλέον μέσα στη Μ 103 μεταξύ δύο σταδιακών γραμμών και δύο εστιγμένων. Απόσταση 270 μέτρα, κράτημα αναπνοής, η σκανδάλη δέχεται προοδευτικά, μαλακά, κάθετη πίεση. Το ΠΑΟ βρυχάται. Η κεφαλή Μ371-Ε1 εκτοξεύεται και συναντά το κέντρο του όγκου του στόχου στα 250 μέτρα. Διάρρυξη, στόχος εβλήθη, εξουδετερώθη. Το εχθρικό άρμα ακινητεί και οι επιζόντες άντρες του πληρώματος τρέπονται σε φυγή.
Ο κυνηγός πότε κυλώντας πότε έρποντας φθάνει στο άλλο βλήμα. Επιθεωρεί τη θαλάμη, γεμίζει, κλείνει το κλείστρο. Περιοχή εκτόνωσης καθαρή. Η προέλαση “έπεσε”. Τα εχθρικά άρματα αρχίζουν να περιστρέφουν τους πυργίσκους προκειμένου να αναγνωρίσουν τη θέση του κυνηγού, όταν το ΠΑΟ εβρόντηξε για δεύτερη φορά. Το δεύτερο άρμα πήρε φωτιά και εξερράγη με εκκωφαντικό θόρυβο. Ο καταδρομέας αλλάζει γρήγορα γρήγορα θέση, πότε τρέχει σκυφτός, πότε έρπει, φέρνει άλλα δύο βλήματα και ακολουθεί την ίδια τακτική. Η προέλαση στον τομέα του ανακόπτεται τελείως. Τα άλλα άρματα, κινούμενα μακριά του, έψαχναν μάταια τη θέση του ΠΑΟ ανιχνεύοντας τα εγγύς υψώματα. Σε κάποια στιγμή το τρίτο κατά σειρά έκανε το σφάλμα να στρέψει την κατεύθυνσή του προς το ανώνυμο Β. Βρισκόταν σε κατωφέρεια, όταν ανέκοψε προκειμένου να μπει στο χωματόδρομο. Τότε δέχθηκε το βλήμα, που το κατέστησε κυριολεκτικά παλιοσίδερα. Ο καταδρομέας, κινούμενος όπως και πριν, εκτύπησε το τέταρτο λίγο πιο κάτω. Το πέμπτο κρύφθηκε γρήγορα πίσω από τα κτίρια της Σχολής Γρηγορίου, ενώ το έκτο έκανε κάληψη σκάφους και παρατηρούσε.
Πέρασε λίγη ώρα. Το τουρκικό Πεζικό σταμάτησε, καμία κίνηση δεν φαινόταν από την πλευρά του. ‘Οταν, ξαφνικά, το πέμτο αποφάσισε να εμφανιστεί, κάνοντας τη μοιραία κίνηση. Σε λίγα δευτερόλεπτα παραδόθηκε στις φλόγες και καιγόταν επί ώρες. Το τελευταίο, αντιλαμβανόμενο την οικτρά πραγματικότητα το έβαλε … στις ερπύστριες κάνοντας όπισθεν. ‘Εφθασε σε απόσταση περίπου 700 μέτρα προκειμένου να βγεί εκτός βεληνεκούς. Το ΠΑΟ βρόντηξε όμως και πάλι παραδίδοντάς το και αυτό στις φλόγες. Βλέπεις, εκτός από καλός σκοπευτής ήταν και τυχερός.
Στη διόπτρα τώρα δεν υπήρχε άρμα, μόνον κάποιες κινήσεις προσωπικού μέσα στο κτίριο της Σχολής Γρηγορίου. Τα δύο τελευταία βλήματα πέρασαν το ένα μετά το άλλο τα παράθυρα του κτιρίου και σκόρπισαν τον όλεθρο. Πόσο κρέας και κόκκαλο έφαγαν το μέτρησαν άλλοι.
Τώρα όμως τα βλήματα τέλειωσαν. Τι πρέπει να κάνει; Να φύγει; ‘Οχι, δεν μπορεί, έστω και αν η αποστολή του τελείωσε. Πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία. Εξ άλλου εδώ του είπαν να μείνει. Κάποιος θα έρθει προς αναζήτησή του, όταν πρόκειται να αποχωρήσει το τμήμα. Κάτι όμως πρέπει να κάνει, δεν μπορεί να κάθεται έτσι. Απέναντί του υπάρχουν κάποιες μικροκινήσεις. Ψάχνει γύρω του για κάποιο τυφέκιο, όταν θυμάται οτι υπάρχει λίγο πιο κεί ένα πολυβόλο με μερικά κιβώτια σφαίρες. Πρέπει να δει αν δουλεύει και αυτό. Ε, λοιπόν, δουλεύει και μάλιστα πολύ καλά… Απώλειες, είπαμε, άλλοι τις μετρήσανε, άσε που αμφιβάλλουμε αν μετρήσανε σωστά με το τρέξιμο που έκαναν. Εξ άλλου η διόπτρα του ΠΑΟ που έχει πλέον στο χέρι του δεν μπορεί να δείχνει τέτοιες λεπτομέρειες.
Η ημέρα όμως πέρασε και η κλαγγή των όπλων περιορίστηκε στο ελάχιστο. Ο εχθρός υποχώρησε. ‘Αρχισε πάλι ν’ αναζητά τον Μπιχινάκη και τους άλλους συντρόφους του. ‘Εψαχνε ανάμεσα στους θάμνους μήπως τον βρει νεκρό. Μάταια όμως. ‘Ετσι, επέστρεψε πίσω στο πολυβόλο. Εφοδιάστηκε με σφαίρες, άλλαξε θέση και εγκαταστάθηκε σε κάποιο όρυγμα μόλις σκοτείνιασε τελείως.
Προσπάθησε να χορτάσει την πείνα του και τη δίψα του, σκεπτόμενος οτι αύριο είναι πού μεγάλη ημέρα, 15 Αυγούστου. Στην Κρήτη και σ’ όλη την Ελλάδα γιορτάζουν τη Μεγαλόχαρη και τις ‘Ενοπλες Δυνάμεις με γλέντια και χαρές. Αλλά τι πειράζει, αυτός το γλέντησε μια μέρα πριν τιμώντας ταυτόχρονα για μιά ακόμη φορά τη στολή του ‘Ελληνα καταδρομέα, όπως έκαναν μέχρι τώρα και τόσοι άλλοι. Αγκάλιασε το πολυβόλο και γεμάτος συγκρουόμενα συναισθήματα έκλεισε τα βλέφαρά του όπως ο λαγός.
Η 15η Αυγούστου ξημέρωσε και πέρασε άπρακτη, βλέπεις οι απέναντι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Αρκετά έχασαν για τα τρία τέσσερα ανώνυμα, έστω και εάν δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν τον άξονα, που οδηγεί στα πλευρά της Λευκωσίας και ταυτόχρονα την αποκόπτει από τον αερολιμένα της. Το βράδυ όμως αργούσε και ο ήλιος έκαιγε τον τόπο. Η θερμοκρασία θα υπερέβαινε τους 40ο βαθμούς. Το νερό ήταν λιγοστό και φαγητό δεν είχε καθόλου. Σκεπασμένος με κάτι κλαριά για παραλλαγή και για ίσκιο παρατηρούσε συνεχώς, αλλά το μάτι του μέσα από τη διόπτρα δεν έβλεπε ψυχή πουθενά.
Η 16η και 17η Αυγούστου κύλησαν στο ίδιο μοτίβο: δίψα πείνα ζέστη. Ευτυχώς κάποιο ξεχασμένο παγούρι τον ξεδίψασε λίγο. Το στομάχι του όμως διαμαρτυρόταν μα δεν έβρισκε ούτε ψίχουλο. Τι να κάνει; Να γυρίσει πίσω στη μοίρα; Μα όχι, εδώ ετάχθη, εδώ θα μείνει, “και μόνος και μετα πολλών”, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Αθηναίοι στον όρκο τους.
Η 18η Αυγούστου ξημέρωσε, όταν το μυαλό του πήρε στροφή. Κάτω στη φόρμα είχε ένα τηλέφωνο με το οποίο μπορούσε να επικοινωνήσει με τη μοίρα. Που να πάρει η οργή, να μην το θυμηθεί νωρίτερα. ‘Εψαξε με αγωνία τη φόρμα και παρακαλούσε να μην είχε σβηστεί ο αριθμός από τον ιδρώτα του. Ευτυχώς όχι. ‘Ετρεξε περίπου ενάμισυ χιλιόμετρο, έφτασε στα κτίρια της αντιπροσωπίας της FORD. Ε, δεν θα υπήρχε αντίρρηση εάν έκανε ένα τηλέφωνο από το γραφείο δωρεάν, έστω και εάν έμπαινε από το παράθυρο.
– Εμπρός, κύριε διοικητά, καταδρομέας Μπικάκης.
– Πού είσαι εσύ παιδί μου! Ζείς; Τι σου συνέβει; Είσαι καλά:
– Καλά είμαι, κύριε διοικητά, βρίσκομαι στην αντιπροσωπία της FORD.
– Περίμενε, στέλνω όχημα να σε πάρει. Τα μάτια σου δεκατέσσερα, είσαι σε επικίνδυνη ζώνη.
– Κύριε Διοικητά έχω να φάω τέσσερις ημέρες, στείλτε και φαγητό μαζί, και νερό δεν έχω καθόλου.
Μια σελίδα γράφηκε. Ακόμη μια σελίδα που ο κομάντος σήμερα αναπολεί με υπερηφάνεια. Τη λέει στα δυό του κοπέλια που κάθε τόσο τον ερωτούν.
Τα γεγονότα αφηγήθηκαν στον συγγραφέα, (ο οποίος υπογράφει ψευδονύμως και μετείχε ως αξιωματικός των επιχειρήσεων), ο καταδρομέας ΜΠΙΚΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ του ΙΩΑΝΝΟΥ και άλλοι συμπολεμιστές του. Ο Ε. Μπικάκης γεννήθηκε στις 10-3-1954 στην Αμυγδαλή Ηρακλείου Κρήτης. Ζει σήμερα στην Αθήνα, παντρεμένος και είναι πατέρας δυο αγοριών».
Το τραγικό τέλος του Μανώλη Μπικάκη
Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας εργάστηκε ως οικοδόμος. Σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 1994 σε τροχαίο δυστύχημα στην Εθνική Οδό Αθηνών-Πατρών. Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.