Θα μπορούσαν να έχουν οποιοδήποτε χρώμα αλλά τα φανάρια στους δρόμους έχουν καθιερωθεί με πράσινο, κίτρινο και κόκκινο χρώμα.
Τα φανάρια βρίσκονται σε κάθε γωνιά των πόλεων, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν πώς καθιερώθηκαν τα χρώματά τους.
Πολλά θα ήταν διαφορετικά στους δρόμους του πλανήτη και συγκεκριμένα στις διασταυρώσεις, εφόσον δεν είχαν εφευρεθεί οι φωτεινοί σηματοδότες. Τα γνωστά σε όλους μας φανάρια που ορίζουν πότε το όχημα πρέπει να σταματήσει και πότε να ξεκινήσει την πορεία του.
Γιατί τα φανάρια έχουν πράσινο, κίτρινο και κόκκινο χρώμα
Όπως παρατηρούμε καθημερινά, στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών και δη της Ευρώπης, οι λαμπτήρες φέρουν κατακόρυφη διάταξη. Στο πάνω μέρος βρίσκεται το κόκκινο, στη μέση το κίτρινο (το γνωρίζουμε ως πορτοκαλί) και στο κάτω άκρο υπάρχει το πράσινο. Για ποιο λόγο, όμως, έχουν επιλεχθεί τα προαναφερθέντα χρώματα και όχι – για παράδειγμα – το μπλε, το ροζ και το καφέ;
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι απαρχές της καθιέρωσης των εν λόγω χρωμάτων εντοπίζονται τη δεκαετία του 1830, όταν οι σιδηροδρομικές εταιρείες αποφάσισαν να δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα φωτισμού, για να ενημερώνουν τους μηχανικούς πότε αυτοί πρέπει να σταματήσουν και πότε να συνεχίσουν την πορεία τους.
Δεδομένου ότι το κόκκινο αποτελούσε το κατεξοχήν χρώμα για την αναγγελία κάποιου κινδύνου, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να υπαγορεύσει στους μηχανικούς να σταματήσουν. Από την άλλη, η εντολή για συνέχιση της πορείας δινόταν μέσω του άσπρου χρώματος, την ίδια ώρα που μέσω του πράσινου δινόταν προειδοποίηση.
Παρ’ όλα αυτά, το άσπρο χρώμα δεν κατάφερε να μακροημερεύσει, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι αποτέλεσε την πηγή… πολλών κακών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα σοβαρό τροχαίο μεταξύ αμαξοστοιχιών που σημειώθηκε το 1914.
Πώς καθιερώθηκε τα φανάρια να έχουν πράσινο, κίτρινο και κόκκινο χρώμα
Ένας κόκκινος φακός έπεσε από τον στύλο, αφήνοντας εκτεθειμένο το λευκό φως πίσω του (μην ξεχνάμε ότι μέχρι και σήμερα οι λαμπτήρες είναι όλοι λευκού χρώματος και ο χρωματισμός επιτυγχάνεται μέσω έγχρωμων φίλτρων). Ο οδηγός, λοιπόν, ενός τρένου ξεγελάστηκε από το άσπρο χρώμα, με αποτέλεσμα να συνεχίσει ακάθεκτος την πορεία του και να συγκρουστεί με ένα διερχόμενο τρένο.
Με το πέρασμα των ετών σημειώθηκαν και άλλα παρόμοια συμβάντα, γεγονός που κατέστησε επιτακτική την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της τριχρωμίας. Ως εκ τούτου, το πράσινο χρώμα ανέλαβε χρέη υπαγόρευσης συνέχισης πορείας, το κόκκινο συνέχισε να επιτάσσει τη διακοπή πορείας, ενώ για την προειδοποίηση των πολιτών φρόντιζε το κίτρινο χρώμα, δεδομένου ότι ξεχωρίζει εύκολα από τα υπόλοιπα δύο.
Το συγκεκριμένο χρωματικό μοτίβο υιοθετήθηκε και από τον πρώτο φωτεινό σηματοδότη που χρησιμοποιήθηκε για τη ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας, βρίσκοντας θέση έξω από τη Βρετανική Βουλή στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1868, μετά από πρωτοβουλία του μηχανικού τρένων J. P. Knight. Επρόκειτο για ένα ανακατασκευασμένο σιδηροδρομικό φανάρι, με σηματοφόρους βραχίονες.
Η εγκατάσταση του φαναριού επιτάθηκε από τα πολλά ατυχήματα που προκαλούσαν οι άμαξες, με τα άλογα να παρασέρνουν αρκετούς περαστικούς οι οποίοι επιχειρούσαν να διασχίσουν τον δρόμο.
Στην Ελλάδα ο πρώτος φωτεινός σηματοδότης εγκαταστάθηκε το καλοκαίρι του 1936 κατόπιν πρωτοβουλίας του τότε διοικητή της Τροχαίας στην Αθήνα, Αλέξανδρου Θεοφανίδη, ο οποίος είχε απογοητευτεί από το κλίμα ανομίας που επικρατούσε στους δρόμους της πρωτεύουσας.
Είναι τα χρώματα που έχει συνηθίσει το μάτι μας να βλέπει όταν οδηγάμε ή όταν περπατάμε και εάν τα αλλάζανε αλοίμονο μας.