Η κυρία Ευαγγελία είναι μία μάνα σαν τις εκατοντάδες μάνες που έχασαν τα παιδιά τους σε τροχαίο δυστύχημα. Με όσο κουράγιο και δύναμη μπορεί να έχει ένας άνθρωπος μετά την τρομερή απώλεια του παιδιού της, εξομολογείται τη δική της ιστορία, δίνοντας όρκο ζωής, πως δεν θα ξεχάσει ποτέ το παιδί της.
«Καμία μάνα να μη ζήσει αυτό τον πόνο που έζησα εγώ…θα μοιραστώ μαζί σας την ιστορία μου μόνο και μόνο για να προστατεύσω τα δικά σας παιδιά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Με λένε Ευαγγελία και έχω, μάλλον είχα, έχω, 2 αγόρια. Ο μεγάλος μου ο γιος ο Παναγιώτης μου είναι τώρα 32 χρονών και ο μικρός σταμάτησε να μεγαλώνει στα 16 του χρόνια ο Χρήστος μου.
Ο Παναγιώτης ήταν πάντα ένα ήρεμο παιδί, ούτε που κατάλαβα πως τον μεγάλωσα , πότε πέρασαν τα χρόνια, το καμάρι μου έχει ήδη κάνει δική του οικογένεια και έχει ένα υπέροχο κοριτσάκι. Αυτό το κορίτσι μας δίνει χαρά και κουράγιο να συνεχίσουμε από τα χαλάσματα και να βρούμε την δύναμη και την χαρά σε αυτό το ρημαδιασμένο σπίτι.
Ο Χρήστος ήταν πάντα ατίθασο παιδί, σκληρό, από μικρός ήταν ο φασαρίας της γειτονιάς και του σπιτιού και του σχολείου. Πολύ κοινωνικό παιδί αλλά πολύ σκληρό. Έπεφτε από μικρός με το ποδήλατο και ποτέ δεν κυλούσε δάκρυ από τα μάτια του.
Ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι το τάδε παιδί τον χτύπησε, ερχόταν σπίτι με μελανιές, χτυπήματα αλλά πάντα έλεγε με χαμόγελο: Μαμά και μου έριξαν και τους έριξα, ξέρεις γιατί; Γιατί είμαι δυνατός σαν εσένα. Αχ βρε Χρήστο μου, του έλεγα, πότε θα βάλεις μυαλό, πότε θα σταματήσεις να μαλώνεις…και μουρμουρούσε.
Ήθελα να είναι ανεξάρτητος, έλεγε θα πάω να μοιράζω φυλλάδια να βγάλω χαρτζιλίκι για να πάρω το μπουφάν που θέλω, κάτσε ρε αγόρι μου του έλεγα κοίτα τα μαθήματα σου και κάτι θα κάνουμε.
Ερχόταν με φιλούσε, όχι ρε μάνα θα δουλέψω και θα το πάρω με τα δικά μου λεφτά και μια μέρα θα βγάλω πολλά λεφτά και θα σου πάρω υπηρέτρια για να μη κουράζεσαι μου έλεγε. Και τότε τον αγκάλιαζα και του έλεγα, την υγειά μας να έχουμε παιδί μου και όλα τα άλλα θα έρθουν.
Πέρασαν τα χρόνια κάπως έτσι και εκείνος είχε πεισμώσει να πάρει μηχανάκι. Εγώ ανένδοτη, ο πατέρας του το ίδιο, αποκλείεται του λέγαμε. Μα έχουν όλοι οι φίλοι μου, μα αλλιώς δεν θα έχω και εγώ κορίτσι, πόσο θα είμαι με το ποδήλατο και με τα πόδια και άλλες χίλιες δυο δικαιολογίες.
Στο τέλος είπε θα δουλέψω και θα το πάρω μόνος μου. Εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Κάθε βράδυ παρακαλούσα κρυφά την Παναγία να μην τα καταφέρει, να μην πάρει ποτέ. Κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε σε ένα μεζεδοπωλείο και σέρβιρε, γκαρσόνι, και κρατούσε όλα τα λεφτά για το καταραμένο το μηχανάκι.
Του μίλησα πάρα πολλές φορές, Χρήστο μου φοβάμαι, Χρήστο μου μη το πάρεις μόλις πας 18 και βγάλεις δίπλωμα θα σου πάρουμε αυτοκίνητο θα έχεις και του μπαμπά δεν το χρειάζεσαι. Εκεί εκείνος, ανένδοτος. Μίλα του ρε Μίμη και εσύ, έλεγα στον άντρα μου. Του φώναζε, κάνανε ομηρικούς καβγάδες, μέχρι και ο αδερφός του ήταν ενάντια σε αυτό.
Τελικά το πήρε, ήρθε μια μέρα γεμάτος χαρά και περηφάνια ότι το πήρε και έλα μάνα να σε πάω μια βόλτα. Έπεσα να πεθάνω, ρε Χρήστο μου ρε αγόρι μου δεν είπαμε όχι, δεν είπαμε θα πάρεις αυτοκίνητο, δεν είπαμε ότι δεν πρέπει, δεν είπαμε ότι είναι ότι πιο επικίνδυνο υπάρχει. Βγες ρε μάνα να το δεις, μου έλεγε, να σε πάω μια βόλτα. Δεν θέλω τίποτα Χρήστο να δω από αυτό, δεν θέλω να το έχεις, πούλησε το να μη το βλέπω.
Δεν πέρασαν 2 μέρες και το τηλέφωνο χτύπησε, 4 ακριβώς το μεσημέρι, η κυρία …μάλιστα η ίδια ποιός είναι παρακαλώ; Τηλεφωνώ από το Κρατικό Νοσοκομείο…..ναι ποιός είπατε ότι είναι; Μια άρνηση στα αφτιά μου, στον εγκέφαλο μου, δεν έφτανε να επεξεργαστεί την πληροφορία ο εγκέφαλος μου, δεν άκουγα από που μου τηλεφωνούσαν.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ένας θόρυβος εκκωφαντικός οι φωνές του Παναγιώτη από μέσα στην ίδια γραμμή τηλεφώνου. Μου κόπηκαν τα πόδια, έχασα τη γη κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μου, τα έχασα. Δεν έβγαινε η φωνή μου, δεν μπορούσα να ανασάνω, δε μπορούσα να κάνω τίποτα, παρέλυσα.
Κατάφερα να βγω μπουσουλώντας ως την πόρτα και να φωνάξω την μητέρα μου που μένει στον απο κάτω όροφο. Πήραμε βιαστικά ένα ταξί ούτε τον Μίμη δεν πρόλαβα να πάρω τηλέφωνο. Φτάσαμε στο νοσοκομείο και μόλις αντίκρυσα τον Παναγιώτη μου με χέρια στα αίματα έπεσα λιπόθυμη στο πάτωμα, δεν μπορεί δεν ήταν αλήθεια.
Με συνέφεραν μέσα σε λίγα λεπτά ο Παναγιώτης ήταν στην αγκαλιά μου και σπάραζε του φιλούσα τα χέρια μέσα στα αίματα και τον παρακαλούσα να μου πει που είναι ο Χρήστος. Η φωνή του δεν έβγαινε, ήμουν στο πάτωμα με το παιδί στην αγκαλιά μου να μη μπορεί να πει λέξη. Μια νοσοκόμα ήρθε πήρε το παιδί το έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα και με σήκωσε όρθια μου έδωσε ένα μπουκαλάκι με νερό στα χέρια και μου είπε κατά λέξη:
Κουράγιο μάνα, κουράγιο θα το χρειαστείς. Τότε συνειδητοποίησα ότι όντως κάτι κακό είχε γίνει. Σε παρακαλώ, πες μου που είναι ο Χρήστος μου της έλεγα με αναφιλητά. Τότε, ήρθε ένας γιατρός και μου είπε, λυπάμαι δεν τα κατάφερε όταν τον έφεραν είχε ήδη φύγει, κρίμα και ήταν τόσο νεό παιδί, κουράγιο.
Μετά δεν θυμάμαι τίποτα, τίποτα όμως. Θυμάμαι εικόνες σπασμωδικές, εικόνες σκόρπιες, το παιδί μου στο φέρετρο, κόσμο να κλαίει, παιδία να φωνάζουν. Θυμάμαι τον Παναγιώτη και τον Μίμη να προσπαθούν να με κρατήσουν όρθια, αλλά τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Θυμάμαι άσπρο χρώμα, θυμάμαι λιβάνι, θυμάμαι στεφάνια, λουλούδια, κουφέτα…Σκόρπιες εικόνες που μέχρι και σήμερα δεν τις έχω σε μια σειρά ή ολοκληρωμένες.
Μια μάνα δεν είναι δυνατόν να ξεχάσει ποτέ το παιδί της, ποτέ! Μην κάνετε το λάθος που έκανα εγώ, οι τύψεις με βασανίζουν μέρα νύχτα. Κάθε βράδυ στον ύπνο μου κλαίω, κλαίω που δεν το έσπασα το ρημάδι, που δεν το πέταξα, που δεν έκανα κάτι παραπάνω.
Ζω και θα ζω με αυτό το γιατί, θα συνεχίζω να ζω μισή, το κενό δεν θα αναπληρωθεί ποτέ και δεν θα αντικατασταθεί με τίποτα. Συνέχισα όμως για τον Παναγιώτη μου γιατί το χρωστώ σε αυτό το παιδί να είμαι η μάνα του ακόμη κι αν από μέσα μου λιώνω μέρα με τη μέρα.
Συνέχισα γιατί ξέρω ότι και ο Χρήστος μου αυτό θα μου έλεγε είσαι δυνατή εσύ μπορείς να τα καταφέρεις!
Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ παιδί μου, θα ζεις για πάντα μέσα μου!