Ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης στις 24 Οκτωβρίου του 1963 τιμάται από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Την προηγούμενη νύχτα δεν κοιμήθηκα από την αγωνία», θα εκμυστηρευτεί στους δημοσιογράφους, που έσπευσαν το πρωί στο σπίτι του σπουδαίου ποιητή.
Ο Γιώργος Σεφέρης, λίγες εβδομάδες μετά, μπροστά από τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας θα πει: «Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση… Σας παρακαλώ, να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου. Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου».
Και τον έρωτα, λησμόνησε να αναφέρει ο ποιητής της Ελλάδας, που ο ίδιος τίμησε με πάθος και ορμή.
Ολόσωστη η λέξη «αντίφαση», που επέλεξε προσεκτικά ο Σεφέρης για ν’ αρχίσει την ομιλία του κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ.
Κι αν δεν είναι αντίφαση και αντινομία η παρακάτω επιστολή με την προσωπικότητα και την εικόνα του Γιώργου Σεφέρη, που οι περισσότεροι έχουμε στο νου μας, τότε τι είναι;
«…να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου»
«Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πώς σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ’ έχω φριχτά επιθυμήσει. Τί τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί ίσως, μ’ όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα. – Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία.
Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά.
Είμαι ελεεινά καυλ…νος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γ…σω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.
ΓΙΩΡΓΟΣ
Γράψε μου δυο λόγια μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου.»…
Η επιστολή παρατίθεται στην βιογραφία «Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Αγγελο» (εκδ. Ωκεανίδα) που υπογράφει ο καθηγητής της έδρας «Κοραής» στο Kings College του Λονδίνου, Ρόντρικ Μπίτον.
Είναι Σεπτέμβριος του 1940 – όπως καταγράφει ο βιογράφος στο βιβλίο του – έπειτα από ένα μακρύ καυτό καλοκαίρι γεμάτο επαγγελματικές, οικογενειακές και συναισθηματικές πιέσεις, που κρατούν σε απόσταση το ζευγάρι. Η η πτώση της Γαλλίας στα ναζιστικά στίφη τρομάζει ολόκληρη την Ευρώπη και ο Γιώργος Σεφέρης γράφει στη σύντροφό του, Μαρώ (Μαρίκα Λόντου – Σεφέρη), μια επιστολή άκρατης ερωτικής επιθυμίας!
«Ο Σεφέρης, πιθανότατα, δεν θα ήθελε να δημοσιοποιηθούν αυτές οι επιστολές, καθώς τον διακατείχε μια αυστηρή αντίληψη του δημόσιου ρόλου του ποιητή. Ωστόσο, δείχνουν ακριβώς ότι διέθετε μια αυθόρμητη, «ανθρώπινη» πλευρά που είναι δύσκολο ενίοτε να διακρίνει κανείς στην ποίησή του», γράφει ο Ρόντρικ Μπίτον.
Η ισχυρή και ωραία φωνή
Επίσης, ο Μπίτον επισημαίνει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: «…Τρέφω την ελπίδα ότι ο “βίος και πολιτεία” του Γιώργου Σεφέρη θα βοηθήσει να κάνει την ποίηση και τα άλλα κείμενά του πιο προσιτά σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Γιατί αυτό πιστεύω, και το πιστεύω ακράδαντα: ότι η “ισχυρή και ωραία φωνή” του Σεφέρη, όπως τη χαρακτήρισε ένας από τους πρώτους κριτικούς του βιβλίου αυτού, αξίζει ν’ ακουστεί, και πρέπει ν’ ακουστεί».
Και εκείνη η επιστολή, αυτό ακριβώς κάνει: ξεγυμνώνει τον αυστηρό στην όψη και στη γραφή λογοτέχνη, λειτουργεί σαν αντηχείο της «ισχυρής και ωραίας φωνής» του και τον παραδίδει «άνθρωπο» με σάρκα και οστά και πάθη και άκρατα ερωτικά συναισθήματα στις επόμενες γενιές, που οφείλουν να κοιτάξουν με διαφορετικό μάτι το προσεκτικά φιλοτεχνημένο από τον ίδιο «πορτρέτο» του.
Ο «δύσκολος» και «δυσνόητος» ποιητής του Βασιλιά της Ασίνης και του ποιήματος – γροθιά στη χούντα των συνταγματαρχών: Οι Γάτες τ’ Αϊ Νικόλα, γίνεται ακριβώς, μ’ εκείνη την επιστολή, ένας από «εμάς», τους θαμπωμένους από την ποίηση του, που δεν μπορούμε να κοιτάξουμε κατάματα τα νοήματά της. Ο Σεφέρης είναι άνθρωπος πάνω από όλα κι όσο κι αν προσπάθησε να κρατήσει κρυφή αυτή του την ιδιότητα, ένα γράμμα, δυο λέξεις και την αποκάλυψε πανηγυρικά.
«Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας και στα λατομεία της Σικελίας. Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Είδε τις φλέβες των ανθρώπων σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια· προσπάθησε να το τρυπήσει. Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι· ήρθε ο καιρός να τον σπαράξουν τα σκυλιά».
Αυτός ακριβώς ήταν ο Γιώργος Σεφέρης!
Υ.Γ: Κι απ’ την άλλη, σκεφτείτε ανέραστο τον Ελύτη, δίχως πάθη τον Καβάφη, στεγνό από ερωτική λαγνεία τον Εμπειρίκο… Ο έρωτας και τα πάθια του, τους σμίλεψαν ποιητές, όπως και τον Σεφέρη…
Ενας σπουδαίος με όλη τη σημασία της λέξεως ποιητής της Ελλάδας μας που απόλυτα δικαιολογημένα πήρε και το Νόμπελ λογοτεχνίας.