Συγκλονιστική εξομολόγηση μητέρας για τις συνθήκες που επικρατούν σ’ ένα ψυχιατρείο, στο οποίο νοσηλεύεται η 8χρονη κόρη της.
“Έχεις μπει ποτέ σε ψυχιατρείο; Αν όχι, κάτσε ένα λεπτό να σου περιγράψω πώς είναι τα πράγματα εκεί μέσα.
Οι τοίχοι είναι βαμμένοι με ένα θαμπό, υπόλευκο χρώμα, κάτι ανάμεσα σε λευκό και γκρι. Δεν υπάρχει τίποτα γύρω που μπορείς να χρησιμοποιήσεις σαν όπλο, κάτι δηλαδή με το οποίο μπορείς να βλάψεις τον εαυτό σου, ούτε καλώδια, ούτε παπούτσια (κάποιος μπορεί να κρεμαστεί με τα κορδόνια), ούτε μολύβια/στυλό, τίποτα. Ψηλά σε μία γωνιά θα βρεις στερεωμένο στον τοίχο ένα πράγμα σαν μεταλλικό κουτί ενισχυμένο με ένα παχύ στρώμα πλαστικού πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένη η τηλεόραση, τόσο ψηλά που δεν φτάνεις ακόμα και στο κρεβάτι σου να ανέβεις. Τα στρώματα είναι παλιά, λεπτά και βρώμικα και οι ασθενείς φορούν κάτι λερωμένες, νοσοκομειακές ρόμπες.
Τώρα φαντάσου σε ένα μέρος σαν αυτό που σου περιέγραψα ένα παιδί 8 ετών, το παιδί σου, αυτό που κουβαλούσες 9 μήνες στην κοιλιά σου, το παιδί αυτό που σε έκανε μάνα. Ξύπνησα ένα βράδυ και στεκόταν από πάνω μου κρατώντας ένα κουζινομάχαιρο, έτοιμο να με σκοτώσει.
Όλοι πιστεύουν ότι το παιδί μου είχε δεχτεί κάποιου είδους κακοποίηση γι’ αυτό και τρελάθηκε και το κλείσαμε στο ψυχιατρείο! Ούτε κακοποιήθηκε ποτέ, ούτε τρελάθηκε, ούτε το κλείσαμε στο ψυχιατρείο. Αντιμετωπίζει κάποια σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και οι ειδικοί έκριναν ότι στο ψυχιατρείο θα μπορούν να το παρακολουθούν από κοντά για να το βοηθήσουν να επανέλθει πιο γρήγορα.
Ήταν ένα φυσιολογικό μωρό και ακόμα πιο φυσιολογικό παιδάκι. Και εγώ και ο μπαμπάς της την αγαπούσαμε πολύ και της το δείχναμε. Μέχρι τα 8 της, μέχρι δηλαδή να παρουσιάσει κάποια ανησυχητικά σημάδια που μας έβαλαν σε σκέψεις ήταν ένα παιδάκι σαν όλα τα άλλα, ζωηρό, έξυπνο, μελετηρό, με όρεξη και διάθεση για παιχνίδι και συζήτηση και όλα γενικά όσα κάνει ένα παιδί.
Κάθε φορά που πήγαινα στο σχολείο, η δασκάλα μου έλεγε τα καλύτερα. Ήταν ένα παιδί που μας άκουγε, ένα παιδί τρυφερό που του άρεσε να βοήθα τους πάντες, ένα παιδί με ενσυναίσθηση και ωριμότητα, που δεν συναντάς σε άλλα παιδιά της ηλικίας του.
Αισθάνομαι απίστευτες τύψεις που δεν μπορώ να προσφέρω στο παιδί μου τη φροντίδα και την υποστήριξη που έχει ανάγκη. Αν είχε ανεμοβλογιά ή πνευμονία θα μπορούσα να το βοηθήσω. Τώρα όμως που πάσχει από μία ασθένεια που δεν μπορώ ούτε καν να δω;
Καμιά μάνα δεν είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αντιβαίνει στη φυσική μας επιθυμία να διορθώσουμε αυτό που προκαλεί κακό στο παιδί μας. Κάθε μέρα κοιτάζω το ρολόι και ανυπομονώ να περάσει η ώρα για να πάω να τη δω, αν και δεν είναι πάντα σε θέση να μου μιλήσει. Δεν μπορώ να ησυχάσω, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, να κάνω δουλειές ή να προσέξω το άλλο μου παιδί. Κάθε φορά που πηγαίνω να τη δω (όταν δηλαδή είναι σε θέση να τη δω) φοβάμαι γι’ αυτό που θα αντιμετωπίσω. Κάθε φορά αντιδρά διαφορετικά. Άλλες φορές είναι θυμωμένη μαζί μου και άλλες φορές κλαίει και με παρακαλά να την πάρω σπίτι.
Μπορεί κανείς να φανταστεί πώς νιώθω όταν πρέπει να πω στο παιδί μου ότι δεν μπορεί να επιστρέψει σπίτι μαζί μου; Ζω σε μία μόνιμη αναταραχή, σε ένα μόνιμο άγχος και δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε τίποτα παρά μόνο στο παιδί μου που δεν μπορώ να βοηθήσω. Πώς περνάει εκεί μέσα μακριά από τους γονείς της και την αδερφή της; Τρώει καλά; Οι νοσοκόμες την προσέχουν, τη φροντίζουν όπως θα τη φρόντιζα εγώ;
Αναγκάστηκα να την αποχωριστώ. Πηγαίνω κάθε μέρα δύο φορές την ημέρα αλλά τις περισσότερες φορές δεν με αφήνουν καν να τη δω.
Νιώθω τέτοια πίεση που απορώ πώς αναπνέω ακόμα. Το μόνο που με βοηθάει κάπως είναι το γράψιμο. Ξεσπάω στο χαρτί και γράφω όλες τις μύχιες σκέψεις μου και τα συναισθήματα που με πλημμυρίζουν εκείνη τη στιγμή.
Η ελπίδα επιστρέφει – στιγμιαία στην καλύτερη περίπτωση – για να γλυκάνει τον πόνο ενός παιδιού στην άλλη άκρη του τηλεφώνου που φαίνεται ότι είναι χαμένο στις σκέψεις του. Της υπενθυμίζω πόσο πολύ την αγαπώ και ότι η μόνη μας επιθυμία είναι να τη βοηθήσουμε με το μπαμπά της να ηρεμήσει απ’ αυτή την αδιάκοπη καταιγίδα που μαίνεται μέσα της.
Το σόι το δικό μου και του άντρα μου δείχνουν έντονο ενδιαφέρον μεν και μας αγαπάνε αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν. Μας ρωτάνε συνέχεια πόσο θα μείνει εκεί, τι φάρμακα παίρνει, τι κάνουν οι γιατροί για να τη βοηθήσουν και διάφορες άλλες ερωτήσεις που όχι μόνο με φέρνουν σε δύσκολη θέση αλλά με κάνουν να νιώθω και πιο άχρηστη μάνα απ’ ότι είμαι.
Η ψυχική ασθένεια δεν είναι κάτι ξεκάθαρο ούτε υπάρχει κάτι που την πυροδοτεί. Μία σωστή διάγνωση και η κατάλληλη θεραπεία βοήθα αλλά τα φάρμακα δεν κάνουν την ίδια δουλειά σε όλους. Ακόμα κι αν βρεθεί κάτι να καταπραΰνει τα συμπτώματα, δεν πάει να πει ότι βρέθηκε και η θεραπεία.
Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και πολύ φοβάμαι ότι μία μέρα το παιδί μου δεν θα είναι το μοναδικό που θα έχει παρασυρθεί μέσα σε αυτόν τον τυφώνα. Θα είμαι και εγώ”.