«Άκουγα μια περίεργη ησυχία από την αυλή, διαφορετική. Δεν άκουγα παιδικές φωνές, γέλια, φασαρία. Ήταν άνοιξη και ο καιρός είχε ήδη αρχίσει να ζεσταίνει. Το σχολείο τελείωνε και τα παιδιά ήταν χαρούμενα: Λιγότερα μαθήματα, περισσότερος χρόνος για παιχνίδι και ξεγνοιασιά. Τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύτηκαν όπως κάθε απόγευμα να παίξουν με το δικό μου. Δεν έγινε τίποτα διαφορετικό σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Μια από τα ίδια.
Εκείνο το απόγευμα όμως κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Άκουγα φασαρία, αλλά ήταν πολύ «ήσυχη» για φασαρία. Ήταν κάπως διαφορετική, δεν ξέρω πως να σας το εξηγήσω. Όταν έχεις παιδιά το φυσιολογικό είναι να ακούς συνεχώς φασαρία και όχι ησυχία. Η ησυχία συνήθως κάτι κακό κρύβει.
Βγαίνοντας έξω να ελέγξω τι γινόταν, είδα τον κολλητό του γιου μου να μετράει αντίστροφα γυρισμένος στον τοίχο και κατάλαβα ότι έπαιζαν κρυφτό. Τον ρώτησα αν ήταν όλα εντάξει και μου είπε «ναι». Εμένα όμως κάτι με έτρωγε. Σε λιγάκι θα μάθαινα τι.
Ήσυχη εγώ στην κουζίνα ότι τα παιδιά είναι όλα μαζί έξω και παίζουν δεν περίμενα τι μου έκρυβε το βράδυ αυτό που ερχόταν. Μετά από 15-20 λεπτά μπαίνουν όλα μαζί τα παιδιά στο σπίτι εμφανώς ταραγμένα και μου είπαν «Χάσαμε τον Κώστα» και ότι έψαξαν παντού αλλά δεν τον βρήκαν. «Τι εννοείτε χάσατε τον Κώστα; Κρυφτό δεν παίζετε; Κάπου θα είναι κρυμμένος». Όταν όμως τα παιδιά μου εξήγησαν ότι τον έχουν ψάξει παντού και ότι τον φωνάζουν και δεν βγαίνει, ταράχτηκα.
Βγήκα και εγώ έξω να ψάξω μαζί τους. «Δεν μπορεί», σκέφτηκα. «Αν είναι κάπου κρυμμένος μόλις ακούσει τη φωνή μου θα βγει». Έλα όμως που δεν έβγαινε. Γύρισα τα δύο τετράγωνα δύο φορές και ο Κώστας πουθενά. Πέρασα από την παιδική χαρά μήπως είχε βρει κάποιο φίλο του και μιλούσαν, αλλά δεν ήταν εκεί. Όποιο παιδί έβρισκα στο διάβα μου το ρωτούσα άλλα κανείς δεν τον είχε δει.
Κάπου εκεί άρχισα να τα χάνω. Τόσα και τόσα ακούγονται με απαγωγές παιδιών είναι να μη φοβάσαι τη σήμερον ημέρα; Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου κι άρχισα να χτυπάω κάθε πόρτα γνωστού, φίλου, γείτονα που έβρισκα μπροστά μου μήπως το παιδί ήταν εκεί. Δεν ήταν πουθενά.
Ο πανικός με είχε κυριεύσει και η ανάσα μου είχε κοπεί. Πήρα τηλέφωνο τον άντρα μου που ήταν ακόμα στη δουλειά και του είπα να έρθει αμέσως στο σπίτι. Οι φίλοι του συνέχισαν να το ψάχνουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μόλις ήρθε ο άντρας μου και με ηρέμησε κάπως πήραμε αμέσως τηλέφωνο την αστυνομία. Είχαν περάσει 3 ώρες από τη στιγμή που τον έχασα, δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένω λεπτό παραπάνω.
Με θυμάμαι να βγαίνω στο δρόμο και να ουρλιάζω το όνομα του. Με είχε πιάσει υστερία και απ’ ότι έμαθα μετά λιποθύμησα δύο φορές. Έκανα τρομερές σκέψεις με το μυαλό μου. Που μπορεί να ήταν; Κι αν μου τον είχε αρπάξει κανείς; Και αν του έκανε κακό; Αν είχε χτυπήσει και ήταν πουθενά πεσμένος και χρειαζόταν τη βοήθειά μας; Θεέ μου, ένιωσα πως πεθαίνω. Ένα παιδί κατάφερα να κάνω και με χίλια βάσανα. Δεν γινόταν να μου το πάρει ο Θεός έτσι.
Η αστυνομία μας καθησύχασε λέγοντάς μας ότι συνήθως τα παιδιά βρίσκουν άλλους φίλους τους, πάνε σπίτι τους και ξεχνιούνται. Είπαν να δείξουμε ψυχραιμία και να περιμένουμε λίγο ακόμα. Αν το παιδί δεν εμφανιζόταν σε 1 περίπου ώρα θα κινητοποιούνταν περισσότερες δυνάμεις και θα έψαχναν να το βρουν. Αν πάλι δεν το έβρισκαν, θα έβγαζαν Amber Alert.
Είχα κάτσει στο σαλόνι, είχα βάλει το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια και το ανεβοκατέβαζα σαν να προσπαθούσα να νανουρίσω μωρό. Δεν ήθελα να σκέφτομαι. Δεν ήθελα να ξέρω. Ήθελα μόνο να έρθει κάποιος να μου πει ότι το παιδί μου είναι καλά και ότι ήρθε σπίτι.
Όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί σπίτι μας και προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Ένα 10χρονο παιδί δεν είναι καρφίτσα. Δεν χάνεται έτσι ξαφνικά. Κάπου ήταν, αλλά δεν ξέρουμε πού. Είναι ένα πανέξυπνο παιδί, που ήξερε να φυλάει τον εαυτό του, αλλά με τόσα που γίνονται γύρω μας δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα. Ο άντρας μου δίπλα δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα. Προσπαθούσε τόση ώρα να μείνει ψύχραιμος για χάρη μου, όταν πέρασε όμως και εκείνη η ώρα που μας είπαν οι αστυνομικοί δεν άντεξε και κατέρρευσε. Για πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα πως αισθάνονται όλες αυτές οι μαμάδες που χάνουν τα παιδιά τους και τα ψάχνουν και βγαίνουν στην τηλεόραση και τα κανάλια κλαίγοντας και ζητώντας βοήθεια. Αυτή η απόγνωση, αυτός ο φόβος, αυτή η τρέλα. Δεν εύχομαι ούτε στο χειρότερο εχθρό μου να ζήσει τα μισά απ’ όσα ένιωσα εκείνο το βράδυ.
Είχαν περάσει συνολικά 6 ώρες από τη στιγμή που τα παιδιά είχαν έρθει στην κουζίνα να μου πουν πως έχασαν το γιο μου. Οι ελπίδες να τον βρούμε λιγόστευαν. Έξι ολόκληρες φορές που μπορεί να ήταν; Αυτό που σκέφτηκα στην αρχή μάλλον ίσχυε. Κάποιος τον είχε αρπάξει.
Θυμάμαι την αδερφή μου να μου δίνει δυο χάπια και να σωριάζομαι στον καναπέ με τα μάτια ανοιχτά χωρίς να νιώθω τίποτα. Και τότε μέσα στο παραλήρημά μου και χαμένη στις σκέψεις μου άκουσα το κουδούνι να χτυπά και απ’ έξω φωνές και ουρλιαχτά. «Τέλος». Αυτό μόνο είπα. «Όλα τελείωσαν. Το παιδί μου δεν ζει».
Όχι μόνο ζούσε, αλλά δεν είχε πάθει το παραμικρό και γύρισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είχε πάει στο σπίτι ενός φίλου του που είχε βρει στο δρόμο, ο οποίος φίλος του είχε πάρει ένα καινούργιο παιχνίδι στο PlayStation και τον κάλεσε να παίξουν. Το κακό είναι ότι ο γιος μου δεν σκέφτηκε καν να με ειδοποιήσει για να μην ανησυχώ. Έμεινε εκεί για έξι ολόκληρες ώρες και δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Έτσι μου δικαιολογήθηκε κλαίγοντας, βλέποντας την κατάσταση που επικρατούσε σπίτι. Περιττό να σας πω ότι ο πανικός μου μετατράπηκε σε βιαιότητα. Για πρώτη φορά τον χαστούκισα με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Δεν το είχα κάνει ποτέ ξανά και δεν θα το ξανακάνω. Ντρέπομαι που του λέω, αλλά εκείνη τη φορά του άξιζε το χαστούκι που έφαγε. Τα έχασε, δεν περίμενε τέτοια αντίδραση από μένα.
Τα ερωτήματά μου ακόμα και σήμερα είναι πολλά. Πως μπόρεσε το παιδί μου που το έχω μεγαλώσει με αυτό τον τρόπο και το έχω μάθει αν είναι υπεύθυνο να μου κάνει κάτι τέτοιο; Πως μπόρεσε να επιδείξει τέτοια ανευθυνότητα; Δεν είναι πέντε χρονών, αλλά δέκα, ολόκληρο αγόρι. Ξέρει ποιο είναι το σωστό και το λάθος. Αλλά και η μητέρα εκείνου του παιδιού δεν σκέφτηκε να το ρωτήσει «Ξέρει η μαμά σου που είσαι;». Δεν αντιλήφθηκε ότι όλη γειτονιά είχε σηκωθεί στο πόδι και τον έψαχνε; Φυσικά το σπίτι του αγοριού αυτού είναι λίγο πιο μακριά από το δικό μας και ίσως όντως να μην το κατάλαβε, αλλά και πάλι ένα τηλέφωνο δεν μπόρεσε κανείς να μου κάνει; Έπρεπε να κινητοποιήσουμε την αστυνομία και να γίνει όλος αυτός ο χαμός για το τίποτα;
Το μήνυμα που θέλω να περάσω είναι σε τέτοιες περιπτώσεις προσπαθήστε να διατηρήσετε την ψυχραιμία σας και να σκεφτείτε λογικά. Πολλοί θα με πουν υπερβολική, ότι βιάστηκα να τα βάψω μαύρα και πήγε ο νους μου στο κακό. Όποιος όμως έχει παιδί μπορεί να με καταλάβει. Μάθετε στα παιδιά σας να σας ενημερώνουν ακόμα και μέχρι το απέναντι σπίτι να πάνε. Μιλήστε τους ήρεμα και εξηγήστε τους ότι η μαμά και ο μπαμπάς ανησυχούν, ότι οι καιροί είναι δύσκολοι και επικίνδυνοι και ότι είναι πολύ σημαντικό η μαμά και ο μπαμπάς να γνωρίζουν ανά πάσα ώρα και στιγμή που βρίσκεται το παιδί τους για να μην αγχώνονται χωρίς λόγο και να ξέρουν πού να απευθυνθούν σε περίπτωση που το αναζητήσουν.
Το πάθημα ελπίζω να του γίνει μάθημα. Εκείνο το χαστούκι θα το θυμάται σε όλη του τη ζωή. Λυπάμαι που αναγκάστηκα να τον χτυπήσω, αλλά μου αξίζει ένα ελαφρυντικό έτσι που με λαχτάρησε…»,
Ρίτα