Μια 36χρονη χήρα με δύο παιδιά εξομολογείται τη δική της ιστορία. Η άτυχη γυναίκα έχασε τον άντρα της ξαφνικά. Όμως, αποφάσισε να ξανασταθεί στα πόδια της κι ετοιμάζεται να φτιάξει εκ νέου τη ζωή της πέντε χρόνια μετά, έχοντας τη στήριξη των παιδιών της. Ωστόσο, δεν την στηρίζει η υπόλοιπη κοινωνία.
«Μια στιγμή αρκεί για να αλλάξει όλη σου η ζωή. Να γκρεμιστεί ο κόσμος σου κι εσύ να μοιάζεις χαμένη σε μια απέραντη έρημο που δεν βρίσκεις πουθενά την όαση σου. Απεγνωσμένη… Βλέπεις μόνο σκοτάδι και η άκρη του τούνελ για λίγο φως να μη φαίνεται πουθενά.
Έτσι, ένιωσα κι εγώ 5 χρόνια πριν όταν ο χρόνος σταμάτησε μετά το τηλεφώνημα στο γραφείο μου: ο άνδρας σου είναι στο νοσοκομείο. Έκλεισα το ακουστικό και από τότε όλα πάγωσαν. Ο άνδρας μου πέθανε ξαφνικά από ανεύρυσμα. Ήταν μόλις 37 χρόνων και εγώ 36 με ένα μωρό στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά μου.
Προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου τις στιγμές εκείνες και πονάω. Πονάει ακόμη η απώλειά του. «Ο χρόνος γιατρεύει, ο χρόνος απαλύνει τον πόνο», μου έλεγαν. Αλλά ακόμη και τώρα και που ετοιμάζομαι να παντρευτώ ξανά, ο πόνος της απώλειας είναι ο ίδιος.
36χρονη χήρα ετοιμάζεται να παντρευτεί ξανά, αλλά δεν ξεχνάει τον άντρα της που “έφυγε”
Πονάω που έχασα τον άντρα μου. Πονάω που δεν είναι κοντά μας. Πονάω που δεν βλέπει την κόρη μας και τον γιο μας να μεγαλώνουν. Αυτόν τον πόνο, τίποτε δεν τον αλλάζει. Και δεν θα τον αλλάξει, όσα χρόνια και αν περάσουν. Ακόμη και τώρα που ετοιμάζομαι να φτιάξω και πάλι τη ζωή μου.
Δυστυχώς οι γύρω μου, οι δικοί μου άνθρωποι αυτό δεν μπορούν να το δούνε. Δεν το καταλαβαίνουν. Λένε πως τον ξέχασα. Απορούν πότε πρόλαβα να τον ξεχάσω. Τρέμει η οικογένεια του άντρα μου πως τώρα οριστικά θα χάσουν τα εγγόνια τους. Ανησυχούν πώς θα μεγαλώσουν με έναν ξένο άντρα. Κλαίνε για τον γιο τους που τον «τρώει» το χώμα και η «άλλη», δηλαδή εγώ κάνει τη ζωή της κανονικά.
Ντρέπεται η δική μου οικογένειά που ξαναπαντρεύομαι τόσο γρήγορα γιατί ο καημός τους είναι τι θα πει ο κόσμος. Αχ, αυτός ο κόσμος. Μάλιστα…. Αυτός ο κόσμος που τον πρώτο καιρό με έβλεπε με λύπηση και ψευτοέκλαιγε για τα ορφανά. Και μετά τίποτα. Ή μάλλον όχι. Μέτραγε τις φορές που πήγαινα επίσκεψη στα πεθερικά. Και άμα λιγόστευαν, επινοούσαν προβλήματα και μου έριχναν το ανάθεμα.
Πού ήταν, όμως, αυτός ο κόσμος όταν γέννησα μόνη μου το παιδί μου; Που έτρεμα σαν το ψάρι μετά τον τοκετό κι έψαχνα απεγνωσμένα το χέρι του άντρα μου για να το σφίξω και νιώσω ασφάλεια; Που πήρα αγκαλιά το νεογέννητο μωρό μας και δεν τον είχα δίπλα να μοιραστούμε την χαρά;
Πού ήταν αυτός ο κόσμος όταν είχα το ένα παιδί άρρωστο και το άλλο στην αγκαλιά και ήμουνα μόνη; Πού ήταν αυτός ο κόσμος όταν περνούσα επιλόχειο κατάθλιψη; Πού ήταν όταν με έπιανε η απελπισία μου και δεν είχα μια αγκαλιά να χωθώ και να κλάψω; Πού ήταν όταν είχα ανάγκη από ένα τρυφερό χάδι, από ένα φιλί; Πού ήταν όταν έμεινα χωρίς δουλειά; Πουθενά. Κρυμμένοι σε γωνίες ήταν και περίμεναν κάθε μου κίνηση για να σχολιάσουν και να βγάλουν το δηλητήριό τους. Το ίδιο κάνουν και τώρα, αλλά δεν με νοιάζει.
Τον σύζυγό μου τον πένθησα, τον πενθώ και πάντα θα τον πενθώ. Αλλά έχω δύο μικρά παιδιά και τους οφείλω να είμαι ευτυχισμένη. Τους οφείλω να με βλέπουν να χαμογελώ αντί να κλαίω. Τους οφείλω να έχουμε στο σπίτι μας χαρές, γέλια και ασφάλεια και όχι μια μαυρίλα.
Έτσι, τέτοια μαυρίλα υπάρχει και στο σπίτι των πεθερικών μου. Έχασαν τον γιο τους και δεν υπάρχει τραγικότερο χτύπημα για έναν γονιό. Βυθίστηκαν στο πένθος και δεν θέλησαν ποτέ να βγούνε από αυτό. Σα να σφράγισαν το σπίτι για να μη μπει μέσα σε αυτό λίγη χαρά. Όμως, θέλησαν να βυθιστώ κι εγώ με τα παιδιά στο πένθος. Αλλά αυτό δεν γινόταν.
Όταν γνώρισα τον άντρα που πρόκειται να παντρευτώ, είχαν περάσει τρία χρόνια από την απώλεια. Όλα ήρθαν σιγά-σιγά και αβίαστα. Ποτέ δεν επιδίωξα να βρω άλλον άντρα ή να ερωτευτώ. Μου φαινόταν ακόμα και αδιανόητο. Έγινε χωρίς να το καταλάβω, από μόνο του, φυσικά.
Αυτός ο άνδρας μού έφερε πίσω το χαμένο χαμόγελο. Μου έδειξε την άκρη του τούνελ και είδα το φως. Δεν είναι η ασφάλεια που με έκανε να πάρω την απόφαση να παντρευτούμε. Πέντε χρόνια πάλευα μόνη μου. Έμαθα να στέκομαι στα πόδια μου, να νιώθω ασφάλεια με τον εαυτό μου. Να μην έχω ανάγκη κανέναν να μην εξαρτώμαι από κανέναν.
Όμως, δεν έμαθα πώς να χαμογελώ. Πώς να νιώθω ήρεμη. Μου τα έμαθε και πάλι ο άνδρας αυτός. Έφερε γαλήνη στην ψυχή μου. Αλλά το κυριότερο; Η παρουσία του, η καλοσύνη του και η αγάπη στα παιδιά μου, φώτισαν τα προσωπάκια τους. Τον αγαπούν και για εμένα αυτό είναι το παν.
Ετοιμάζομαι, λοιπόν, να παντρευτώ και πάλι. Κόντρα σε όλους, αλλά έχοντας στο πλευρό μου τα δύο μου παιδιά. Και ξέρω ότι από κάπου ψηλά κι εκείνος θα συμφωνεί με την απόφασή μου».