Μαύρη μέρα η σημερινή αφού σαν σήμερα 14 Οκτωβρίου έφυγε από τη ζωή ο αμίμητος Βλάσσης Μπονάτσος.
Οταν μια ημέρα σαν σήμερα, στις 14 Οκτωβρίου 2004, έγινε γνωστή η είδηση πως ο Βλάσσης Μπονάτσος είχε πεθάνει, υπήρχαν πάρα πολλοί που ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και είπαν: «βρε τον άτιμο. Τι πήγε και σκάρωσε πάλι». Πίστεψαν πως ήταν μια από τις γνωστές του φάρσες. Από αυτές που έκανε είτε ο σόουμαν και παρουσιαστής, είτε σε φίλους για να γελάσουν στην παρέα. Από αυτές τις «φοβερές», τις «τρομερές», τις «πάρα πολύ ωραίες» φάρσες. Αλλά δεν ήταν. Ο «αιώνιος έφηβος» είχε φύγει από τη ζωή, τόσο ξαφνικά.
Γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1951 στην Αθήνα. Ο πατέρας του δικαστικός και η μητέρα του καθηγήτρια πιάνου. Μάλλον, από εκείνη πήρε το ταλέντο στη μουσική. Ο Βλάσσης Μπονάτσος «δαιμόνιος» και αεικίνητος ξεκίνησε από μικρή ηλικία να ασχολείται με τη μουσική. Το «Μπαμ», ωστόσο, έγινε το 1969 (σε ηλικία μόλις 18 ετών) όταν οι Νίκος ΔαΠΕρης, Νίκος ΛΟγοθέτης, Τάκης ΜΑρινάκης, Βλάσης ΜΠΟνάτσος, Γιάννης ΚΙΟΥρκτσόγλου, έφτιαξαν ένα συγκρότημα στο οποίο έδωσαν ένα περίεργο όνομα που μοιάζει με ξένη έκφραση αλλά δεν είναι παρά τα αρχικά γράμματα των επιθέτων τους!Τεράστια επιτυχία θεωρείται ακόμα και σήμερα ο «Γαρύφαλλος».
Για τον Μπονάτσο θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά. Όλα θα είχαν την αξία τους. Ένα, ωστόσο, περιστατικό ήταν αυτό που θα τον χαρακτήριζε. Αυτό το ένα περιστατικό είναι που αποκαλύπτει ποιος στην πραγματικότητα ο Μπονάτσος και πως μπορούσε να φέρει… τούμπα τον κόσμο για να πετύχει αυτό που ήθελε. Σε μια συναυλία των ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ στην ταραγμένη δεκαετία του 1970 και ενώ η εμφάνιση του συγκροτήματος βρισκόταν σε εξέλιξη, εμφανίστηκε η αστυνομία και θέλησε να τη διακόψει. Και όταν μιλάμε για εκείνη τη δεκαετία πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως η αστυνομία ήταν παντοδύναμη και οι αστυνομικοί δε σήκωναν πλάκα και χαβαλέ… Όταν, λοιπόν, ο αστυνομικός πλησίασε τον Μπονάτσο και του είπε «τέλος η συναυλία» ο τραγουδιστής του συγκροτήματος του είπε: «Έχουν μείνει δυο τραγούδια ακόμα, άσε μας να τα πούμε προκειμένου να πληρωθούμε και στο τέλος λέω μέχρι και τον εθνικό ύμνο»! Ο αστυνομικός τον άφησε και το συγκρότημα έπαιξε και παραπάνω αφού έμεινε στη σκηνή για περίπου μισή ώρα ακόμα.
Η καριέρα του Μπονάτσου ήταν γεμάτη επιτυχίες. Αν κάποιος έλεγε, ωστόσο, να κρατήσουμε μόνο δυο στιγμές ως τις πλέον κομβικές τότε αυτές θα ήταν ο ρόλος του ως «Τσε» στη θεατρική παράσταση «Εβίτα» με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη και βέβαια η συμμετοχή του στους θρυλικούς και αξεπέραστους «Απαράδεκτους». Ο ρόλος του «Τσε» στο θεατρικό στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν μια τεράστια επιτυχία και τον σημάδεψε και στα προσωπικά του αφού ανάμεσα σε εκείνον και τη «εθνική σταρ» αναπτύχθηκε ένα ειδύλλιο το οποίο κράτησε σχεδόν έξι χρόνια (από τον Απρίλιο του 1982 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1987) με τα σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα φυσικά να «οργιάζουν» αλλά τους δυο τους να ζουν ένα μεγάλο έρωτα.
Για τους «Απαράδεκτους» ότι και να πει κανείς είναι λίγο. Είναι η εποχή που ο Μπονάτσος έγινε «ο Βλάσσης» και μπήκε στα σπίτια όλων των Ελλήνων οι οποίοι τον αγάπησαν και γέλασαν μαζί του. Οι ατάκες του έχουν μείνει στην ιστορία και ακόμα και τώρα μπορεί να τις ακούσεις να λέγονται μέσα στις παρέες. Μαζί με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, τον Γιάννη Μπέζο και φυσικά τη Δήμητρα Παπαδοπούλου έφτιαξαν ίσως την καλύτερη τετράδα που πέρασε ποτέ από την Ελληνική τηλεόραση.
Ο Μπονάτσος έγινε ακόμα και… δημοσιογράφος αφού με τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία σε εξέλιξη, τον Δεκέμβριο του 1995, πήγε εκεί και πήρε συνέντευξη από τον Ράτκο Μλάντιτς (ο πεθερός του, Αλέξανδρος Λυκουρέζος ήταν δικηγόρος του Σέρβου στρατηγού). Η συνέντευξη αυτή προβλήθηκε κατά τη διάρκεια ενός τηλεμαραθωνίου που είχε πραγματοποιήσει το Mega για την οικονομική ενίσχυση των Σέρβων. Ήταν ο πρώτος Έλληνας παρουσιαστής που έκανε φάρσες σε επωνύμους σε μια εκπομπή που, επίσης, άφησε εποχή και πολλοί την αναπολούν ακόμα και σήμερα.
Τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με το μουσικό συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, όπου είχε υπογράψει τη μεγάλη επιτυχία «Γαρύφαλλος».
Ο Γαρύφαλλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν ένας ηλικιωμένος 80άρης, ο οποίος ήταν πάντοτε καλοντυμένος. Πήγαινε συχνά στο Κολωνάκι και μοίραζε καραμέλες στα παιδιά. Επίσης, αποτελούσε γείτονα του Γιάννη Κιουρτσόγλου, ο οποίος ήταν ο δημιουργός του τραγουδιού.
Είχε αδυναμία στα αδέσποτα σκυλιά. Μπορούσε να είναι με κουστούμι καλεσμένος κάπου επίσημα και να σταματούσε στη μέση του δρόμου να μαζέψει ένα εγκαταλελειμμένο κουτάβι.
Λάτρευε την φιλοσοφία των παιδιών των λουλουδιών. Θεωρούσε πως μόνο κοντά στη φύση και στον έρωτα μπορείς να βρεις το πραγματικό νόημα της ζωής.
Είχε αδυναμία στην μητέρα του. Σε κάθε εκπομπή που παρουσίαζε, πάντα στην πρεμιέρα αναφερόταν σε εκείνη για να του φέρει γούρι.
Η αγαπημένη του ταινία είναι η «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος και το «Ψυχώ»
Αγαπημένος σκηνοθέτης ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ και αγαπημένοι του μουσικοί οι Τζον Λένον και Μικ Τζάγκερ
Το 1991, κυκλοφόρησε τον δίσκο «Παραλήρημα». Το βασικό video clip του δίσκου είχε ως θέμα τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο. Πρωταγωνιστούσαν άντρες και γυναίκες που εκδίδονταν στα αλήθεια. Το clip θεωρήθηκε hard core και αρχικά απαγορεύτηκε. Ο Μπονάτσος βγήκε ανοιχτά και υποστήριξε τους ανθρώπους και φωτογραφιζόταν μαζί τους στα στέκια τους.
Του άρεσε να τρώει ψάρια και μάλιστα προτιμούσε τα τηγανητά. Του θύμιζαν πολύ τα παιδικά του χρόνια στο Ξυλόκαστρο.
Ο Βλάσης Μπονάτσος ήταν παντρεμένος με τη Μάρθα Κουτουμάνου, κόρη της Ζωής Λάσκαρη, και είχε μία κόρη, τη Ζένια.
Η εγγονή της Ζωής Λάσκαρη, που έχασε τον πατέρα της, Βλάσση Μπονάτσο σε ηλικία 7 χρονών, έχει μιλήσει πολλές φορές με θαυμασμό για τον ίδιο και δεν σταματά στιγμή να τον σκέφτεται.
Σταθμός στη θεατρική πορεία του Βλάση Μπονάτσου ήταν η ερμηνεία του στο μιούζικαλ «Εβίτα», όπου στο πλευρό της τότε συντρόφου του Αλίκης Βουγιουκλάκη, υποδύθηκε τον Τσε Γκεβάρα.
Από τις μεγαλύτερες τηλεοπτικές του επιτυχίες ήταν «Οι Απαράδεκτοι», μαζί με τον Γιάννη Μπέζο, τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τη Δήμητρα Παπαδοπούλου. Επίσης, ήταν ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε τηλεοπτικές φάρσες σε επώνυμους, ανοίγοντας το δρόμο σ’ ένα πολύ δημοφιλές είδος ψυχαγωγικής εκπομπής. Ασχολήθηκε, ακόμα, με τηλεπαιχνίδια και τηλεοπτικά σόου.
Βλάσσης Μπονάτσος: Ο αιώνιος έφηβος της ελληνικής ροκ
“Φοβερή περίπτωση», «φοβερό», «τρομερό», «πάρα πολύ ωραίο» είναι κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες που χρησιμοποιούσε και έμειναν στην ιστορία, μετά τα ξημερώματα της 14ης Οκτωβρίου 2004 όταν ο Βλάσσης Μπονάτσος πέρασε στην αιωνιότητα. Εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό, η είδηση του θανάτου του, κάνει το γύρο της χώρας, προκαλώντας θλίψη στους φανατικούς θαυμαστές του αλλά και τους συναδέλφους του. Ήταν μόλις 55 ετών. Η αιτία θανάτου, ήταν “αποφρακτική οιδηματώδης λαρυγγίτιδα”.
Όταν τα «έβαλε» με αστυνομικό στα 70’s
Στις αρχές της δεκαετίας του 70 και εν μέσω δικτατορίας ο «ασυμβίβαστος» Βλάσσης Μπονάτσος δεν δίστασε να τα βάλει ακόμα και με έναν αστυνομικό. Ο αστυνομικός πήγε σε μια συναυλία των Πελομα Μποκιού, με σκοπό να τη διακόψει. Ο Βλάσσης τότε του ζήτησε να τους επιτρέψει να πουν άλλα δύο τραγούδια για να μπορέσουν να πληρωθούν και να γλιτώσουν το ξύλο από τους πατεράδες τους. «Θα παίξουμε ακόμα και τον Εθνικό Ύμνο αν θέλετε», είπε στον αστυνομικό. Τελικά, η συναυλία κράτησε ακόμα 25 λεπτά.
Ο ρόλος του Τσε στην Εβίτα που τον απογείωσε
Στις αρχές της δεκαετίας του 80, ο Βλάσσης Μπονάτσος έχοντας καταξιωθεί στο ελληνικό μουσικό στερέωμα, κάνει στροφή στην καριέρα του και ξεκινάει τις εμφανίσεις του ως ηθοποιός. Περνάει από καστ στην Εβίτα, με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη και παίρνει το ρόλο του Τσε Γκεβάρα ερμηνεύοντας τον με τεράστια επιτυχία.Την περίοδο 1983 -1984 θα ανεβάσουν μαζί στο θέατρο την παράσταση «Βίκτωρ – Βικτώρια» Ανάμεσα στον Βλάσση Μπονάτσο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη θα γεννηθεί ένας παθιασμένος έρωτας που αποτυπώθηκε ακόμα και σε εξώφυλλο του περιοδικού «Ταχυδρόμος». Έμειναν μαζί για έξι χρόνια.
Το τηλεοπτικό φαινόμενο “Απαράδεκτοι”
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 90 και η ιδιωτική τηλεόραση κάνει τα πρώτα της βήματα. Το Mega την τηλεοπτική σεζόν 1991-1992 θα προβάλλει την τηλεοπτική σειρά «Απαράδεκτοι». Ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν ένας εκ των πρωταγωνιστών. Το υπόλοιπο καστ συμπλήρωναν ο Γιάννης Μπέζος, ο Σπύρος Παπαδόπουλος, η Δήμητρα Παπαδοπούλου, η Ρένια Λουιζίδου και ο Βασίλης Χαλακατεβάκης. Οι Απαράδεκτοι ακόμα και σήμερα θεωρούνται ως μια από τις κορυφαίες κωμικές σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ τα βιντεάκια με αποσπάσματα της σειράς που βρίσκονται στο youtube, έχουν εκατοντάδες χιλιάδες views. Μετά τη συμμετοχή τους στους Απαράδεκτους θα συμμετάσχει στον «Αστερισμό της Γραβάτας» στον ΑΝΤ1, όπου ερμήνευσε και το τραγούδι των τίτλων αρχής. Τα επόμενα χρόνια θα παρουσιάσει πολλά τηλεπαιχνίδια και τηλεοπτικές εκπομπές όπως «Με το κλειδί στο χέρι», τις «Κόντρες», το «Βλας Μπακ», το «Άλλα Κόλπα», το «Με φόρα» και το «Πάμε για άλλα».
Η Ζένια Μπονάτσου είχε πει για τον θάνατο του πατέρα της: “Θυμάμαι τη μέρα που έφυγε από τη ζωή. Έγιναν όλα μπροστά μου. Τρεις το βράδυ, για κάποιο λόγο είχα ξυπνήσει, η μάνα μου ήταν κρυωμένη και ο μπαμπάς μου έφτιαχνε χαμομήλι και σφύριζε. Για κάποιο λόγο, εκεί που με πείραζε και μου τραγουδούσε, κάτι με πιάνει και φεύγω και πάω στο δωμάτιο της μαμάς μου και της λέω «μαμά, ο μπαμπάς δεν είναι καλά, θα πεθάνει». Δεν είχε συμβεί κάτι. Αφού φέρνει το χαμομήλι και είμαστε στο κρεβάτι, αρχίζει να μην μπορεί να αναπνεύσει και φωνάζει «Μάρθα, Μάρθα». Δεν ανέπνεε, κουτούλαγε από τοίχο σε τοίχο, λιποθύμησε έξω από το δωμάτιό μου… Εγώ προσπαθούσα να του δώσω το φιλί της ζωής, ό,τι μπορούσα. Ήμουν επτά χρονών, η μάνα μου πήρε να έρθει ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου είχε κληρονομικό αγγειοοίδημα, το οποίο έχω κληρονομήσει”.“Συνειδητοποίησα ότι ο πατέρας μου δεν ζει όταν τον είδα στο ψυγείο νεκρό και τελευταία φορά όταν τον είδα στην κηδεία”.
«Έγιναν όλα μπροστά μου. Τρεις το βράδυ, για κάποιο λόγο είχα ξυπνήσει, η μάνα μου ήταν κρυωμένη και ο μπαμπάς μου έφτιαχνε χαμομήλι και σφύριζε. Για κάποιο λόγο, εκεί που με πείραζε και μου τραγουδούσε, κάτι με πιάνει και φεύγω και πάω στο δωμάτιο της μαμάς μου και της λέω ”μαμά, ο μπαμπάς δεν είναι καλά, θα πεθάνει”. Δεν είχε συμβεί κάτι. Αφού φέρνει το χαμομήλι και είμαστε στο κρεβάτι, αρχίζει να μην μπορεί να αναπνεύσει και φωνάζει ”Μάρθα, Μάρθα”. Δεν ανέπνεε, κουτούλαγε από τοίχο σε τοίχο, λιποθύμησε έξω από το δωμάτιό μου… Εγώ προσπαθούσα να του δώσω το φιλί της ζωής, ό,τι μπορούσα. Ήμουν επτά χρονών…» η αφήγηση της κόρης του Μπονάτσου, Ζένιας, για τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της είναι συγκλονιστικές.
Η επίσημη αιτία θανάτου ήταν η «αποφρακτική οιδηματώδης λαρυγγίτιδα». Ο Μπονάτσος έπασχε από ένα σπάνιο αυτοάνοσο νόσημα και οι γιατροί απέδωσαν σε αυτό την κατάρρευση του οργανισμού του. Με τον θάνατο του Μπονάτσου, ωστόσο, δημιουργήθηκε ένας μύθος γύρω από αυτόν. Έτσι επειδή κάποιοι είχαν μιλήσει δημόσια για το ότι ο Μπονάτσος έκανε χρήση κοκαϊνης, αμέσως αυτά τα δυο συνδέθηκαν μεταξύ τους.
Η άποψη αυτή είχε ενισχυθεί μερικά χρόνια αργότερα όταν οι «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη έκαναν ένα αφιέρωμα και εκεί ο Σταμάτης Κραουνάκης, μεταξύ άλλων, είχε πει: «Το ταλέντο του και η παιδικότητά του ήταν πολύ μεγαλύτερα από όσο μπορούσε να αντέξει ο χώρος και η Ελλάδα. Είναι πολύ γνωστό ότι ο Βλάσσης έπαιρνε κοκαΐνη και ότι αυτό τον σκότωσε. Στην Αμερική θα είχε έναν ένδοξο θάνατο, αν έκανε το ίδιο. Έπινε κοκαΐνη γιατί δεν άντεχε αυτό που ζούσε».
Στην ίδια εκπομπή είχε μιλήσει και η σύζυγός του, Μάρθα Κουτουμάνου (η κόρη της αξέχαστης Ζωής Λάσκαρη). «Ο Βλάσσης είχε ένα σπάνιο νόσημα, κληρονομικό αγγειοοίδημα, φαντάζομαι πολύ λίγοι το έχουν στην Ελλάδα, να είναι 20-50 άτομα. Το χε και η μητέρα του και ο αδερφός του. Είτε από στρες είτε από άλλους παράγοντες πρήζονται στα χέρια και στα πόδια. Δεν το ήξερε τι είναι αυτό. Το τελευταίο βράδυ που είχε πρηστεί στο πρόσωπο, είχε έρθει και ο αδερφός του. Δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο, έλεγε δεν μπορώ να με δει ο κόσμος έτσι. Είχε γίνει τότε και αυτό με την τηλεόραση, είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ που είχε χάσει την εκπομπή» είχε πει η Μάρθα Κουτουμάνου και πρόσθεσε «Όταν έγινε αυτό ήταν βράδυ, 4 η ώρα τη νύχτα και έγινε, πολύ γρήγορα, ένας πανικός, είχα και το παιδί μπροστά. Έπαθα σοκ. Ήρθε το ασθενοφόρο, άργησε λίγο, έγιναν κάποια πράγματα με το κουδούνι Όταν φτάσαμε μας είπαν ότι… πέθανε. Τελευταία μέρα που έκλαψε, που ήταν πρησμένος και με πήρε αγκαλιά, μου είπε ”είμαι μαλάκας και θα πεθάνω”. Γιατί δεν μπορούσε να προσφέρει στην οικογένειά του. Ήταν η αρρώστια, η τηλεόραση».
Σε εμάς θα μείνει πάντα αξέχαστος ο Βλάσσης Μπονάτσος, για τις μοναδικές στιγμές γέλιου που μας χάρισε.