«Σ΄ εκείνον τον πόλεμο, όλοι έδωσαν τη ζωή τους, τα μάτια τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Την φωνή μου που, καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή» είχε δηλώσει η Σοφία Βέμπο.
Η Σοφία Βέμπο ξέρει το οπλοστάσιο της και το εργαλειοποιεί χωρίς αναστολή. Μπαίνει στην πρώτη γραμμή της αντίστασης ενός ολόκληρου λαού απέναντι στον εχθρό και αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να δώσει αγώνα.
Το μέτωπο της Βέμπο ήταν το θεατρικό σανίδι, συγκεκριμένα το σανίδι του Μοντρεάλ που ήταν και ένα από τα ελάχιστα θέατρα που δεν έκλεισαν το 1940. Εκεί ζητάει από τον κονφερανσιέ Μίμη Τραϊφόρο να δουλέψει επάνω στην μουσική της «Ζεχρά» του Μιχάλη Σουγιούλ που ήταν ήδη στο ρεπερτόριο της. Του ζητάει να φέρει κάτι εμψυχωτικό για το έθνος στους στίχους του. Ο Τραϊφόρος (που μετά έγινε και σύντροφος της ζωής της) επιστρέφει με το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».
Όμως η Σοφία Βέμπο δεν ενθουσιάστηκε. Ο Τραϊφόρος ήταν σκληρός και κυνικός στους στίχους του περιλαμβάνοντας ένα στίχο που η ίδια απέρριψε. Το «Αν δεν’ ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ» του Τραϊφόρου έκανε τη Βέμπο να δυσανασχετήσει. «Σ΄ ευχαριστώ πολύ παιδί μου, αλλά δεν μου αρέσει» ήταν η απάντηση της, είχε πει σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις που παραχώρησε ποτέ.
Οι στίχοι αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού, το δίστιχο γίνεται φράση «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά» και η πρεμιέρα γίνεται σε ένα κατάμεστο θέατρο που διψάει για να ακούει την υπεροχή του ελληνικού σθένους από το στόμα της. Το Μοντρεάλ γίνεται τόπος συνάντησης ενός ολόκληρου έθνους, η κατάμεστη αίθουσα του γεμίζει αποθέωση, τα έσοδα από τις παραστάσεις διατίθενται πλέον για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού.
Το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ γίνονται μαζί με το σκωπτικό «Κορόιδο Μουσολίνι» (ένα ιταλικό τραγούδι με τον τίτλο «Reginella-campagnolla» σε μουσική του Eldo Di Lazzaro, που άλλαξε στιχουργικά ο Γιώργος Οικονομίδης, με σατιρική διάθεση) λυρικά αναχώματα στον εχθρό και τεκμήρια της πίστης ενός λαού για τη νίκη από την Τραγουδίστρια της Νίκης.
Με το δεύτερο, με τη λυρική γελοιοποίηση του Ντούτσε, η Βέμπο ξόρκιζε τον τρόμο του πολέμου, γιγάντωνε το ηθικό του στρατού και έδινε κουράγιο.
Ατσάλινη και αφοσιωμένη στο δικό της αγώνα, ένα βράδυ ενώ βγαίνει από το θέατρο άγνωστοι της ορμούν και την χτυπούν στο πρόσωπο με σιδερογροθιά. Την επόμενη μέρα κάποιος την παίρνει στο τηλέφωνο και την απειλεί: «Σ’ τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορείς να βγαίνεις στο θέατρο και να λες αυτά που λες». Εκείνη ατρόμητη με την μπάσα φωνή της, απάντησε: «Μην στεναχωριέστε, θα τα πω από το ραδιόφωνο».
Η σύλληψη και η φυγάδευση
Τέλος καλοκαιριού του 1941 η Βέμπο ενημερώνεται από τις ιταλικές αρχές ότι μετά από άνωθεν εντολή, θα σταματούσε να εμφανίζεται σε κάθε θέατρο ανά την Ελλάδα και θα πρέπει να σταματήσει να τραγουδά.
«Εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής» κατέληγε η εντολή που προκάλεσε αντιδράσεις. Η εντολή άλλαξε, η Βέμπο θα μπορούσε να τραγουδάει αλλά τραγούδια λογοκριμένα, η σύλληψη από τις δυνάμεις των κατακτητών και η φυλάκιση της ακολουθούν.
Μετά την αποφυλάκιση της η Βέμπο φυγαδεύεται από την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή. Μεταμφιεσμένη, έχει ένα πλαστό διαβατήριο στις αποσκευές της με το όνομα Σοφία Βαμβέτσου.
Από την Εύβοια, στην Τουρκία και από εκεί σε Συρία, Δαμασκό, Λίβανο, Παλαιστίνη και τέλος στην Αίγυπτο με την μεγάλη ελληνική κοινότητα, η Βέμπο ξεκινάει να είναι ξανά ο πύρινος εαυτός της. Τραγουδάει, προσφέρει τα έσοδα από τις εμφανίσεις της στον ελληνικό στρατό και τον εθνικό αγώνα (υπολογίζεται ότι μάζεψε 18.000 χρυσές λίρες) και γίνεται η γυναίκα που αποθέωσε τη Νίκη ενός λαού -και το ανάποδο.
«Είχαμε φτιάξει μια ομάδα Βέμπο – Τραϊφόρου (είμαστε ερωτευμένοι τότε με το Μίμη, όπως είμαστε άλλωστε ακόμη) και ψυχαγωγούσαμε τις ένοπλες δυνάμεις που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή κάνοντας εκεί πόλεμο. Είμαστε δίπλα στα χαρακώματα. Το πρωί μαγείρευα να φάμε και το σούρουπο που σώπαινε ο πόλεμος, πηγαίναμε στον καταυλισμό και απαλύναμε τον πόνο του στρατιώτη. Δεν ξέρετε τι δύναμη παίρνανε από αυτή την ψυχαγωγία. Την επομένη τους έβλεπες και πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Και τι ικανοποίηση για εμάς! Πετύχαινε η αποστολή μας, καταλαβαίνετε… Εβλεπες να μου ζητάει ένα παλικάρι σαν τελευταία επιθυμία να τραγουδήσω στο ξεψύχισμά του το ‘Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά’ κι άφηνε χαμογελαστό το κορμί του» είχε εξομολογηθεί.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
Σπάνιο καρέ: Όταν η Ελένη Μενεγάκη πόζαρε με τον Γιώργο Λιάγκα και τους συμμαθητές τους στο σχολείο
«Πατέρα θα σου πλέξω το κασκόλ να μην κρυώνεις»: Τα συγκλονιστικά μηνύματα που έστελναν στο μέτωπο