Δύσκολες ώρες περνά ο Αντώνης Κανάκης καθώς έφυγε από τη ζωή ένας πολύ αγαπημένος του φίλος. Ο γνωστός παρουσιαστής θέλησε να μοιραστεί τη θλίψη του μέσα από τα social media με ένα μακροσκελές και συγκινητικό κείμενο το βράδυ της Κυριακής.
Πιο αναλυτικά, μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, ο Αντώνης Κανάκης προχώρησε σε μια μακροσκελή δημοσίευση και θέλησε να γράψει λίγα λόγια για τον καλό του φίλο, Γιάννη που έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές μέρες.
«Είναι μερικά φιλαράκια στις ζωές μας, τα οποία ήρθαν σχεδόν ουρανοκατέβατα. Δεν υπήρξε καμία πρακτική συνθήκη που μας ένωσε μαζί τους. Δεν ήμασταν συμμαθητές, γείτονες, οικογενειακοί φίλοι, συνάδελφοι κτλ. Απλά έτυχε να γνωριστούμε κάπου και ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, όσο παράξενο και αν ακούγεται αυτό στο πλαίσιο μιας φιλίας. Η χημεία ήταν τόσο δυνατή και άμεση, που ήταν λες και ήμασταν χρόνια οι καλύτεροι φίλοι, κάτι που τελικά έγινε πραγματικότητα. Γίναμε πραγματικοί φίλοι για πολλά πολλά χρόνια. Για μια ολόκληρη ζωή. Για μένα μία από τις λίγες και πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιου φίλου είναι ο Γιάννης. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80 γνωριστήκαμε και γίναμε φιλαράκια ακαριαία. Περάσαμε πολλά, ωραία, ανέμελα, νεανικά χρόνια παρέα. Γελάσαμε πολύ, διασκεδάσαμε πολύ, αλητέψαμε, ξενυχτήσαμε, άλλες φορές πίνοντας και άλλες συζητώντας και άλλες και τα δύο μαζί. Μετά η ζωή χώρισε τους δρόμους μας, βρεθήκαμε σε άλλες πόλεις, αλλά ποτέ δεν χάσαμε επαφή και στα τυπικά και στα ουσιαστικά και στα καλά και στα άσχημα. Ταλαιπωρήθηκε πολύ ο φίλος μου. Κάποια στιγμή από υπερβολική δόση στιγμιαίας βλακείας έμπλεξε. Βρέθηκε στο πιο σκληρό μέρος όπου δεν είχε καμία θέση και έκανε την ποινή του με θάρρος και αξιοπρέπεια. Το άφησε πίσω του και δεν κοίταξε ξανά ούτε μια στιγμή.
Μετά όμως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Προσπάθησε πολύ και έκανε πάντα ότι μπορούσε για να μην επιβαρύνει κανέναν. Μόνο όταν έφτασε μια δυο φορές στο απροχώρητο, με υπερβολική συστολή και αξιοπρέπεια, χρειάστηκε να ζητήσει βοήθεια, την οποία ξεπλήρωνε πάντα πάση θυσία. Πριν από ενάμιση μήνα περίπου, μου έστειλε ένα mail που τότε με συγκίνησε, αλλά τώρα με κάνει και τα χάνω. Στο mail αυτό μου έγραψε πόσο με αγαπάει και πόσο με ευχαριστεί που στις δύσκολες στιγμές ήμουν πάντα εκεί γι’ αυτόν. Μου έγραψε ότι πολλά χρόνια τώρα ήθελε να μου τα πει αυτά αλλά ντρεπόταν. Στο mail έβαλε τίτλο: «ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ 1989-2023». Τρεις ημέρες πριν έλαβα ένα sms από έναν άγνωστο αριθμό. Η φίλη του η Νικολέττα που δεν γνώριζα, μου έγραψε ότι ο Γιάννης έφυγε πριν δύο ώρες από τη ζωή ύστερα από οχτώ ημέρες στην εντατική και ότι ήμουν ένας από εκείνους που ήθελε να με ενημερώσουν.
Από εκείνη τη στιγμή, ο εγκέφαλός μου προσπαθεί να εμπεδώσει τα νέα αυτά. Νομίζω πως αρνούμαι και νομίζω πως καλά κάνω και αρνούμαι. Μερικές ώρες πριν, σήμερα Κυριακή, έγινε η κηδεία του. Με πολλή δυσκολία δεν πήγα. Εκτός από το ότι έχω αρχίσει να μην αντέχω να αποχαιρετώ ανθρώπους μου, αυτό που επικράτησε μέσα μου, ήταν ότι σε καμιά περίπτωση δεν ήθελα να σφηνωθεί στο μυαλό μου η εικόνα του Γιάννη στο φέρετρο ή να τον κατεβάζουν στο χώμα. Δεν έχει καμιά δουλειά εκεί. Όταν σκέφτομαι τον Γιάνναρό μου, τον παλίκαρο αυτόν, τον γίγαντα με τη ψυχή μικρού παιδιού, θέλω να μας σκέφτομαι όπως ήμασταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 90, είκοσι δύο χρονών αντράκια, σε ένα καλοκαιρινό club της πόλης, λίγο πριν το κλείσιμο, τα δυο μας, στην κοσμάρα μας, λίγο πιωμένοι, τέρμα ευτυχισμένοι, καλά φιλαράκια, να χορεύουμε τη ζωντανή εκτέλεση του “Sympathy For The Devil” σαν να μην υπάρχει αύριο…
Ξέρω πολύ καλά ότι εκείνη τη δεδομένη στιγμή, στον ασήμαντο χρόνο των ανθρώπινων ζωών μας, όπως και εγώ, έτσι και ο φίλος μου ήταν απόλυτα ευτυχισμένος. Και είμαι σίγουρος πως όταν περνούσε δύσκολα, στιγμές σαν και αυτές τον κρατούσαν ζωντανό. Όπως ακριβώς τον κρατάνε τώρα και για πάντα, ζωντανό μέσα μου».