Τα φίδια κάνουν την εμφάνισή τους το καλοκαίρι, στην Ελλάδα όχι μόνο στην ύπαιθρο, αλλά και μέσα στις πόλεις και εγκυμονούν πολλούς κινδύνους με το τσίμπημά τους για τους ανθρώπους.
Στην Ελλάδα, τα επικίνδυνα φίδια είναι οι έχιδνες (οχιές), ενώ στα νοσοκομεία χρησιμοποιείται ενίοτε ένας ήπιος αντιεχιδνικός ορός, (Serum Antivipera) Ιταλικής παραγωγής, ως αντίδοτο, αλλά σταδιακά τείνει να καταργηθεί λόγω παρενεργειών.
Απ’ όλα τα φίδια που υπάρχουν στον κόσμο, το 10% είναι δηλητηριώδη. Στη χώρα μας (και στην Ευρώπη) τα δηλητηριώδη φίδια είναι 4-5 είδη έχιδνας (οχιάς), όπως αναφέρει το Κέντρο Δηλητηριάσεων.
Τα δαγκώματα από δηλητηριώδη φίδια είναι επικίνδυνα και πολλές φορές θανατηφόρα, ενώ το τσίμπημα της οχιάς αναγνωρίζεται από τα δύο σημαδάκια που αφήνει.
Σύμφωνα με το εγχειρίδιο πρώτων βοηθειών του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ), η βαρύτητα της δηλητηρίασης εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, όπως η ηλικία, η γενική κατάσταση της υγείας, η θέση και το βάθος του δήγματος.
Ρόλο παίζει επίσης το μέγεθος του φιδιού και το αν μετακινήθηκε ή όχι το θύμα.
Οι επιδράσεις των δηλητηρίων των φιδιών χωρίζονται σε δυο κατηγορίες:
Στα τοπικά συμπτώματα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται πόνος, οίδημα, μελανιές και φυσαλίδες που επεκτείνονται μέσα σε λίγες ώρες. Οι φυσαλίδες μπορεί να επιμολυνθούν από μικρόβια και να εξελιχθούν σε γάγγραινα.
Στα γενικευμένα συμπτώματα. Εκδηλώνονται σε περίπτωση που απορροφηθεί το δηλητήριο και είναι τα πιο ανησυχητικά. Συμπεριλαμβάνουν έμετο, αδυναμία, ζάλη, ρίγος με πυρετό, εφιδρώσεις και αιμορραγικές εκδηλώσεις. Επίσης μπορεί να παρατηρηθούν ταχυκαρδία, υπόταση, shock, πνευμονικό οίδημα και οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Πρώτο μέλημα μετά το δάγκωμα είναι να ακινητοποιηθεί το θύμα, για να μην μπει το δηλητήριο στην κυκλοφορία του αίματος. Το ΕΚΑΒ συνιστά τα εξής:
Όχι περπάτημα.
Καθησυχασμός του θύματος.
Αφαίρεση κοσμημάτων και στενών ρούχων (π.χ. κάλτσα), πριν αρχίσει το οίδημα.
Ακινητοποίηση του άκρου (όπου συνέβη το δάγκωμα) σε θέση χαμηλότερη από το ύψος της καρδιάς.
Καθαρισμός της πληγής με νερό και σαπούνι.
Όχι πάγος στο τραύμα.
Όχι ίσχαιμος περίδεση. Η σύσταση να δένουμε σφιχτά με έναν επίδεσμο ή ύφασμα το μέλος πιο ψηλά από το σημείο της πληγής, για να εμποδίσουμε τη διάχυση του δηλητηρίου, είναι λανθασμένη.
Όχι χορήγηση καφέ και αλκοόλ.
Όχι σύλληψη του φιδιού. Προσπαθήστε να απομνημονεύσετε το χρώμα και το σχήμα του φιδιού, για να το περιγράψετε στους γιατρούς.
Διακομιδή στο νοσοκομείο.
Μετά από το δάγκωμα φιδιού, χρειάζεται να γίνει αντιτετανικός ορός. Αντιοφικός ορός γίνεται μόνο στο νοσοκομείο και δεν είναι πάντοτε απαραίτητος, αναφέρεται στο εγχειρίδιο του ΕΚΑΒ.
Επιπλέον, η χορήγηση αντιοφικού ορού μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση ή ακόμα και αναφυλαξία σε άτομα που είναι αλλεργικά.
Σημειώνεται ότι το Κέντρο Δηλητηριάσεων αποτελεί τμήμα του Παθολογικού Τομέα του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών «Παναγιώτη & Αγλαΐας Κυριακού».
Λειτουργεί όλες τις ημέρες και ώρες, δίνοντας πληροφορίες και οδηγίες στο τηλέφωνο 210 77.93.777.
Στην Ελλάδα, από τα περίπου 70 είδη ερπετών που μπορεί να συναντήσει κανείς, μόνο 7 φέρουν δηλητήριο και είναι όλα τους είδη φιδιών. Τα 5 ανήκουν στην οικογένεια των Εχιδνιδών (Οχιές) και είναι σωληνόγλυφα¹ με σχετικά ισχυρό δηλητήριο, ενώ τα υπόλοιπα 2 στην οικογένεια των Κολουβρίδων και είναι οπισθόγλυφα με ασθενές δηλητήριο, ακίνδυνα για τον άνθρωπο.
Συνολικά στη χώρας μας υπάρχουν 23 διαφορετικά είδη φιδιών. Τα φίδια της οικογένειας των Εχιδνιδών (Viperidae) δεν απαντούν ποτέ όλα μαζί στο ίδιο μέρος, αλλά έχουν διαφορετική εξάπλωση ανά την ελληνική επικράτεια και είναι τα εξής:
Οχιά – Vipera ammodytes
Οθωμανική Οχιά – Montivipera xanthina
Οχιά της Μήλου – Macrovipera schweizeri
Αστρίτης – Vipera berus
Νανόχεντρα – Vipera ursinii
Σαπίτης – Malpolon insignitus
Αγιόφιδο – Telescopus fallax
Από τα υπόλοιπα ερπετά κανένα άλλο δεν φέρει δηλητήριο, είτε πρόκειται για φίδι, σαύρα, χελώνα ή αμφίσβαινα και είναι όλα τους απολύτως ακίνδυνα για τον άνθρωπο.
Πολλοί είναι οι μύθοι που ακούγονται γύρω από την επικινδυνότητα των δηλητηριωδών φιδιών και πως ένα δάγκωμα Οχιάς μπορεί να σκοτώσει έναν άνθρωπο μέσα σε λίγα λεπτά.
Η επικινδυνότητα ενός δαγκώματος με έγχυση εξαρτάται από την ισχύ και την τοξικότητα του δηλητηρίου καθώς και από τη συγκέντρωση αυτού στο σώμα του θύματος. Επομένως, η ποσότητα του δηλητηρίου αλλά και το βάρος και η ηλικία του θύματος αποτελούν σημαντικούς παράγοντες (η ποσότητα εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος του φιδιού, αλλά ελέγχεται και από το ίδιο το φίδι).
Στο ενδεχόμενο δαγκώματος από οποιαδήποτε Έχιδνίδα της χώρας μας και εφόσον έχει γίνει έγχυση δηλητηρίου από το φίδι, το άτομο που δέχθηκε το δάγκωμα κινδυνεύει να νοσήσει σοβαρά, μόνο στην περίπτωση που αυτό δεν διακομιστεί σε κάποιο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες εντός των επομένων ωρών, αλλά αντί αυτού αποφύγει την νοσηλεία ή/και χρησιμοποιήσει «γιατροσόφια» και μη έγκυρες τεχνικές θεραπείας. Σε μία τέτοια περίπτωση μη-νοσηλείας σαν την τελευταία, η υγεία του ατόμου διατρέχει κίνδυνο και υπάρχουν πιθανότητες ο ασθενής να χάσει μέχρι και τη ζωή του στα επόμενα εικοσιτετράωρα.
Οι Οχιές είναι αργά φίδια, γι’αυτό και αν νιώσουν απειλή η πρώτη τους αντίδραση είναι να μείνουν ακίνητες προσπαθώντας έτσι να μη γίνουν αντιληπτές. Εάν νιώσουν πως έγιναν αντιληπτές θα προσπαθήσουν να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Στην περίπτωση που τις πλησιάσει κάποιος αρκετά αρχίζουν να συρίζουν δυνατά (συριγμός) και κουλουριάζονται σε θέση άμυνας, έχοντας στραμμένο το κεφάλι τους προς την απειλή, είτε πρόκειται για άνθρωπο, είτε ζώο, προειδοποιώντας και είναι έτοιμες να χρησιμοποιήσουν την έσχατη άμυνά τους, το δάγκωμα, εάν τις πλησιάσουν σε απόσταση λιγότερη του μισού μέτρου.
Παρά τους μύθους που κυκλοφορούν, οι Οχιές δεν θα επιτεθούν ποτέ εάν κάποιος δεν τις αρπάξει ή έρθει τόσο κοντά, εάν δεν νιώσουν δηλαδή άμεση απειλή για την ζωή τους. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση που κάποιος θα τις πλησιάσει στην επικίνδυνη απόσταση των μερικών 10άδων εκατοστών, οι Οχιές, κατά μεγάλο ποσοστό των πιθανοτήτων, θα δαγκώσουν «στεγνά», δηλαδή χωρίς έγχυση δηλητηρίου, ως προειδοποίηση και μόνο.
Από τα 5 είδη Οχιάς της χώρας μας η Νανόχεντρα (Vipera ursinii) φέρει το πιο ασθενές δηλητήριο, που σε συνδυασμό με το μικρό του μεγέθους της καθίσταται η λιγότερο επικίνδυνη Οχιά. Παρ’όλα αυτά, ένα δάγκωμα της συνιστάται να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με ιατρική περίθαλψη σε κέντρο πρώτων βοηθειών.
Τα υπόλοιπα 2 είδη δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας των Κολουβρίδων (Colubridae), φέρουν ασθενές δηλητήριο, που σε συνδυασμό με την θέση που έχουν στην στοματική κοιλότητα τα δόντια που το εκχέουν, καθίστανται ακίνδυνα για τον άνθρωπο, ανίκανα να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στον οργανισμό, ακόμα και αν καταφέρουν έγχυση.
Ανάμεσα στα δύο αυτά φίδια, το Αγιόφιδο φέρει το πιο ασθενές δηλητήριο αλλά είναι και το λιγότερο επιθετικό αν πιαστεί, που σημαίνει ότι πολύ σπάνια θα δαγκώσει, ενώ ο Σαπίτης διακρίνεται από σθεναρή άμυνα αν πιαστεί ή απειληθεί και το δηλητήριο ενός μεγάλου ατόμου (μεγάλη ποσότητα δηλητηρίου) μπορεί να προκαλέσει πόνο, τοπικό πρήξιμο και ίσως κάποια άλλα ελάσσονα συμπτώματα σε ευαίσθητα άτομα.
Τα συμπτώματα αυτά συνήθως υποχωρούν μετά από μερικές ώρες, χωρίς ιατρική αγωγή. Από τα δύο αυτά οπισθόγλυφα είδη δεν έχει καταγραφεί ποτέ κάποια περίπτωση που να χρήζει νοσοκομειακής εισαγωγής.
Όλα τα είδη ερπετών, αμφιβίων ή αρθρόποδων που φέρουν δηλητήριο, είτε αυτά θεωρούνται επικίνδυνα, είτε όχι, μπορούν να προκαλέσουν έντονα συμπτώματα σε αλλεργικά άτομα.
Σε κάθε περίπτωση, όταν υπάρχουν συμπτώματα πόνου και οιδήματος (πρήξιμο) ή επικίνδυνα συμπτώματα μετά από δάγκωμα φιδιού, συνιστάται η μεταφορά σε κέντρο πρώτων βοηθειών.
Γενικά, τα δηλητηριώδη φίδια της χώρας μας δεν θεωρούνται τόσο επικίνδυνα, όσο φημολογείται πως είναι. Είναι χαρακτηριστικό πως η θνησιμότητα από δήγματα δηλητηριωδών φιδιών στην χώρα μας έχει σχεδόν εκμηδενιστεί εδώ και μερικές δεκαετίες αφού υπάρχουν πλέον οι ιατρικές γνώσεις και η εμπειρία για την κατάλληλη αντιμετώπισή τους.
Επίσης, είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις ανθρώπων που επισκέφτηκαν το νοσοκομείο αρκετές ημέρες μετά από δάγκωμα Οχιάς χωρίς περαιτέρω κίνδυνο της υγείας τους μετά την νοσηλεία.
Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις άτομα που δαγκώθηκαν και δεν επισκέφτηκαν ποτέ το νοσοκομείο, αλλά μόνο με μία ένεση αδρεναλίνης, απέφυγαν τον κίνδυνο (περιστατικό Stefan Dummermuth).
Τα φίδια και γενικότερα τα ερπετά επηρεάζονται από τις αγροτικές εργασίες. «Οι αγροτικές εργασίες συνεχίστηκαν κανονικά την περίοδο του lockdown, οπότε δεν μπορούμε να πούμε πως τα φίδια βρήκαν την ευκαιρία να ”κυκλοφορήσουν” πιο άνετα» εξηγεί και τονίζει πως η εμφάνισή τους επηρεάστηκε κατά κύριο λόγο από την αύξηση της θερμοκρασίας που έγινε αρκετά απότομα.
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή κυρίως από τον Απρίλιο μέχρι τον Μάιο, τα φίδια δραστηριοποιούνται έντονα για αναζήτηση τροφής και για λόγους αναπαραγωγής. Έτσι μπορεί να τα δει κανείς ακόμη και σε αστικές περιοχές.
Τα φίδια αναζητούν περιβάλλον δροσερό σαν κρυψώνα. Βγάζουμε, λοιπόν τις μεγάλες πέτρες από τον κήπο μας και τα ξύλα. Κόβουμε τα ψηλά χόρτα, κλαδεύουμε τις βάσεις των πυκνών θάμνων και φράζουμε όλες τις σχισμές και τις τρύπες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καταφύγιό τους.
Επίσης για να μην προσελκύσουμε γενικά τα τρωκτικά (ποντίκια, αρουραίους) αλλά και τα αρθρόποδα (γρύλους, ακρίδες κτλ) αποφεύγουμε να αφήνουμε εκτεθειμένες τροφές και αποφεύγουμε το φύτεμα καρποφόρων δέντρων που μπορεί να αποτελέσουν τροφή τους. Χρησιμοποιούμε επίσης απωθητικά οικολογικά ώστε να μην βλάψουμε το περιβάλλον και την υγεία μας.