Γεννημένη στη Δράμα (1952) και με καταγωγή από το Πλοέστι της Ρουμανίας και την Ανατολική Ρωμυλία και Θράκη, η Τάνια Τσανακλίδου έζησε για λίγο στη Ξάνθη αλλά πολύ νωρίς βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, από όπου έφυγε σε ηλικία 21 ετών με το δίπλωμα της ηθοποιού στο χέρι και αφήνοντας στη μέση τις σπουδές της Αρχαιολογίας.
Έφυγα μικρή, 4 χρόνων στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στη μεγάλη πόλη, είχε πει. Ζούσαμε πάντα κέντρο. Ναβαρίνου, Χρυσοστόμου Σμύρνης τα τελευταία σπίτια. Πάντα με τα πόδια. Τσιμισκή πάνω κάτω, Γκιγκιλίνης, έρωτες. Πήγαινα στο 1ο Θηλέων στη Β. Σοφίας. Η ζωή συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Στην πρώτη στεναχώρια, στο πρώτο στρίμωγμα και γω και η μάνα μου και τα αδέρφια μου κατεβαίναμε στη θάλασσα. Έχω μια εικόνα του αδερφού μου να τον έχει μαλώσει η μάνα μου και έφυγε από το σπίτι. Κατεβαίνοντας με τους φίλους μου βόλτα στη θάλασσα τον είδα εκεί στα σκαλοπάτια που έδεναν τις βάρκες να κάθεται μόνος. Ήταν μια εικόνα που συντάραξε. Μια εικόνα μεγάλης λύπης. Ένα παιδάκι 7 χρόνων να κάθεται βαθιά λυπημένο στη θάλασσα. Ότι καημό είχαμε πηγαίναμε στη θάλασσα. Θυμάμαι με γλύκα τα φοιτητικά χρόνια, το Φιλώτα, το κυλικείο στη Φιλοσοφική. Τους καθηγητές μου. Τους εξαιρετικούς δασκάλους στο γυμνάσιο. Ερωτευόμουνα τους δασκάλους μου. Ήθελα να είμαι αρεστή, η καλύτερη μαθήτρια για να με αγαπάνε οι δάσκαλοι. Μου άνοιξαν το μυαλό. Είχα την Ελένη την Κακριδή φιλόλογο που λάτρευε τον Όμηρο και τον λατρέψαμε και μεις. Η Ζιπίδου, ο μαθηματικός μου ο Μπάμπης Λασκαρίδης. Που μου επέτρεπαν να λύνω με δικούς μου τρόπους. Δεν ξεχνώ τους δασκάλους μου”.
‘Ξεκίνησα με το παιδικό θέατρο της Μαίρης Ζωύδου σε ηλικία 8 ετών και στα 10 έπαιζα στο ‘Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε’ στον θίασο Μυράτ – Ζουμπουλάκη. Εκεί μαγεύτηκα από τους αριστουργηματικούς ηθοποιούς και τη μουσική του Χατζιδάκι. Υπήρξα ένα πολύ ζωηρό παιδί, με τα παιχνίδια στις αλάνες και τις αλητείες, αλλά διάβαζα σαν παλαβή. Σαν να μην μου έφτανε η ζωή που ζούσα και ήθελα και μιαν άλλη” είχε πει.
“Ήταν η εποχή που πλακώνονταν οι Λαμπράκηδες με τους τύπους της ΕΡE. Από τη δημοκρατική μου καταγωγή απουσίασαν τα βύσματα για να μας βολέψουν κάπου και, έχοντας γονείς με ελεύθερο πνεύμα και σχεδόν μποέμικη διάθεση, ταλαιπωρηθήκαμε οικονομικά, αφού όσα βγάζαμε τα τρώγαμε αμέσως, κάτι που το χαίρομαι, γιατί δεν είμαστε μίζεροι, κανένα από τα πέντε αδέρφια. Όλοι έχουμε κάκιστη, ελεεινή σχέση με το χρήμα. Έχουμε ζήσει πολλές ζωές κι έχουμε βιώσει βαθιές ηδονές και συγκινήσεις. Έχουμε μάθει να χαιρόμαστε το τίποτα. Έτσι μεγαλώσαμε”.
Εξηγώντας τι την ώθησε να κάνει την τεράστια αλλαγή στα μαλλιά της, αφήνοντας τα να ασπρίσουν, η Τάνια Τσανακλίδου είχε πει:
«Έχει να κάνει με τη συμφιλίωση με τον χρόνο και το γήρας, γιατί ο χρόνος φέρνει το γήρας και φέρνει και τον θάνατο. Αισθάνθηκα ότι μπήκα σε μια ηλικία που έληξαν τα ψέματα ότι όλα αυτά δεν υπήρχαν στη ζωή μου – ήταν κάτι που με πλήγωνε και τραυμάτιζε την ψυχή μου».
Όπως αποκάλυψε, από τα 16 μέχρι τα 40 της, «πάλευε» με την ιδέα του θανάτου, με αποκορύφωμα την στιγμή που «πάτησε» την τέταρτη δεκαετία της ζωής της, οπότε και έπαθε σοβαρή κρίση ηλικίας: «Μέχρι τότε έλεγα μεγαλοστομίες. Στα 40 μου, που λες, που ήμουν και κουκλάρα, μου φέρνουν τα ανίψια μου μια τούρτα στα γενέθλιά μου. Είπα τότε ότι θα σβήσω 40 κεράκια, γιατί ήταν μια σημαντική επέτειος στη ζωή μου. Σημειωτέον, επειδή τα γενέθλιά μου έπεφταν πάντα σχεδόν μες στη Μεγάλη Εβδομάδα, σπάνια τα γιορτάζαμε στο σπίτι μου. Την ώρα, λοιπόν, που σκύβω να σβήσω τα κεράκια, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και βλέπω μια μούρη κρεμασμένη… Μια εικόνα του εαυτού μου που δεν την ήξερα. Παθαίνω σοκ. Σοκ! Δεν έβλεπα την ώρα να φύγουν όλοι και μόλις έφυγαν, πατάω ένα κλάμα! Μπήκα στην πρώτη κρίση ηλικίας στα 40 μου, μολονότι ήμουν ακόμα και όμορφη και δημιουργική! Έκανε πάρα πολύ καιρό να μου περάσει η κρίση αυτή. Την ίδια περίοδο είχα και σχέση με τον Άλκη Κούρκουλο, έναν πολύ νεότερό μου άνδρα, κι αισθάνθηκα πραγματικά πολύ άσχημα!»
«Γενικώς, δεν μπορώ να είμαι με άντρες συνομήλικούς μου είχε πει. Ειδικά από μια ηλικία και μετά μου άρεσαν μόνο νεότεροί μου άνδρες».
Χωρίς να μασήσει τα λόγια της, ωστόσο, λέει πως την περίοδο που είχε σχέση με τον Άλκη Κούρκουλο, ντρεπόταν γι’ αυτή: «Από τα 35 μου μέχρι τα 40, όσο κράτησε η σχέση μου με τον Άλκη, τεσσεράμισι χρόνια περίπου. Ντράπηκα που είχα σχέση με έναν άνδρα, ένα αγόρι, την ίδια ώρα που έβλεπα να ‘χουν κρεμάσει τα μούτρα μου».
Αυτή της η ανησυχία όμως «βασάνιζε» και τον τότε σύντροφό της; «Όλα μόνο μέσα στο δικό μας κεφάλι υπάρχουν, και τα καλά και τα κακά. Δεν πα’ να μας λεν οι άλλοι… Χωρίζω με τον Άλκη και παίρνω τα πρώτα μου κιλά. Τότε μπήκα σε μια ακόμη βασανιστική διαδικασία, να μη μου αρέσει πια η δουλειά μου. Δεν μπορούσα να τραγουδάω και οι άλλοι να τρώνε ή να πετάνε λουλούδια κι έψαχνα τρόπο να εντάξω χαρούμενα τραγούδια στα προγράμματά μου.
Ξέρετε, εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου τα χαρούμενα τραγούδια. Άμα δεν είναι μινόρε, λέω: “Α, δεν μου αρέσει”. Ακούω ματζόρε και φεύγω! Ειρωνεία: Το “Γερνάω, μαμά” είναι ματζόρε! Εκεί ήρθε μια στροφή στην καριέρα μου, με τεράστιο οικονομικό κόστος(…)Δεν μου αρέσουν, μάνα μου, οι μεγαλύτεροι άνδρες ή οι συνομήλικοί μου, ούτε να γυρίσω να τους κοιτάξω. Κι εσύ έλα πες μου τώρα τι μπορεί να θέλει ένα νέο παιδί με μια γριέτζω, ρε γαμώτο; Ο έρωτας μπορεί να σε γελοιοποιήσει κι εγώ ανήκω στους ανθρώπους που λένε: “Ναι, ας γίνω χάλια από έναν έρωτα, ρεζίλι, όλα να τα πάθω”… Αυτή όμως η εμμονική αυτογελοιοποίηση, το να ζεις σαν ένας γελοίος άνθρωπος, είναι κάτι που με πληγώνει βαθιά» είχε απαντήσει.
Στη συνέχεια, είχε παραδεχτεί πως έζησε την ζωή της «στο κόκκινο», αποζητώντας τον έρωτα: «Ποτέ δεν την ήθελα τη συντροφικότητα, αφού ήμουν παθιασμένη με τον έρωτα. Από την ώρα που ξυπνάω μέχρι την ώρα που κοιμάμαι σκέφτομαι αυτόν και μόνο αυτόν κάθε φορά, τίποτε άλλο. Δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο, δεν με απασχολεί τίποτε άλλο! Ζω σε έναν πυρετό, έχω πυρετό, πώς το λένε;»
Περιγράφοντας την σχέση που έχει με το σώμα της, λέει: «Το σώμα και το Εγώ είναι η φυλακή μας και ταυτοχρόνως το όχημα για να ζήσουμε και να αντέξουμε. Το δικό μου σώμα το ταλαιπώρησα πολύ. Κάποια στιγμή είδα ότι δεν μπορούσα να περπατήσω, να ανέβω τα σκαλιά, να αναπνέω με ευκολία. Απέκτησα Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια και είπα: “Γιατί να ‘χω έναν πολύ κακό και οδυνηρό θάνατο; Να μην μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ, εγώ που ήμουν τόσο ανεξάρτητη; Να είμαι κατάκοιτη και να περιμένω απλώς να πεθάνω;”. Όχι, είπα, οφείλω να τιμήσω το σώμα μου για τις τόσες χαρές που μου ‘χει δώσει. Παραπετώντας το σώμα, δεν φροντίζουμε και την ψυχή μας. Μέσα σε δυο μήνες ελάττωσα το τσιγάρο και αποκαταστάθηκαν οι λειτουργίες μου».
Ο Γιώργος Παπαστεφάνου είχε πει: “Κουβεντιάζοντας με την Τάνια Τσανακλίδου μπροστά στις κάμερες για την εκπομπή «Οι φίλοι μου» το 2001, τής είχα πει πως για μάς που δεν κάναμε οικογένεια, θα λένε ότι ζήσαμε μια πολύ ωραία ελεύθερη ζωή, αλλά ότι θα έχουμε άσχημα γεράματα. «Γιώργο, έξι αδέλφια ήμασταν εμείς, αλλά οι γονείς μου έφυγαν μόνοι» μού απάντησε η Τάνια. Μόνη έφυγε και η δική μου η μητέρα. Θα πήγαινε στη Ρόδο για τις καλοκαιρινές της διακοπές κι εγώ είχα περάσει από το σπίτι της για να την αποχαιρετήσω και να αφήσω και την σακούλα με τα άπλυτα, «που ακόμα δεν ήξερα να πλένω».
Το ταξίδι στη Ρόδο έγινε τελικά μια μέρα αργότερα για την κηδεία της στον οικογενειακό τάφο, στο παλιό νεκροταφείο τού Άι Δημήτρη. Ήτανε 1990. Δύο χρόνια πριν, σε έναν από τους ωραιότερους δίσκους τής καριέρας της, η Τάνια Τσανακλίδου είχε τραγουδήσει ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια. «Μαμά γερνάω» σε μουσική, όπως και στα υπόλοιπα τού δίσκου, τού ακούραστου, ανεξάντλητου Σταμάτη Κραουνάκη.
Η ίδια η Τάνια είχε παραγγείλει τους στίχους στην Λίνα Νικολακοπούλου και η συγκίνησή της όταν είπε στο στούντιο το τραγούδι, έχει αποτυπωθεί και στο βινύλιο. Αυτό το τραγούδι διάλεξα για την αυριανή παγκόσμια μέρα τής μητέρας. Το βίντεο το δανείζομαι από την εκπομπή «Μουσικά πορτρέτα», που είχε αφιερώσει στην Λίνα Νικολακοπούλου η Δάφνη Τζαφέρη το 1995. Φυσικά η Τάνια Τσανακλίδου είναι η υπέροχη ερμηνεύτρια, αλλά στην εικόνα βλέπουμε πλάνα και τής Λίνας”.