ΠΙΣΤΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ

Προσευχήσου στον Άγιο της υπομονής, της αγάπης και της συγχώρησης

Έλενα Θάνου
Εκτ. Χρόνος Ανάγνωσης: 40λ. 6δ.

Ο Άγιος Νεκτάριος, ο Επίσκοπος Πενταπόλεως, το καύχημα της Αιγίνης (κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς) γεννήθηκε το έτος 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης, από ιδιαίτερα φτωχή στα οικονομικά οικογένεια, πλούσια δε στα πνευματικά χαρίσματα. Μέσα από πάμπολλες ταλαιπωρίες και ξενιτεμούς σε Κωνσταντινούπολη, Χίο, Αθήνα και Αλεξάνδρεια κατάφερε τελικά να γίνει μέτοχος υψηλής θεολογικής μορφώσεως. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Πενταπόλεως στην Αλεξάνδρεια αλλά μετέπειτα κατασυκοφαντούμενος επέστρεψε στην Ελλάδα.

Εν μέσω μεγάλων δοκιμασιών ανεδείχθη διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα, όπου κατέλειπε σημαντικό έργο (συγγραφικό, διδακτικό και παιδαγωγικό). Παραιτούμενος από τη σχολή αποσύρθηκε το έτος 1908 στην Αίγινα, όπου συνέστησε το γυναικείο ησυχαστήριο της Αγίας Τριάδος. Έως το τέλος της ζωής του, το έτος 1920, υπέμεινε καρτερικά τις φοβερές συκοφαντίες, τις ύβρεις και τις διώξεις του, με αποτέλεσμα να ονομαστεί «Ο Άγιος της υπομονής, της αγάπης και της συγχώρησης».

Το έτος 1876, στις 7 Νοεμβρίου, σε ηλικία 30 χρόνων, και μετά από τριετή δοκιμασία στην Νέα Μονή της Χίου υπό την επίβλεψη του Οσίου Παχωμίου Χίου, ο οποίος είχε γίνει ο πνευματικός οδηγός του, λαμβάνει το Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Λάζαρος, ενώ κατά την χειροτονία του σε διάκονο από τον μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο στον μητροπολιτικό Ιερό Ναό της Χίου που είναι αφιερωμένος στους αγίους Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, την 15η Ιανουαρίου του έτους 1877 μετονομάστηκε Νεκτάριος. Με το όνομα αυτό θα τον γνωρίσει όλος ο κόσμος και με το όνομα αυτό θα λάβει την χάρη του αγιασμού. Τη θέση του ο Νεκτάριος ως γραμματοδιδάσκαλος την παρέδωσε στον αδερφό του Χαράλαμπο, όταν αυτός εισήλθε δόκιμος μοναχός στην Νέα Μονή της Χίου.

Άγιος Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως ο θαυματουργός (1846-1920)

Η δε γενική επισκοπική επιτροπή Χαλκίδος, που ανέλαβε την διοίκηση της μητρόπολης μέχρι την ανάδειξη νέου ιεράρχη, όχι μόνο έφερνε εμπόδια στο έργο του Αγίου Νεκταρίου, αλλά ενεργούσε και για την απομάκρυνσή του από την Εύβοια. Οι αήθεις μεθοδευμένες τους ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα την μετάθεση του Αγίου Νεκταρίου στην Λακωνία. Η αντίδραση όμως του λαού της Ευβοίας που υπεραγαπούσε τον επίσκοπο Πενταπόλεως Νεκτάριο, στον οποίο έβλεπαν την αγιότητα του βίου του, ήταν μεγάλη και οδήγησε την κυβέρνηση στην ανάκληση της μετάθεσής του. Ωστόσο, η γενική επισκοπική επιτροπή Χαλκίδος επανήλθε τον Μάϊο του 1892 ζητώντας εκ νέου την απομάκρυνση του ιεράρχη, διότι ιερουργούσε δήθεν χωρίς την άδεια της Εκκλησιαστικής Αρχής.

Ο Άγιος Νεκτάριος απογοητευμένος από την αφιλάδελφη αυτή συμπεριφορά υπέβαλε την παραίτησή του στην Ιερά Σύνοδο, αλλά ευτυχώς δεν έγινε δεκτή! Έπειτα με παρέμβαση του τότε υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Αθανασίου Ευταξία στην κυβέρνηση του Σωτηρίου Σωτηρόπουλου, μεθοδεύτηκε η μετάθεση του επισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου στον νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος που υπήρχε ανάγκη πνευματικής υποστήριξης. Στην Λαμία ο Άγιος εγκαταστάθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του έτους 1893 και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να κερδίσει την αγάπη των κατοίκων και των δύο νομών. Κοπίασε αδιάκοπα να πηγαίνει από την Λαμία στην Άμφισσα, στον Δομοκό, στην Στυλίδα, στην Αταλάντη, στο Γαλαξίδι, σε άλλες κωμοπόλεις και χωριά, σε σχολεία και φυλακές για να διδάξει και να ακούσει το ποίμνιο τον Λόγο του Θεού. Πολλοί άνθρωποι έπειτα οδηγήθηκαν στην μετάνοια και επανασυνδέθηκαν συνειδητά με την Μητέρα Εκκλησία, παρά το γεγονός ότι υπηρέτησε στην Φθιωτιδοφωκίδα για πολύ μικρό χρονικό διάστημα (30 Σεπτεμβρίου 1893 μέχρι 7 Μαρτίου 1894).

Τον μήνα Μάρτιο του έτους 1894 ο Άγιος αναχώρησε για την Αθήνα καθώς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως τον κάλεσε να αναλάβει την διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, μετά από πρόταση του Συμβουλίου της, του μητροπολίτη Αθηνών κ. Γερμανού και του εκ Φθιώτιδος υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως κ. Αθανασίου Ευταξία, ο οποίος ήταν απόφοιτος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και είχε ιδίαν αντίληψη της αγάπης που έτρεφε ο κόσμος της εκλογικής του περιφέρειας προς το πρόσωπο του σεμνού και ταπεινού ιεράρχη. Το βασιλικό διάταγμα του διορισμού του ως διευθυντή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής είχε εκδοθεί την 1η Μαρτίου του έτους 1894.

Ο Άγιος Νεκτάριος αναχώρησε για την Στυλίδα στις 7 Μαρτίου, όπου θα επιβιβαζόταν στο πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά. Πλήθη λαού τον συνόδευσαν με άνθη και λάβαρα ως το λιμάνι και τον αποχαιρέτησαν με δάκρυα στα μάτια. Εκεί εργάστηκε με ζήλο για δεκατέσσερα συναπτά έτη ως και το έτος 1908, χωρίς ποτέ να απουσιάσει από την θέση του, με ανθρωπιστικά αισθήματα, με πατρική στοργή, πολλή φρόνηση και αμείωτο ενδιαφέρον αλλά και με διαρκή προσευχή, προκειμένου να επιτύχει στην αποστολή του, αφήνοντας τελικά πίσω του «βαριά κληρονομιά», τεράστιο έργο συγγραφικό, διδακτικό, παιδαγωγικό, φιλανθρωπικό και λειτουργικό. Σύντομα οργάνωσε την σχολή με πρότυπα τα οποία απηχούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης.

Βασικότερο στοιχείο για την επιτέλεση της σχολικής παιδαγωγικής πράξης θεωρούσε την ύπαρξη έντονης λατρευτική ζωής. Έτσι, προκειμένου να ωθήσει σε ενσυνείδητη συμμετοχή τους μαθητές και όλους όσους συμμετείχαν στην Θεία Μυσταγωγία, παρευρισκόταν αδιάλειπτα στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου από την αρχή της Ακολουθίας του Όρθρου και του εσπερινού και στεκόταν όρθιος σε στασίδι στον δεξιό χορό, αφενός για να δίνει στους μαθητές υπόδειγμα εκκλησιασμού, αφετέρου για να καμαρώνει τους δύο χορούς με τους 140 μαθητές που έψαλλαν όλες τις ακολουθίες. Μάλιστα, όταν έψαλλε και ο ίδιος μαζί τους την προσευχή στην Παναγία «Ανυμνών μεγαλύνω Σε Άχραντε», κυριολεκτικά μεταρσιωνόταν.

Έτσι σύντομα ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου έγινε μέγα λατρευτικό κέντρο της πρωτεύουσας. Αενάως προσευχόταν για τους νεαρούς μαθητές της Ριζαρείου και για όλο τον κόσμο επίσης, ενώ παράλληλα ασκούσε λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικό και φιλανθρωπικό έργο και λάμβανε μέρος στις Αγρυπνίες του Αγίου Ελισαίου στην Πλάκα, όπου λειτουργούσε καθημερινά ο παπά Νικόλας Πλανάς (1851-1932),ο οποίος ανακηρύχθηκε Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας το έτος 1992. Εκεί έψαλλαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γεώργιος Τσοκόπουλος, ο Γιάννης Βλαχογιάννης κά. Επίσης ο Άγιος Νεκτάριος μερίμνησε και για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης της Ριζαρείου και φρόντιζε και για την διοργάνωση διαλέξεων από σπουδαίους επιστήμονες που ανέβαζαν σημαντικά το κύρος της σχολής και την έκαναν ακτινοβόλο πνευματικό ίδρυμα.

Το εντυπωσιακά πρώιμο για την εποχή του ενδιαφέρον που υπέδειξε για το φυσικό περιβάλλον και την οικολογία ο Άγιος Νεκτάριος προκαλεί έως σήμερα έκπληξη και θαυμασμό. Κάθε πρωί πριν από την ακολουθία του Όρθρου ο Άγιος Νεκτάριος περιποιούνταν ο ίδιος τον κήπο της σχολής σκάβοντας το χώμα και φυτεύοντας νέα λουλούδια και δέντρα. Η διαμόρφωση του κήπου της Ριζαρείου ήταν δικό του δημιούργημα. Αξεπέραστος ήταν στην παιδαγωγική του σκέψη. Όταν μαθητές της Ριζαρείου μάλωσαν , ο ίδιος, αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε με ασιτία τριών ημερών, θεωρώντας τον εαυτό του υπαίτιο.

Αναλάμβανε να σηκώσει ο ίδιος πάνω του το βάρος της αμαρτίας των μαθητών, για τον λόγο αυτό, την ώρα του κοινού δείπνου, ενώ οι άλλοι έτρωγαν, εκείνος προσευχόταν στον Θεό για το πρόβλημα και υπέβαλε τον εαυτό του σε αυστηρή νηστεία. Μετά από αυτό το γεγονός είχε συγκλονιστεί η μικρή κοινότητα της Ριζαρείου, οι μαθητές άλλαξαν συμπεριφορά ριζικά και οι υπαίτιοι του επεισοδίου δεν ήθελαν να φάνε ούτε αυτοί τις μέρες που ο Άγιος Νεκτάριος δεν έτρωγε. Έκλαιγαν πικρά δείχνοντας ουσιαστική μεταμέλεια. Ακόμη, όταν καταλάβαινε ότι κάποιος μαθητής του έλεγε ψέματα δεν επενέβαινε ποτέ βίαια, αυταρχικά και πιεστικά για να τον διορθώσει, αλλά με την τεράστια αγάπη και στοργή του για τα παιδιά, τα οδηγούσε λίγο αργότερα στην συνειδητοποίηση του σφάλματος στο οποίο είχαν υποπέσει, τα έκανε να μετανιώσουν ειλικρινά και να διορθωθούν. Όταν, πολύ σπάνια, ήταν αναγκασμένος να μεταχειριστεί την παιδαγωγική μέθοδο της αυστηρότητας και να επιβάλλει κάποια ποινή στενοχωριόταν πολύ.

Φρόντιζε να είναι «νόμος έμψυχος καί κανών αρετής» όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει ο Μέγας Βασίλειος. Ήταν το παράδειγμα του δασκάλου στην εφαρμογή όσων δίδασκε. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα προς μίμηση είναι το γεγονός πως, μία φορά που μπήκε στην αίθουσα για να διδάξει, ένας φτωχός μαθητής τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να αποκτήσει παπούτσια γιατί δεν είχε, ο Επίσκοπος Νεκτάριος έβγαλε τότε και του έδωσε τα δικά του παπούτσια προς κατάπληξη των πάντων, συνεχίζοντας να διδάσκει ξυπόλυτος. Άλλοτε σε μία διαμάχη μεταξύ των επιστατών για το ποιός ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, έλυσε την διαφορά τους αναλαμβάνοντας να τις καθαρίζει ο ίδιος.

Πρότυπη υπήρξε επίσης η αλληλεγγύη που έδειξε σε έναν εργάτη καθαριότητας όταν αυτός αρρώστησε, φοβούμενος ο Επίσκοπος Πενταπόλεως ότι θα απολυθεί ο άρρωστος, ανέλαβε ο ίδιος να κάνει την δουλειά του να καθαρίζει, μέχρι να γυρίσει ο εργάτης στην θέση του. Έπειτα από αυτές τις σπάνιες συμπεριφορές ταπεινού και ευγενικού χαρακτήρα, τον ανέδειξαν και σύντομα τον έκαναν ακουστό και αγαπητό στον κόσμο της Αθήνας. Ευτυχώς που η ελληνική κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψιν της τις κατηγορίες εκείνων των φθονερών ανθρώπων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας που δεν ανταποκρίνονταν στην υψηλή αποστολή της ιεροσύνης. Παράλληλα με την διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής ο αποκαλούμενος «δεσποτοκαλόγερος», ασκούσε σημαντικό, λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικό, φιλανθρωπικό και παιδαγωγικό έργο στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών.

Ο Άγιος Νεκτάριος συνέγραψε μεγάλο αριθμό θεολογικών έργων. Έγραψε σπουδαιότατες θεολογικές μελέτες, δογματικά, ηθικά, κατηχητικά, διδακτικά και ποιητικά έργα. Μόνο για την Παναγία αφιέρωσε 5.000 στίχους στην ποιητική του συλλογή «Θεοτοκάριον». Για τον λόγο αυτό ανεδείχθη εφάμιλλος των μεγάλων της Εκκλησίας Πατέρων. Πολλά από αυτά τα συγγράμματα εξεδόθησαν ως σχολικά βοηθήματα προς χρήση των μαθητών της Ριζαρείου Σχολής. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα βιβλία τα έδινε ο Άγιος προς τους μαθητές του εντελώς δωρεάν. Επίσης τα χάριζε σε ανθρώπους που δεν είχαν χρήματα να τα αγοράσουν προκειμένου να μορφωθούν χριστιανικά. Ώς διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής φρόντιζε ιδιαίτερα για την φυσική υγεία των σπουδαστών, μέσω άσκησης και καλής διατροφής. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που έθεσε το ποδόσφαιρο ως άθλημα στον σχολικό χώρο.

Ο ίδιος ευλόγησε ως «οιωνό άριστο» την σύσταση γυμναστικού συλλόγου με στόχο την σωματική εκγύμναση και την πνευματική ανάπτυξη προς την «τελεία μόρφωση και τελεία αγωγή». Αυτός είναι και ο λόγος που ανακηρύχθηκε ως προστάτης Άγιος των γυμναστών. Οι προσπάθειες του Αγίου Νεκταρίου προς όφελος των σπουδαστών ήταν συνεχείς. Με τις άοκνες ενέργειές του κατάφερε να χορηγούνται κάθε χρόνο τέσσερις υποτροφίες σε μαθητές που προέρχονταν από την Μικρά Ασία, ενώ πρότεινε την εισαγωγή του μαθήματος της γεωπονικής ώστε οι ιεροσπουδαστές να είναι και ευρύτερα ωφέλιμοι στην κοινωνία αλλά και να μπορούν με τις γνώσεις που θα αποκτούσαν για την καλλιέργεια της γης να βοηθιούνται βιοποριστικά, αφού οι ιερείς δεν μισθοδοτούνταν τότε από το κράτος. Ακολουθώντας τις διαχρονικές παιδαγωγικές αρχές των τριών Ιεραρχών, πρόσφερε την πατρική και ανιδιοτελή εν Χριστώ αγάπη του προς τους μαθητές του βοηθώντας τους ταυτόχρονα να καταλάβουν το σπουδαίο αγαθό της παιδείας και της μόρφωσης.

Ταπεινός, μοναχικός και παρ’ όλα αυτά προσηνής, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε είχαν γίνει ήδη γνωστά σε όλα τα μέρη όπου έζησε και δίδαξε. Ο Άγιος Νεκτάριος ποτέ στην ζωή του δεν απέβαλε την επιθυμία του για τον μοναχικό βίο. Ενισχύθηκε δε ακόμη περισσότερο κατά την επίσκεψή του το έτος 1898 στο Άγιο Όρος και από την πνευματική σύνδεσή του με τον γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη και μετέπειτα Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την επίσκεψή του εκεί στο Άγιο Όρος, επισκέφθηκε και προσκύνησε σε πολλά μοναστήρια, σκήτες, κελιά, καλύβες, καθίσματα και ησυχαστήρια, συμμετείχε στις κατανυκτικές ιερές ακολουθίες, χοροστάτησε σε κάποιες από αυτές, προσκύνησε τις θαυματουργές εικόνες και τα άγια λείψανα Μαρτύρων και Οσίων, γέμισε η ψυχή του από ειρήνη και αγαλλίαση, γνώρισε και συναναστράφηκε με άγιες μορφές του μοναχισμού.

Όσο διάστημα βρέθηκε εκεί μελέτησε επίσης τα χειρόγραφα στις βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών προς αναζήτηση υλικού για τις επιστημονικές εργασίες του. Τον Σεπτέμβριο του έτους 1898, με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς επέστρεψε πίσω στην Αθήνα για να αναλάβει τα διευθυντικά του καθήκοντα στην Ριζάρειο Σχολή. Τον Αύγουστο του έτους 1899 ταξίδεψε στην γενέτειρά του την Σηλυβρία όπου προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής και τους τάφους των γονέων του. Στην συνέχεια επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη όπου συναντήθηκε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε’.

Έπειτα από την κοίμηση του Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. Σωφρονίου στις 22 Αυγούστου του έτους 1899 σε ηλικία 110 ετών, αμέσως άρχισε η κούρσα διαδοχής του. Ο ταπεινόφρων Άγιος Νεκτάριος, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις του, τελικά συναίνεσε να υποβάλει υποψηφιότητα για την Πατριαρχεία και στις 3 Σεπτεμβρίου του έτους 1899 αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια. Τελικά Πατριάρχης εξελέγη τότε ο Τήνιος στην καταγωγή Φώτιος. Με ανακούφιση αποδέχθηκε το αποτέλεσμα ο Άγιος Νεκτάριος και συνεχάρη στην συνέχεια τον νέο Πατριάρχη. Κατόπιν, τέλη Αυγούστου επιστρέφει στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του έτους 1901 επισκέφθηκε την Τήνο, προσκύνησε την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ευαγγελιστρίας και επισκέφθηκε τον βαριά άρρωστο έξαρχο του Παναγίου Τάφου, μητροπολίτη Βηθλεέμ κ. Άνθιμο. Κατά την επιστροφή του έμεινε λίγες μέρες και στην Σύρο όπου έλαβε μέρος στις πανηγυρικές εκδηλώσεις του μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής.

Άγιος Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως ο θαυματουργός (1846-1920).

Έκτοτε έψαχνε έναν τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του. Πιό έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη όταν τέσσερις γυναίκες που συνδέονταν μαζί του με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά επέλεξε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στην θέση Ξάντος, στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις τέσσερις μοναχές και άλλες τρεις ακόμη που ήδη μόναζαν στο νησί. Η φιλομοναχική κλίση του Αγίου Νεκταρίου τον οδήγησε στο να ανεγείρει το έτος 1904, παρ’ ότι ακόμη βρισκόταν στην Ριζάρειο Σχολή, τον «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε, που ονειρευόταν στο νησί της Αίγινας. Η εμφάνισή του στην Αίγινα, συνδυάστηκε με θαυματουργικά γεγονότα, που είχαν ως αποτέλεσμα, οι ντόπιοι να τον αγαπούν και να τον τιμούν ως Άγιο ενώ ήταν ακόμη εν ζωή. Το έτος 1908, παραιτήθηκε από την Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών για λόγους υγείας και γήρατος, για να αφοσιωθεί πλήρως στο μοναστήρι του.

Πάρα το γήρας του στάθηκε στους φτωχούς ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, οδηγός, συμπαραστάτης, συνοδοιπόρος της ζωής τους, μα πάνω απ’ όλα ως πνευματικός οδηγός τους. Διακονεί την αδελφότητα με οσιακή αφοσίωση και άκρα ταπείνωση και διδάσκει με μοναδικό τρόπο την αγγελική πολιτεία. Συνηθίζει να συμβουλεύει τις αδελφές και τον κόσμο λέγοντάς τους χαρακτηριστικά «Παιδί μου να μην απελπίζεσαι! Στις μπόρες της ζωής σου να λες Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύσης μου!!» Ηταν αγαπητός και σεβαστός από όλους γιατί υπήρξε υπόδειγμα κάθε ασκητικού κατορθώματος και αρετής, επειδή φρονούσε και επεδίωκε τα άνω (Κολ. 3,2). Η χάρη και η φήμη του Αγίου διαρκώς μεγάλωνε, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών του κόσμου που του εμπιστεύονταν να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε τέσσερα χρόνια επιτεύχθηκε να μεγαλώσει τόσο ώστε να χωράει δεκαπέντε μοναχές. Συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της Ιεράς Μονής και στην διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι. Ο Άγιος ασχολούνταν με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή και θεωρούσε πως είναι ευλογία Θεού. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή, κάτι που αγαπούσε πολύ, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που τη θεωρούσε μητέρα του όπως έλεγε.

Τα χρόνια όμως πριν την τελευτή του δυστυχώς έμελλε να είναι τρικυμιώδη. Από τη μία ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος υπαναχωρώντας των αρχικών του δεσμεύσεων αρνείτο πεισματικά να αναγνωρίσει την μονή του, ενώ από την άλλη η μητέρα μίας δόκιμης μοναχής, το έτος 1918, κατασυκοφάντησε τον Άγιο ως διαφθορέα γυναικών. Γρήγορα όμως οι εξετάσεις και οι έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος μητέρας και κόρης η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Αποτέλεσμα όλης αυτής της έρευνας της εισαγγελίας ήταν να φανερωθεί η αγιότητα και η ακτινοβολία του βίου του Αγίου Νεκταρίου , ο οποίος ζούσε ως εν σαρκί άγγελος και αυγάζοντας γύρω του τις ακτίνες του Ακτίστου Φωτός της Χάριτος.

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την αποπομπή του μητροπολίτου Αθηνών κ. Θεοκλήτου, θεώρησε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως εξέλιπε και δεν πρόφθασε να δει όσο ζούσε την μονή του να αναγνωριστεί. Κατά την συνήθειά του βίωνε τις δοκιμασίες – εξευτελισμούς του βίου του με θαυμαστή πραότητα, ταπεινότητα, ηρεμία, υπομονή και προσευχή. Εδραιωμένος στο Ευαγγέλιο και πιστεύοντας απόλυτα στην δικαιοσύνη του Θεού, είχε απέραντη εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια.

Από το έτος 1919 τα προβλήματα της υγείας του γινόταν πιο έντονα. Στις 2 Ιανουαρίου του έτους 1920, καθώς η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν δραματικά συνέταξε την ιδιόγραφη διαθήκη του καθιστώντας τις μοναχές της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος κληρονόμους όλης της κινητής και της ακίνητης περιουσίας του. Επίσης εξέφρασε την επιθυμία του να παραμείνουν για πάντα στη θέση τους οι δύο πλάκες που εντοίχισε στο μέτωπο του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος και στο υπέρθυρο της Μονής. Μετά από θερμές παρακλήσεις των μοναχών, δέχθηκε να τον δει γιατρός ο οποίος σύστησε την άμεση εισαγωγή του σε νοσοκομείο της Αθήνας.

Ο Άγιος Νεκτάριος δεν έφερε αντίρρηση αλλά πριν αναχωρήσει για την πρωτεύουσα, θέλησε να πάει να προσκυνήσει την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας. Στις 20 Αυγούστου του έτους 1920 συνοδευόμενος ο Άγιος από δύο μοναχές ανηφόρισε για την μονή της Παναγίας όπου προσκύνησε και προσευχήθηκε στην Κυρία Θεοτόκο, και μετά από δεκαπέντε μέρες πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το μοναστήρι του που το είχε αφιερώσει στην Αγία Τριάδα. Φθάνοντας στα μισά της διαδρομής πρωτού αφιχθεί στο μοναστήρι του και κάνοντας στάση στην τοποθεσία που ονομάζεται «Το χέρι της Παναγίας» , διότι κατά την παράδοση η Παναγία ανεβαίνοντας στο βουνό, στάθηκε σε αυτό το σημείο για να ξεκουραστεί και ακουμπώντας το χέρι Της στον βράχο έμεινε σε αυτόν το αποτύπωμά Της, ο Άγιος κατέβηκε από το αγαθό υποζύγιο, προσευχήθηκε και ψιθύρισε «Ας ευλογήσω διά τελευταίαν φοράν το Μοναστηράκι μου και τους Χριστιανούς της νήσου, διότι εντός ολίγου θα απέλθω». Και όταν μία από τις δύο μοναχές που τον συνόδευαν τον ρώτησε «πού θα απέλθεις;», εκείνος της απάντησε «είς τούς Ουρανούς».

Στις 20 Σεπτεμβρίου του έτους 1920 ο Άγιος Νεκτάριος εισήχθη στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών ως άπορος. Νοσηλεύτηκε στον δίκλινο θάλαμο «Τζιβανοπούλειο» της γ’ θέσης. Μετά από 50 ημέρες οδύνης, την οποία υπέμεινε με μία υπομονή που οικοδομούσε όλους εκείνους που τον πλησίαζαν, πριν ακόμη χειρουργηθεί, και ενώ 2-3 ώρες πριν είχε μία ολιγόλογη και ήρεμη συζήτηση με τον ανιψιό και βαφτιστικό του Αναστάσιο, ο Άγιος Νεκτάριος παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης την Αγία του ψυχή είς χείρας Θεού Ζώντος, τον οποίο αγάπησε πολύ από παιδί και Δόξασε σε όλη την ζωή του , το ξημέρωμα της 9ης Νοεμβρίου στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών, στην ηλικία των 74 ετών, μετά από νοσηλεία για την χρόνια ασθένεια του καρκίνου του προστάτη. Αμέσως φάνηκαν τα σημάδια της αγιότητά του, αφού το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευώδες μύρο έκβλιζε από το πρόσωπό του.

Το δωμάτιο στο οποίο νοσηλευόταν στον δεύτερο όροφο του Αρεταίειου Νοσοκομείου, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό, που κοσμείται από εικόνες και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο, καθώς επίσης και μία καντήλα καίει μπροστά στην εικόνα του ως ακοίμητος φρουρός για την προστασία των ασθενών. Όταν άρχισαν να ετοιμάζουν τον Άγιο Νεκτάριο για τα περαιτέρω, η μοναχή Ευφημία άφησε πρόχειρα την φανέλα που φορούσε ο Άγιος, στο διπλανό κρεβάτι από τον Άγιο Νεκτάριο, όπου νοσηλευόταν ένας παραπληγικός άνθρωπος με αναπηρία στα κάτω άκρα που δεν μπορούσε να περπατήσει. Μόλις τον ακούμπησε τον παραπληγικό άνθρωπο η φανέλα του Αγίου, ο ασθενής σηκώθηκε ω του θαύματος και περπάτησε! Στην συνέχεια συμβαίνει ένα ακόμη θαυμαστό γεγονός, μία από τις νοσοκόμες που έδωσαν τις τελευταίες φροντίδες στον Άγιο Νεκτάριο, ο άντρας της έπασχε από ανίατη ασθένεια, σκούπισε αυτή με ένα βαμβάκι λίγο μύρο από το μέτωπο του Αγίου και επάλειψε με αυτό τον ασθενή άντρα της, ο οποίος θεραπεύτηκε αμέσως και παρευρέθηκε κατόπιν στην νεκρώσιμη ακολουθία του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οι γάζες που αφαίρεσαν από το Ιερό σκήνωμα του Αγίου Νεκτάριου, ευωδίαζαν, και γι’ αυτόν τον λόγο οι νοσοκόμες δεν τις έριξαν στον κλίβανο ως είθισται αλλά τις έθαψαν. Τα νέα αυτά τα θαυμαστά όπως ήταν φυσικό διαδόθηκαν στο νοσοκομείο αρχικά και έπειτα σε όλο τον κόσμο.

Οι μοναχές, οι μαθητές του και όλοι οι Χριστιανοί που τον είχαν γνωρίσει θρηνούσαν για την απώλεια του πράου και σπλαγχνικού μαθητή του Χριστού, που όλη του τη ζωή υπέστη διώξεις, συκοφαντίες και άδικες κατηγορίες παίρνοντας ως τύπο και υπογραμμό του «Τα Θεία Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Καθώς έφθανε το τίμιο λείψανο του Αγίου Νεκταρίου στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά πλήθη κόσμου συνέρρεαν για να προσκυνήσουν τον Άγιο Νεκτάριο και να δούνε τον ιδρώτα που έβγαινε από το άγιο πρόσωπό του και μύριζε τόσο όμορφα. Επίσης θαυμαστό είναι το γεγονός πως κατά την μεταφορά του Αγίου λειψάνου του, αυτό δεν είχε βάρος. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του στην Αίγινα με το καραβάκι «Πτερωτή», όπου εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη εν συνεχεία εν συρροή κλήρου και λαού.

Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα και το ποίμνιο του Αγίου Νεκταρίου έκλαιγε καθώς αποχαιρετούσε τον άνθρωπο που τόσο αγαπούσε. Όταν η ιερά πομπή έφθασε στην Ιερά Μονή όπου θα γινόταν η ταφή του, ο ιερομόναχος Σάββας και μετέπειτα Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Άγιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω, επιχείρησε να του φορέσει το πετραχήλι και το ωμοφόριο. Τότε ο Άγιος Νεκτάριος έσκυψε το κεφάλι, όπως έκανε πάντα όταν ήταν εν ζωή και να επανέρχεται κατόπιν στην θέση του. Έπειτα από την ταφή του Αγίου Νεκταρίου, επί τρεις συνεχείς ημέρες οι αδελφές της Μονής στην Αίγινα, άκουγαν συνομιλίες από τον τάφο του Αγίου Νεκταρίου, όταν έπειτα πλησίασαν είδαν εκεί έκπληκτες τον Όσιο Σάββα που διακόνησε τον Άγιο Νεκτάριο τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του , να συνομιλεί με τον Άγιο Νεκτάριο. Μετά από αυτό το γεγονός ο Όσιος Σάββας έμεινε έγκλειστος στο κελί του για σαράντα ημέρες. Κατά την τεσσαρακοστή ημέρα εξήλθε του κελιού, κρατώντας στα χέρια του μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, την οποία έδωσε στην ηγουμένη με την εντολή να την τοποθετήσει στο προσκυνητάρι.

Η ηγουμένη τότε του απάντησε πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει διότι ο Επίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος δεν είχε αναγνωριστεί ως Άγιος επίσημα από την Εκκλησία και πως μία τέτοια ενέργεια να έθετε την Μονή σε διωγμό. Τότε ο Όσιος Σάββας της είπε επιτακτικά «Οφείλεις να κάνεις υπακοή. Να πάρεις την εικόνα, να την βάλεις στο προσκυνητάρι και τις βουλές του Θεού να μην τις περιεργάζεσαι». Ο τάφος του Αγίου Νεκταρίου ανοίχθηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια όπου για 30 έτη το σώμα του ήταν «σώον καί αδιάφθορον εκχέον τήν άρρητον ευωδίαν τής αγιότητος ώς μυροθήκη τού Αγίου Πνεύματος. Αλλ’ ύστερον διελύθη κρίμασιν οίς οίδεν ό Θεός, ώς διελύθησαν πολλά αδιάφθορα λείψανα αγίων». Στις 3 Σεπτεμβρίου του έτους 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτα λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου, με μία άρρητη ευωδία να πλημμυρίζει την περιοχή. Στις 20 Απριλίου του έτους 1961 με την υπ’ αριθμόν 260/20 Απριλίου 1961 πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου διακηρύχθηκε επίσημα Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο Επίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος, επί Πατριαρχείας του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Αθηναγόρα, μετά την εισήγηση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος την ευθύνη της οποίας είχε ο μακαριστός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμων ο Α’.

Η ιερά μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 9 Νοεμβρίου εκάστου έτους, την ημέρα της κοιμήσεώς του. Το έτος 1932 ο Αθωνίτης υμνογράφους μοναχός και μετέπειτα Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας (1901-1991), είχε συνθέσει την ακολουθία του Αγίου Νεκταρίου του επισκόπου Πενταπόλεως καθώς επίσης και τον παρακλητικό του κανόνα.

Σήμερα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο Χριστιανικό Κόσμο, υπάρχουν εκατοντάδες ιεροί ναοί που τιμώνται στο όνομα του Αγίου Νεκταρίου, του Αγίου της αγάπης, της υπόμονής και της συγγνώμης. Χιλιάδες τα τάματα των πιστών ανθρώπων που ζητούν την μεσιτεία του, αμέτρητα τα θαύματα που διαλαλούν την αγιότητά του που συνδυάζεται με την Χάρη της θαυματουργίας και την Ορθόδοξη διδασκαλία. Ο γλυκός, ο πράος, ο μειλίχιος, ο ανεξίκακος, ο ταπεινός Άγιος του 20ου αιώνα, λαμβάνοντας χάρη από τον Κύριο της Δόξης παρέχει βοήθεια σε κάθε άνθρωπο που τον επικαλείται με θέρμη. Το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου στο νησί της Αίγινας αποτελεί σημείο αναφοράς για τον Ορθόδοξο Χριστιανικό Κόσμο που από τότε έως σήμερα ακτινοβολεί.

Η τίμια καρά και τα ιερά λείψανα του Αγίου Νεκταρίου φυλάσσονται στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος που ίδρυσε ο ίδιος στην Αίγινα. Στο ομώνυμο προσκύνημα Καμάριζας Λαυρίου βρίσκεται ένας αστράγαλος του Αγίου και επίσης στο ομώνυμο προσκύνημα Χανίων Κρήτης βρίσκεται ένας σπόνδυλος του Αγίου προς προσκύνηση και ευλογία των πιστών Χριστιανών. Στο νησί της Αίγινας ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής είναι ο νέος Ιερός Ναός του Αγίου Νεκταρίου, πιο κάτω από την Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος τον οποίον ανήγειρε ο μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεος. Θεμελιώθηκε το έτος 1973 και εγκαινιάστηκε το έτος 1994. Πρόκειται για ένα κόσμημα αρχιτεκτονικής και ευλαβείας.

Ο Άγιος Νεκτάριος ως ένας χαρισματούχος πνευματικός με αγνή πίστη, αμέσως αποσπούσε την εμπιστοσύνη του εξομολογουμένου, ενώ αυτόπτης μάρτυς έχει αναφέρει ότι τον είδε να εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, να φοράει το πετραχήλι του, να πηγαίνει και να ασπάζεται τον Εσταυρωμένο και να κλαίει. Εβδομήντα εφτά χρόνια μετά την κοίμηση του Αγίου Νεκταρίου, ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος Ζ’ και η περί αυτού Ιερά Σύνοδος, στις 15 Ιανουαρίου του έτους 1998, κατά την διάρκεια Συνοδικής Συνεδρίας και μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, του ζήτησαν του Αγίου συγγνώμη εκ μέρους της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας θέλοντας να αποκαταστήσουν τη διασαλευθείσα κανονική τάξη και το τρωθέν κύρος των τότε προκατόχων τους. Η «διαγνώμη» (συγγνώμη) είναι γραμμένη σε πάπυρο με καλλιγραφικά και βυζαντινά γράμματα και τοποθετημένη στο υπνοδωμάτιο του Αγίου Νεκταρίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Αίγινας.

Η παρουσία του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα συνδέθηκε με δύο θαυμαστά γεγονότα που τον κατέστησαν άμεσα λαοφιλή . Αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο, κάτι που μαθεύτηκε πολύ γρήγορα στον κόσμο. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφθηκαν τον Άγιο, ζητώντας τον να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό , διότι είχε τρία χρόνια να βρέξει στο νησί, με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο Άγιος με σύσσωμη την παρουσία των νησιωτών λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει. Γεγονότα που εκλήφθησαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες.

Ακόμη ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη όταν ο Άγιος Νεκτάριος ήταν νέος και ταξίδεψε στην γενέτειρά του κατά την διάρκεια φοβερής τρικυμίας κατάφερε να βαστάξει το σπασμένο κατάρτι και να προστατέψει τον εαυτό του και τους συνεπιβάτες του με αδιάκοπες προσευχές και δεήσεις στον Θεό. Εκείνη την στιγμή έβγαλε την ζώνη του και την έδεσε στο πανί του σκάφους, προσευχήθηκε έπειτα λέγοντας «Θεέ μου, σώσε με, να σπουδάσω να γίνω θεολόγος, για να αποστομώσω αυτούς που υβρίζουν το Θείο Σου Όνομα». Το θαύμα έγινε, ο άνεμος κόπασε και το πλοίο έφτασε στον προορισμό του με όλους τους επιβάτες του σώους χάρη στην παρέμβαση και την προσευχή του Αγίου Νεκταρίου όταν ήταν σε ηλικία περίπου είκοσι ετών, το οποίο ήταν και το πρώτο θαύμα του Αγίου. Στο ίδιο ή σε κάποιο άλλο ταξίδι, καθώς βρισκόταν πάνω στο πλοίο, έσκυψε πάνω από την κουπαστή. Τότε, κόπηκε η αλυσίδα που είχε περασμένο τον Σταυρό που του είχε χαρίσει η γιαγιά του, όταν έφυγε από την Σηλυβρία, και ο Σταυρός έπεσε στην θάλασσα.

Ο Άγιος λυπήθηκε πολύ και άρχισε να προσεύχεται. Ξαφνικά, άρχισαν να ακούγονται παράξενοι χτύποι στα ύφαλα του πλοίου. Το πλήρωμα ανησύχησε πολύ και έψαξε να βρει από πού προέρχονται οι χτύποι. Μη βρίσκοντας κάτι, το ταξίδι συνεχίστηκε. Όταν το πλοίο έφθασε στον προορισμό του, οι χτύποι ξανάρχισαν να ακούγονται και οι ναύτες με μία βάρκα πήγαν να εξετάσουν το πλοίο εξωτερικά. Ώ του θαύματος οι χτύποι προέρχονταν από το σημείο που ο ξύλινος Σταυρός του Αγίου Νεκταρίου είχε κολλήσει στα ύφαλα!

Σε μία κοινωνία που προβάλλει αλλοτριωμένα πρότυπα ζωής και δημιουργεί δευτερογενείς πλασματικές ανάγκες ο Επίσκοπος Πενταπόλεως Άγιος Νεκτάριος ανοίγει δρόμους, στήνει γέφυρες επικοινωνίας και παιδαγωγικής, προβληματίζει, οδηγεί και καθοδηγεί πνευματικά τους νεότερους στον δρόμο του θρησκευτικού και εθνικού χρέους. Οι πνευματικές του παρακαταθήκες είναι ένα ολόκληρο πλαίσιο αρχών που αποτελούν οδηγό συμπεριφοράς για όλους μας. Μία παρακαταθήκη που μεταφράζεται σε εκκλησιαστικό ήθος, παιδαγωγικό φρόνημα και πνευματική καθοδήγηση, σεβασμό στην παράδοση και τις αξίες του Γένους, αγάπη μέχρι θυσίας για την Εκκλησία του Χριστού, την Ορθόδοξη πίστη και την πατρίδα, με σκοπό την ενημέρωση και την πνευματική οικοδομή του λαού του Θεού.

Ο Άγιος Νεκτάριος με την άπειρη αγάπη του για τον Θεό και τους ανθρώπους ας περιβάλλει και εμάς και ας προσευχηθούμε να μας έχει στην προστασία του, να μας οδηγεί στον δρόμο του καλού και του αγαθού, να μας εμπνέει, να μας ζωογονεί και να μας παρακινεί η αγιότητά του. Όπως το φως λάμπει και φωτίζει τον κόσμο, έτσι και η ακτινοβολία της εξαγιασμένης μορφής του είλκυσε ως μαγνήτης κοντά του πλήθος ανθρώπων, πλούσιους και φτωχούς, ανθρώπους του μόχθου αλλά και και μεγάλες προσωπικότητες που όλοι βρήκαν στο πρόσωπό του τον στοργικό πατέρα. Άφησε δυσαναπλήρωτο κενό επί της γης. Δίκαια η Ορθόδοξος Εκκλησία του Χριστού τον τοποθέτησε πλησίον των Αποστόλων, των Ευαγγελιστών και των Μεγάλων Πατέρων. Το φωτεινό παράδειγμα του βίου και του έργου του Αγίου Νεκταρίου ας αποτελέσει στην διαχρονική πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ιδιαίτερα στους σημερινούς δύσκολους καιρούς σημείο αναφοράς και πρότυπο για όλους τους Χριστιανούς. Η χάρις του και οι πρεσβείες του ας μας συνοδεύουν για πάντα στη ζωή μας.

Όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιο του Αγίου Νεκταρίου «Σηλυβρίας τόν γόνον καί Αιγίνης τον έφορον, τόν εσχάτοις χρόνοις φανέντα αρετής φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ώς ένθεον θεράποντα Χριστού, αναβλύζει γάρ ιάσεις παντοδαπάς, τοίς ευλαβώς κραυγάζουσι. Δόξα τώ σέ δοξάσαντι Χριστώ, Δόξα τώ σέ θαυματώσαντι, Δόξα τώ ενεργούντι διά σού πάσιν ιάματα».

TAGS:
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ