1 Αυγούστου 2014. Ένα δεκάχρονο παιδί, ο Μιχαήλ, τραυματίζεται θανάσιμα κάνοντας θαλάσσια σπορ. Το βιβλίο αυτό, γραμμένο από τον πατέρα του, δεν είναι εγχειρίδιο πόνου, ούτε οδηγός επιβίωσης• καταγράφοντας τα οδυνηρά γεγονότα και ό,τι ακολούθησε, επιδιώκει να βοηθήσει κάθε άνθρωπο που νιώθει αβάσταχτο τον πόνο της απώλειας, προκειμένου να καταφέρει να ανακαλύψει το δικό του μονοπάτι που θα του επιτρέψει να επανασυνδεθεί με τη ζωή.
Συγκλονίζει ο πατέρας που έχασε το παιδί του σε θαλάσσια σπορ στη Μύκονο
«Περιγράφω ό,τι ανακάλυψα εγώ κατά τη διάρκεια της τραγικής αυτής πορείας μέσα από τον πόνο και την απελπισία, και αφηγούμαι πώς κατάφερα να λυτρωθώ τελικά από τις καταστροφικές σκέψεις που μου προκαλούσε η απώλεια του γιου μου, και να τις μετατρέψω σε ιδέες. Ιδέες που θα έφερναν αλλαγή στον κόσμο που ζούμε, και που θα βοηθούσαν εμένα και την οικογένεια που μου απέμεινε, τη γυναίκα μου, να αντιμετωπίσουμε τη διαφορετική πλέον ζωή μας. Πίστεψα ότι μόνο έτσι θα συνεχιστεί η ζωή του παιδιού που λάτρεψα και έχασα. Ήταν η εσωτερική μου ανάγκη να ξέρω ότι η σχέση που μας είχε συνδέσει θα παρέμενε ανέπαφη και η αγάπη μας δε θα εξαφανιζόταν μαζί του. Καταθέτω το κείμενο αυτό με την ελπίδα πως θα καθοδηγήσει την ψυχή, το μυαλό και τον πόνο της καρδιάς σας στη διαφορετική καινούρια ζωή σας μετά την απώλεια, με την ελπίδα να δεχτείτε, κοιτάζοντας από διαφορετικό πλέον πρίσμα, ξανά τη χαρά στη ζωή σας». Από τον πρόλογο του συγγραφέα
Η τραγωδία αυτή, που συγκλόνισε το πανελλήνιο, έγινε η αφορμή για τον Παναγιώτη Πασχαλάκη να ιδρύσει τον μη κερδοσκοπικό Οργανισμό Safe Water Sports με στόχο άλλα παιδιά να μη βρεθούν ποτέ στη θέση του μονάκριβου γιου του.
Παναγιώτης Πασχαλάκης: «Το παιδί μου, που το πρωί γέλαγε δίπλα μου, με φίλησε και μου είπε “καλημέρα” δεν ήταν πια μαζί μου»
«Ένα βιβλίο αφιερωμένο στον γιο μου, που τον αγάπησα όσο τίποτε άλλο στη ζωή. Ενα βιβλίο γεμάτο με τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, όπως ακριβώς γεννιούνται στο μυαλό και στην ψυχή μου την κάθε στιγμή. Είναι ό,τι είναι και δεν θέλω να του βάλω κανένα τίτλο. Είναι ο εαυτός μου που πονάει αφόρητα και θέλει να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορεί, γιατί κανείς δεν θα τον νιώσει.
Με έμαθες περισσότερα από όσα εγώ πρόλαβα να σε διδάξω. Κατάφερες να μας ταρακουνήσεις, να μας βγάλεις από τον λήθαργο που ζούσαμε. Να μας κάνεις να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Να αλλάξουμε προτεραιότητες και αξίες. Να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, λιγότερο εγωιστές… Τώρα πια δεν με φοβίζει ο θάνατος γιατί γνωρίζω ότι θα είναι η στιγμή εκείνη που θα σε σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου και θα σου ψιθυρίσω ότι όλη μου τη ζωή περίμενα την ώρα που θα σμίξουμε και πάλι. Ο μπαμπάς σου…»
Θέλω να εξαφανιστώ από τον κόσμο τούτο. Θέλω να βρεθώ εκεί που είναι ο γιος μου αυτήν τη στιγμή. Θέλω να πάω μαζί του… Το αισθάνθηκα από την πρώτη ακριβώς στιγμή που ο αδερφός μου έσκυψε στο αυτί μου, με αγκάλιασε σφιχτά και μου ψιθύρισε τη φράση “Παναγιώτη… Ο Μιχαήλ είναι νεκρός…”. Καθισμένος στην άμμο, ένα ζωντανό ανθρώπινο ερείπιο, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το συντριπτικό χτύπημα της μοίρας που μόλις είχα δεχθεί. Η ανάσα μου ήταν βαριά. Τη μια στιγμή είσαι ζωντανός, την επόμενη ακριβώς ένας ζωντανός νεκρός. Εκλαιγα ασταμάτητα. “Θέλω να δώσω ένα τέλος σε όλα”, σκεφτόμουν. Δεν έχει κανένα νόημα πια η ζωή. Θέλω να βρω το παιδί μου. Τώρα! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Φρίκη. Με συγκλόνιζε μία απέραντη φρίκη. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Το παιδί μου, που το πρωί γέλαγε δίπλα μου, που το πρωί με φίλησε και μου είπε “καλημέρα” δεν ήταν πια μαζί μου. Πώς γυρίσαμε στην Αθήνα, πώς πήγα στην κηδεία του παιδιού μου, πώς πέρασαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα δεν μπορώ να τα διηγηθώ. Το σοκ από ένα τέτοιο τραυματικό γεγονός σμπαραλιάζει το μυαλό. Το αρνητικό συναισθηματικό φορτίο που συσσωρεύεται έτσι ξαφνικά προκαλεί αμνησία. Τα ηρεμιστικά που έπαιρνα ήταν τόσα πολλά ώστε οι λειτουργίες του εγκεφάλου μου είχαν σχεδόν ανασταλεί».
Το σπίτι άδειο χωρίς την παρουσία του, ο κόσμος σιωπηλός χωρίς τη φωνή του. Η ζωή μου δίχως νόημα κι όμως συνεχίζω να ζω. Η ζωή συνεχίζεται για όλους εκτός από εκείνου. Μόνο ο Μιχαήλ θα μείνει αιώνια δέκα ετών. Εκείνος που πάντα μετρούσε τη διαφορά ηλικίας που είχαμε, έκανε παιχνίδια και ρωτούσε: “Πόσο θα είσαι, μπαμπά, όταν εγώ θα είμαι είκοσι; Πόσο θα είσαι όταν εγώ θα είμαι τριάντα πέντε; Θα είσαι παππούς τότε, ε;”, μου έλεγε. Δεν φανταζόταν, όπως ούτε εγώ βέβαια, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Οτι εγώ θα γίνω, ίσως, παππούς, αλλά εκείνος δε θα γίνει ποτέ τριάντα πέντε… Σήμερα το πρωί σηκώθηκα πάλι πλημμυρισμένος από τις αναμνήσεις. Από μπροστά μου περνούσαν δεκάδες εικόνες από εκδρομές που πήγαμε μαζί, από παιχνίδια με τους φίλους του. Η σκέψη μου κόλλησε σε μία από πέρυσι που ο Μιχαήλ μου έκανε καρτ στην πίστα στη Μύκονο. Είχε φτάσει στον τερματισμό με τα χέρια ψηλά. Νικητής. Ηταν πάντα νικητής. Παντού. Σε όλα. Μία μόνο μάχη έχασε και αυτή ήταν η μάχη με τον θάνατο. Αυτός μόνο μπόρεσε να τον νικήσει… Ανασηκώνομαι από το κρεβάτι και κοιτάζω τον χώρο γύρω μου, το δωμάτιό μου.
Πόσο θα ήθελα να μπει ο Μιχαήλ, όπως συνήθως την Κυριακή και στις αργίες, και να μου πει: “Μπαμπά, ξύπνα, έλα πάνω. Εγώ έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα και σε περιμένω”. Κάποιες φορές όταν συνέβαινε αυτό δυσανασχετούσα, άλλες του απαντούσα μισοκοιμισμένος: “Αγόρι μου, άσε με λίγο ακόμα, λίγο μόνο να κοιμηθώ και μετά θα ανέβω πάνω μαζί σου. Και το μωρό μου, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκανε αυτό που του ζητούσα. Περίμενε υπομονετικά. Τώρα κοιτάω την πόρτα του υπνοδωματίου και βουρκώνω. Είναι ακίνητη. Στέκει εκεί για να μου υπενθυμίζει ότι αυτό που σκέφτομαι δε θα ξανασυμβεί ποτέ πια. Ο Μιχαήλ δεν ζει. Το λέω στον εαυτό μου για να τον κάνω να συνέλθει. Φοβάμαι αυτή την προσκόλληση στο παρελθόν, είναι αλήθεια. Φοβάμαι ότι είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Είναι αδιέξοδο να μένω στο σπίτι, μου κάνει κακό και δεν με βοηθάει να προχωρήσω. Ομως εμένα δεν με ενδιαφέρει. Θέλω να νεκρώσω όλες τις αισθήσεις μου, θέλω να προσπαθήσω να βγω από τον κόσμο που ζω. Δεν θέλω το σώμα μου να έχει ανάγκες. Δεν θέλω να με ενδιαφέρει τι ρούχα θα φορέσω, αν είμαι καθαρός, αν μυρίζω ιδρώτα, αν τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει και θέλω κούρεμα. Θέλω να αφιερωθώ στην αγάπη που έχασα, να βουλιάξω και να χαθώ μέσα στο αίσθημα της απώλειας».
Ψηλαφώντας τον θάνατο
«Δεν γνώρισα ποτέ τη μητέρα μου. Η γυναίκα που με έφερε στη ζωή έφυγε από τούτον τον κόσμο μόλις εγώ άνοιξα τα μάτια μου. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να εξοικειωθώ με τον θάνατό της. Για πολλά χρόνια, ως έφηβος, αλλά και αργότερα, το έκρυβα, το αποσιωπούσα… Σαν να είχα ένα κουσούρι που δεν ήθελα να αποκαλύψω, γιατί αν παρέμενε μυστικό θαρρούσα ότι ο θάνατος δεν θα είχε υπάρξει. Εφτασε, όμως, η μέρα που ο θάνατος χτύπησε και πάλι την πόρτα μου για δεύτερη φορά. Ο πρώτος μου γιος, δίδυμος αδερφός του Μιχαήλ, έφυγε από τη ζωή πέντε εικοσιτετράωρα μετά τη μέρα που η αμέριστη χαρά της γέννησής τους είχε πλημμυρίσει την καρδιά μας. Θυμάμαι τη μέρα της κηδείας του. Στεκόμουν μόνος, μπροστά στο φέρετρό του. Είχα ζητήσει να μην έρθει κανείς. Τον συνόδευσα στην τελευταία του κατοικία και αναρωτιόμουν γιατί ο Θεός με είχε υποβάλει σε τέτοια δοκιμασία. Να γνωρίσω τη χαρά της γέννησής του και αμέσως μετά τον πόνο της απώλειάς του… Ο θάνατος την τρίτη φορά δεν ήρθε τόσο αναπάντεχα. Ο πατέρας μου στα εβδομήντα πέντε του πλέον χρόνια έφυγε μπροστά στα μάτια μου. Το αποδέχτηκα και αυτό με την εξήγηση που πάντα δίνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις: “Έφυγε πλήρης ημερών”… Τώρα, η τέταρτη επίσκεψη του θανάτου στη ζωή μου ήταν η πιο σκληρή και επώδυνη. Αυτή τη φορά μου φυλούσε το πιο αμείλικτο χτύπημά του. Με ισοπέδωσε… Οταν έχασα τη μητέρα μου, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω γιατί ήμουν βρέφος. Είχα χάσει την παντοτινή αγάπη της.
Οταν έχασα τον πατέρα μου, έθαψα το παρελθόν μου. Οταν έχασα τον δίδυμο αδελφό του Μιχαήλ, έθαψα το τότε παρόν μου, αλλά όταν έχασα τον Μιχαήλ, έθαψα το μέλλον μου και τα όνειρά μου… Τα βήματά μου με οδηγούσαν τυφλά στο μνήμα, στον χώρο που για τελευταία φορά είδα το γλυκό του πρόσωπο. Την εικόνα αυτή που ποτέ δεν θα μπορέσω να βγάλω από το μυαλό μου. Δεν υπάρχει χειρότερος ζωντανός εφιάλτης από το να δεις το πρόσωπο του παιδιού σου ακίνητο, παγωμένο, ανέκφραστο, το σώμα ασάλευτο σκεπασμένο με λουλούδια. Τα χέρια σταυρωμένα. Ο δικός μου Μιχαήλ, το παιδί που ήταν η ζωή μου, το φως μου, η ευτυχία μου, το νόημα της ζωής μου… Οταν τον σκέφτομαι εκεί ακίνητο, οι αναμνήσεις τρελαίνονται μέσα μου. Σαν άλογα αφηνιασμένα, επαναφέρουν στη μνήμη μου νωπές εικόνες από τη ζωντάνια του, το μόνιμο τρεχαλητό του, τις κινήσεις του, το αεικίνητο σουλούπι του… Ποτάμι κυλούσαν τα δάκρυα στο πρόσωπό μου. Το σώμα μου έτρεμε, σφιγγόταν, σαν κάποια αόρατη δύναμη να προσπαθούσε να με κουλουριάσει. Αντιδρούσα, μαχόμουν τον πόνο που θέριευε μέσα μου. Με τα δάχτυλά μου πίεζα τα μάτια μου να σταματήσουν το κλάμα, χτυπούσα νευρικά το πόδι μου στο έδαφος. Δεν ήμουν ένα σώμα πια. Κομμάτια ξεχωριστά ο εαυτός μου. Χέρια, πόδια, στομάχι, κόκαλα. Καθένα ζούσε τον πόνο του με τον δικό του τρόπο… Τον πρώτο καιρό -τώρα μπορώ να το ομολογήσω χωρίς φόβο- πέρασε από τη σκέψη μου η ιδέα να αυτοκτονήσω. Θυμάμαι ήταν Σάββατο, και ήμουν ξαπλωμένος με τη γυναίκα μου στο κρεβάτι. Αϋπνοι, εξουθενωμένοι, απελπισμένοι. Ο ένας δίπλα στον άλλον αλλά πολύ μόνοι. Συναισθηματικό ναυάγιο η ψυχή μας. Ο πόνος έμοιαζε ανυπέρβλητος και η ζωή που είχαμε εντελώς μάταιη. Η γυναίκα μου με απαλή και ήρεμη φωνή μού πρότεινε να βρω έναν τρόπο ανώδυνο, εύκολο, να δώσουμε ένα τέλος σε όλα αυτά… Ηταν μια στιγμή που ο θάνατος έμοιαζε λύση, τολμώ να πω λύτρωση, όχι γιατί ήμασταν αυτοκτονικοί, αλλά γιατί η επιθυμία μας να ζήσουμε είχε στερέψει….
Ενας άλλος άνθρωπος στο ξεκίνημα μιας νέας ζωής
Συχνά έρχονται στο μυαλό μου μικρά καθημερινά πράγματα, στιγμές που άλλοτε ίσως περνούσαν απαρατήρητες, αλλά σήμερα που τα σκέφτομαι μου αποκαλύπτονται με άλλη μορφή, που δεν γνώριζα ή που μάλλον δεν παρατηρούσα, και γι’ αυτό δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα. Ο περίπατος σε μια ήσυχη ακρογιαλιά, ο ζεστός χειμωνιάτικος ήλιος, μια βόλτα στη φύση, ένα χαμόγελο, και πάνω απ’ όλα η θαλπωρή της οικογένειας και η ζεστή συντροφιά των ανθρώπων που αγαπάμε… Τώρα όλα αρχίζουν από την αρχή. Η σχέση με τη γυναίκα μου, με τους φίλους, με τους συγγενείς. Ολα μπαίνουν σε νέο πλαίσιο. Κάποια μπορούν να προσαρμοστούν, άλλα δεν χωρούν. Η ζωή η ίδια, οι φιλοδοξίες, τα ιδανικά, οι αξίες επαναξιολογούνται και επανακαθορίζονται. Η πυρηνική έκρηξη δεν άφησε τίποτα όρθιο. Όλα έγιναν στάχτη.
[…]
«Η φωνή του γιατρού με έκανε να ανατριχιάσω. “Συγχαρητήρια”, μου είπε. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι η γυναίκα σας είναι έγκυος. Η εξωσωματική προσπάθεια πέτυχε. Συγχαρητήρια και πάλι”. Η είδηση με αιφνιδίασε. Στο άκουσμα του νέου αυτού πάγωσα. Η αμηχανία με κυρίευσε. Προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε μόλις συμβεί. Αλλη μια πρωτόγνωρη κατάσταση ξεπρόβαλε μπροστά μου. Η σκέψη μου έτρεξε αμέσως στη μέρα, δέκα χρόνια περίπου πριν, όταν η ίδια είδηση έκανε το πρόσωπό μου να φωτιστεί… Μπορεί ποτέ το φως να συνυπάρχει με το σκοτάδι; Στη φύση σίγουρα όχι. Στην ψυχή μου όμως ναι. Οδηγώ προς το σπίτι μόνος μου, μία μόλις μέρα μετά τον ερχομό των παιδιών μου στον κόσμο. Η υπερένταση έχει χτυπήσει κόκκινο. Πώς ήταν η ζωή μου πριν από έναν χρόνο, πώς έγινε, πού βρίσκομαι τώρα. Κλαίω και δεν ξέρω το γιατί. Είναι δάκρυα χαράς; Είναι το ξέσπασμα της τεράστιας πίεσης που μήνες ασφυκτιά μην μπορώντας να βρει οδό διαφυγής από μέσα μου; Είναι το ότι ο Μιχαήλ μου λείπει αφόρητα κάθε στιγμή; Είναι όλα αυτά μαζί; Αναρωτιέμαι πώς έφτασα μέχρι εδώ. Ποια αόρατη δύναμη με τράβηξε; Μου φαίνεται απίστευτο να το έκανα εγώ μόνος μου.
Αγαπημένο μου παιδί… Με τη βοήθεια του Θεού και τη δύναμη που εσύ μας έδωσες, ξαναφτιάξαμε την οικογένειά μας, στήσαμε τη ζωή μας ξανά μέσα από τις στάχτες… Έλεγες πάντα ότι το μόνο που σου έλειπε ήταν ένα αδερφάκι. Είχες δίκιο και το ήξερα πολύ καλά. Δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω ότι ο αδερφός σου έφυγε και αυτός από τη ζωή λίγες μέρες αφότου γεννήθηκες. Τώρα είμαι σίγουρος ότι είναι και εκείνος πάλι μαζί σου. Γνωρίζω ότι επιθυμία σου είναι οι μέρες μας να γεμίσουν ξανά παιδικές φωνές, γέλια και χαρές. Ο ερχομός των καινούριων αδερφών σου στο σπίτι μας να γίνει η αφορμή να λάμψει και πάλι η ευτυχία και η γαλήνη στο πρόσωπό μας. Ο πόνος για σένα βέβαια δεν θα φύγει ποτέ από την ψυχή μας. Είσαι αναπόσπαστο μέρος του εαυτού μας όπου και αν βρισκόμαστε… Με έμαθες περισσότερα από όσα εγώ πρόλαβα να σε διδάξω. Κατάφερες να μας ταρακουνήσεις, να μας βγάλεις από τον λήθαργο που ζούσαμε. Να μας κάνεις να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Να αλλάξουμε προτεραιότητες και αξίες. Να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, λιγότερο εγωιστές… Τώρα πια δεν με φοβίζει ο θάνατος γιατί γνωρίζω ότι θα είναι η στιγμή εκείνη που θα σε σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου και θα σου ψιθυρίσω ότι όλη μου τη ζωή περίμενα την ώρα που θα σμίξουμε και πάλι. Ο μπαμπάς σου».
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Μιχαήλ. Οι άγγελοι έχουν φτερά», εκδόσεις Πατάκη