Ο Μάριος Βερέττας, στο βιβλίο του ”Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων”, αναφέρεται στο τρόπο που οι αρχαίοι Έλληνες έβριζαν και χυδαιολογούσαν με βρισιές όπως γυναικοπίπης, Κασσώρις και Μυζουρίς.
Είναι γνωστό πάντως ότι οι αρχαίοι Έλληνες έβριζαν συχνά και ήταν αθυρόστομοι.
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ: μπανιστιρτζής
ΕΣΧΑΡΑ: γυναικείο αιδοίο
ΕΥΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραία οπίσθια
ΚΑΣΣΩΡΙΣ: πόpνη
ΠΟΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο π@ος
ΜΥΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει π@ος
Έκφαυλος: ατιμασμένος
Κόβαλος: παράσιτο
Κόπρειος: τιποτένιος
Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα – Πού πήγαιναν οι καλοί και πού οι κακοί!
Οι αρχαίοι Αθηναίοι, σύμφωνα με τους νόμους τους Σόλωνα, ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και ακόμα να φροντίζουν τα της ταφή τους.
Όποιος πολίτης παρέβαινε αυτά τα καθήκοντα, πλήρωνε πρόστιμο και έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, δηλαδή εθεωρείτο «άτιμος», ή και τον εξόριζαν από την πόλη. Αθηναίοι και Έλληνες, στην αρχαιότητα, πίστευαν πως οι θεοί προσφέρουν απλόχερα τα αγαθά στους θνητούς και αυτοί, σεβόμενοι τους αθάνατους ευεργέτες, οφείλουν να τα απολαύσουν μέχρι τελευταίας ευκαιρίας.
Διαφορετικά, θα προσβάλλουν τους γενναιόδωρους θεούς. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, λοιπόν, εκτιμούν, αγαπούν και απολαμβάνουν την επίγεια ζωή. Αντιμετωπίζουν τον θάνατο με δέος, φόβο και θλίψη, συνεπώς φοβούνται τον νεκρό, που θεωρούν «μιασμένο» (μολυσμένο). Ο θάνατος ήταν η συντέλεια, καθώς ελάχιστοι πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο Όμηρος διαχωρίζει την ψυχή (από το ρήμα ψύχω > πνέω – αναπνέω) σε κυρίως ψυχή ( ζωή -ανάσα – πνοή) και σε θυμό που είναι η ψυχή μας ως φορέας ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων. Κατά τον Όμηρο, το σώμα είναι ο άνθρωπος καθαυτόν, που φθείρεται με τον θάνατο. Η ψυχή μετά θάνατον γίνεται σκιά ωχρή, χωρίς αξία, που πλανάται στον Άδη κι ύστερα εξανεμίζεται, χάνεται. Παρόμοιες ιδέες έχει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος δηλώνει πως ο άνθρωπος είναι σώμα και ύλη, ψυχή και είδος.
Κατά τον Αριστοτέλη η ψύχη είναι ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπων και θεού, γεννιέται και σβήνει με το σώμα. Μονάχα ο νους έρχεται απ΄ έξω («θύραθεν»), είναι «το ανώτερον μέρος της ψυχής, προγενέστερον και κύριον, απλούν και απαθές» και είναι ύλη.
Η αθανασία της ψυχής.
Υπέρ της αθανασίας της ψυχής τάσσονται οι Ορφικοί, οι Πυθαγόρειοι και οι Πλατωνικοί.
Οι θεωρίες τους συγγενεύουν πολύ με τη μεταγενέστερη χριστιανική θεωρία περί ψυχής. Κοινή σε όλους είναι η άποψη ότι η ψυχή «ουσία άυλη, άφθαρτη και αθάνατη», «κάτι το άορατον, ασώματον, πάγκαλον και θείον», γι” αυτό είναι αθάνατη. Ενώ το σώμα είναι «ορατόν και σύνθετον και γαιώδες και ανθρώπινον», γι” αυτό είναι θνητό και πιθανόν να παραλογίζεται (Πλάτωνος, Φαίδων).
Ο Σωκράτης στις τελευταίες στιγμές νιώθει πως με τον θάνατό του θεραπεύεται από τη νόσο (δηλαδή το κλείσιμο της ψυχής, μέσα στο φθαρτό σώμα). Για να εκφράσει, λοιπόν, την ευγνωμοσύνη του προς τον θεό Ασκληπιό, δίνει εντολή στον Κρίτωνα να θυσιάσει για λογαριασμό του έναν κόκορα. Την ίδια ερμηνεία, που θέλει το σώμα να είναι φυλακή της ψυχής, υποστηρίζουν οι Ορφικοί.
Χαρακτηριστικά πρεσβεύουν πως «η ψυχή εγκαταλείπει προσωρινά το σώμα την ώρα του ονείρου και για πάντοτε την ώρα του θανάτου». Όλοι τους, επίσης, ομιλούν για δικαιοσύνη, ηθική αγνότητα και τιμωρία ή δικαίωση στον άλλο κόσμο.
Η επικούρεια άποψη.
Αντίποδας των προηγούμενων είναι η Επικούρεια άποψη. Ο Επίκουρος δέχεται τον πλατωνοαριστοτελικό διαχωρισμό της ψυχής σε: άλογο (ψυχή – anima) και σε λογικό (νους – animus).
Όμως διαφέρει από τους άλλους, διότι πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά. Βασίζεται στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου, δηλαδή ερμηνεύει την ψυχή και τον νου ως συμπτώματα, εκδηλώσεις της ύλης. Κατά τον Επίκουρο, η ψυχή αποτελείται από λεπτότατα άτομα, διάχυτα στο σώμα, και πεθαίνει μαζί με το σώμα. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψή του περί θανάτου:
«… Άρα το πιο φρικιαστικό απ” όλα τα δεινά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας. Απλούστατα επειδή, ενόσω εμείς θα ζούμε, εκείνος θα είναι απών, ενώ, όταν θα εμφανιστεί, εμείς δεν θα υπάρχουμε. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τους ζωντανούς, ούτε με τους πεθαμένους, αφού όσο οι ζωντανοί είναι ζωντανοί δεν υπάρχει, και οι πεθαμένοι, δεν θα ζουν όταν φανεί… » (Επίκουρου, Επιστολή προς Μενοικέα, Περί Ευτυχίας).
Η αρχαία ελληνική θρησκεία άφηνε απόλυτη ελευθερία σκέψης και έκφρασης, είχε δοξασίες με καθαρά πνευματικό περιεχόμενο και υψηλές ηθικές αξίες. Όπως λόγου χάριν, στα Ηλύσια Πεδία βασιλεύουν -μετά θάνατον- οι θνητοί που διακρίθηκαν για τις αρετές τους. Αντιθέτως, στα σκοτεινά παλάτια του Άδη οδηγούνται οι νεκροί θνητοί, όσοι δεν αξιοποίησαν τα προσόντα τους και τις δυνατότητες που τους χάρισαν οι θεοί κατά τη διάρκεια του βίου.
Σε αυτούς συγκαταλέγεται αυτός που λαθέν βιώσας, όπως αναφέρει ο Όμηρος. Δηλαδή αυτός που πέρασε από τον εφήμερο βίο χωρίς να γίνει αντιληπτός, χωρίς να αξιοποιήσει τα χαρίσματα των θεών. Στο κατώτατο σημείο του Άδη, στα Τάρταρα, καταλήγουν όσοι έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα. Ο Τάνταλος, ο Σίσυφος, οι κόρες του Δαναού τιμωρούνται από τους θεούς και υποβάλλονται σε χωρίς τέλος μαρτυρία.
Αυτές τις… αστείες για τη μοντέρνα γλώσσα βρισιές χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες.