Ένα κείμενο-γροθιά για τη μεγαλύτερη απώλεια που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Μια κατάθεση ψυχής που «λυγίζει» τους πάντες…
Μάνα, το παιδί σου είναι το μεγαλύτερο δώρο από όσα σου χαρίστηκαν ποτέ
«Το νιώθεις μέσα σου εννιά ολόκληρους μήνες. Είναι σάρκα από τη σάρκα σου, το ταΐζεις με το αίμα σου, με την ίδια σου την ψυχή.
Γεννιέται κι αλλάζει το κέντρο του σύμπαντός σου.
Είναι το παιδί σου και τίποτα άλλο δε φαντάζει πιο σημαντικό από αυτό.Είναι η μεγάλη αγάπη της ζωής σου.
Το βλέπεις να μεγαλώνει. Το μεγαλώνεις.
Του μαθαίνεις όσα πρέπει να ξέρει για τη ζωή.
Το συνοδεύεις σε κάθε του βήμα, το καμαρώνεις σε κάθε του προσπάθεια. Επευφημείς τις επιτυχίες, παρηγορείς στις ήττες.
Το μαθαίνεις να είναι δυνατό, να μπορεί να στέκεται στον κόσμο, να είναι τίμιος και σωστός άνθρωπος.
Και γίνεται ένας όμορφος άνθρωπος.
Μάνα σε λες κι έκανες καλή δουλειά. Τον μεγάλωσες σωστά. Με αγάπη, με αρχές, με έννοια.
Και τον βλέπεις να τραβά το δρόμο του. Εσύ στα μετόπισθεν για ό,τι χρειαστεί. Του έδειξες τα φτερά του και τον έμαθες να πετάει Τώρα τον αφήνεις να το κάνει μόνος του.
Ευχαριστείς το Θεό για το δώρο του. Το παιδί σου είναι το μεγαλύτερο δώρο από όσα σου χαρίστηκαν ποτέ. Το λες ευτυχία.
Κι έρχεται μια μαύρη μέρα κι ο Θεός που στο έδωσε, στο ζητάει πίσω.
Το παιδί έφυγε…
Το καμάρι σου δεν είναι πια εδώ. Τώρα έχει πραγματικά φτερά και πετά στον ουρανό, μακριά σου. Ο Θεός το πήρε κοντά του, στο πήρε.
Τώρα ξέρεις πώς είναι ο μεγαλύτερος πόνος που μπορεί να νιώσει μια μάνα. Έλεγες πως πονάς όταν εκείνο είχε πυρετό, όταν χτυπούσε, όταν ήταν λυπημένο.
Όχι, δεν ήταν πόνος αυτός.
Δεν ήταν σχίσιμο στη μέση δίχως αναισθησία.
Πού πήγε, ρωτάς. Πέθανε, σου λένε. Και πότε θα γυρίσει, αναρωτιέσαι.
Γιατί δε γίνεται να πέθανε το παιδάκι σου. Δε γίνεται αυτό εκεί το σώμα που σου δείχνουν, χλωμό και παγωμένο, να είναι το ροδαλό, το χαμογελαστό παιδί σου.
Ένα κείμενο γροθιά για την μάνα που χάνει το παιδί της…
Κι όμως.
Η καρδιά πάγωσε. Δεν έχεις δάκρυα να βγάλεις, δεν υπάρχουν δάκρυα. Το σώμα δεν υπακούει. Το μυαλό χάθηκε.
Το είχες και το έχασες. Κι είναι εκείνο το γιατί που θα σε βασανίζει πάντα.
Γιατί να φύγει. Γιατί να υπάρχουν τέτοιες αδικίες στο σύμπαν.
Μιλάς με τον Θεό. Τον ρωτάς, τον κατηγορείς, τον μαλώνεις. Παραλογίζεσαι από τον πόνο σου, ζητάς τα δίκια σου.
Δε θα τα βρεις. Εκείνος ξέρει θα σου πουν.
Κι εσύ ξέρεις ότι δεν ήσουν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ποτέ μια μάνα δεν είναι έτοιμη να χάσει το παιδί της.
Ποτέ.
Αναρωτιέσαι αν περνάει ο πόνος. Ο χρόνος είναι γιατρός, σου λένε.
Κοιτάς με εκείνο το παγωμένο βλέμμα της απώλειας και δεν απαντάς στα λόγια της παρηγοριάς.
Γιατί δεν υπάρχει παρηγοριά για σένα. Ένα κομμάτι σου πέθανε, ό,τι κι αν λένε.
Έφυγε. Πέταξε. Δε θα γυρίσει.
Μόνο εσύ, κάποια μέρα, θα πας κοντά.
Και τότε θα σταματήσει ο πόνος.
Tότε θα αγκαλιάσεις πάλι το υπέροχό σου πλάσμα και θα πετάξετε παρέα.
Και κανείς δε θα σας χωρίσει πια.
Ως τότε, μάνα, κουράγιο…»
Της Στεύης Τσούτση