Σαπφώ Νοταρά: Σαν σήμερα πέθανε η καλόκαρδη «φωνακλού» του σινεμά – Το τραγικό τέλος

H Σαπφώ Νοταρά υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς της γενιάς της, που όμως έφυγε με τραγικό τρόπο, εντελώς αβοήθητη.
σαπφώ-νοταρά-σαν-σήμερα-πέθανε-η-καλόκ-199113

Αν και συνεχίζει μέχρι σήμερα να μας προσφέρει άφθονο γέλιο μέσα από τις ταινίες της, εντούτοις, η Σαπφώ Νοταρά έζησε μια πολύ μοναχική ζωή και όχι περιέργως, είχε και ένα ανάλογο τέλος.

«Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα»! Ποιος δεν έχει ακούσει αυτή την ατάκα; Ποιος δεν έχει γελάσει με τη… φωνακλού αλλά, πάντα, καλόκαρδη μητρική φιγούρα που απολαύσαμε σε ταινίες διαμάντια του παλιού, καλού, ελληνικού κινηματογράφου; Η Σαπφώ Νοταρά μέσα από τη διαδρομή της στη μεγάλη οθόνη χάρισε απλόχερα το γέλιο ακόμα και σε γενιές που ήρθαν μετά από εκείνη. Το τέλος της, ωστόσο, ήταν πικρό. Άγριο. Άσχημο. Ένα τέλος που δεν της άξιζε. Πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα αλλά οι γείτονές της ήταν αυτή που τη βρήκαν νεκρή δύο ημέρες μετά.

«Μπουυυυυυρλότοοο»!

Στις 13 Απριλίου 1907 στη Βίσσανη Ιωαννίνων γεννήθηκε η Σαπφώ Χανδάνου. Κάποιοι λένε πως ο πατέρας της πέθανε όταν εκείνη ήταν μικρή και έτσι η μητέρα της αναγκάστηκε να πάρει εκείνη και τα αδέρφια και να μετακομίσει μόνιμα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο πατέρας της ζούσε και… βασίλευε όταν η οικογένεια μετακόμισε στη Μεγαλόνησο. Ήταν φούρναρης. Οι Γιαννιώτες φουρναραίοι ήταν (και παραμένουν) ξακουστοί και έτσι ο πατέρας της Σαπφώς θέλησε να δοκιμάσει την τύχη του στην Κρήτη. Μετακόμισαν όλοι μαζί, λοιπόν, εκεί. Η Σαπφώ πήγε κάποιες τάξεις του σχολείου στο χωριό της στα Ιωάννινα αλλά το τελείωσε στο Ηράκλειο.

Και κάπου εκεί άρχισε να έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες. Οι εποχές ήταν δύσκολες, ωστόσο, και έτσι οι γονείς της επέμεναν να σπουδάσει. Τελείωσε τη Βιομηχανική Σχολή και στη συνέχεια έπιασε δουλειά σε μια τράπεζα. Δεν άντεξε, ωστόσο, και τα παράτησε όλα προκειμένου να «κυνηγήσει» το όνειρό της: Να γίνει ηθοποιός του θεάτρου και αφιερώθηκε σε αυτό.

Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και αποφοίτησε με άριστα από τη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, ενώ παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα ρυθμικής και μπαλέτου. Όταν σπούδαζε στη Δραματική «γεννήθηκε» η Σαπφώ Νοταρά. Άφησε πίσω της το επίθετο Χανδάνου που θεωρούσε πως δεν ήταν και τόσο… καλλιτεχνικό και «υιοθέτησε» το Νοταρά με το οποίο έκανε καριέρα. Το Νοταρά προέκυψε από την… ομώνυμη οδό που βρισκόταν το κτίριο της Δραματικής Σχολής στον Πειραιά!

Προπολεμικά η Σαπφώ Νοταρά εμφανίστηκε στο θέατρο δίπλα σε «ιερά τέρατα» του χώρου όπως η Έλλη Λαμπέτη, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κατερίνα Ανδρεάδη, ο Χριστόφορος Νέζαρ και ο Δημήτρης Χόρν αλλά την πρώτη της πραγματικά μεγάλη επιτυχία την έκανε στη δεκαετία του 1960 όταν υποδύθηκε την «Κλημεντίνη Περπερίδου» στο ραδιοφωνικό σήριαλ «Ημερολόγιο ενός θυρωρού». Εκεί η Νοταρά με τη χαρακτηριστική… αγριοφωνάρα της «ζωντάνευε» μια αποτυχημένη πριμαντόνα και αμέσως κέρδισε τις καρδιές των ακροατών. Εκείνη η δεκαετία, ωστόσο, ήταν και η «χρυσή» δεκαετία της Σαπφώς Νοταρά στον κινηματογράφο: Σε ταινίες όπως το «Συνοικία το όνειρο» (1961), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου» (1967) η Σαπφώ Νοταρά έβαλε τη δική της σφραγίδα. Η απόλυτη αποθέωση, ωστόσο, ήρθε με την ταινία «Αχ! Αυτή η γυναίκα μου» στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Με ατάκες όπως «τον τούμπαρες με τον λαγό», «εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα» και βέβαια αυτό το μακρόσυρτο «μπουυυυρλότοοο» έγραψε τη δική της ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο χαρίζοντας σπάνιες στιγμές γέλιου σε πολλές γενιές.

Από εκεί και πέρα, όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο λιγόστευαν οι προτάσεις που είχε η Σαπφώ Νοταρά, είτε για το θέατρο, είτε για τον κινηματογράφο. Είναι ενδεικτικό πως μέσα στη δεκαετία του 196060 η Νοταρά έπαιξε σε 23 (!) ταινίες και ολόκληρη της δεκαετία του 1970 έπαιξε μόλις σε τρεις ταινίες και ισάριθμες θεατρικές παραστάσεις! Το καλλιτεχνικό της «κύκνειο άσμα» ήταν στην «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι.

Το πικρό και μοναχικό τέλος

Όσο το τέλος πλησίαζε, τόσο πιο μόνη ήταν η Σαπφώ Νοταρά. Ίσως, και από επιλογή. Όσοι τη γνώρισαν, άλλωστε, έκαναν λόγο για έναν δύσκολο ανθρώπου που δεν μπορούσες εύκολα να πλησιάσεις. Ήταν φοβερά εσωστρεφής. Δεν έδινε συνεντεύξεις, δε μιλούσε για τα προσωπικά της και περνούσε πολύ χρόνο κλεισμένη στο σπίτι της, να διαβάζει τα βιβλία της. «Στην πραγματική ζωή δε θα υπάρχω. Θα υπάρχω μόνο, όσο διαρκεί η παράσταση», έλεγε η ίδια.

Σύμφωνα με ένα κείμενο – μαρτυρία για αυτήν, που έγραψε ο ποιητής και στενός φίλος της, Ματθαίος Μουντές, κάποτε μίλησε άσχημα σε ένα γκαρσόνι που όταν την είδε έβαλε τα γέλια και της ζήτησε να πει κάποιο αστείο για να γελάσουν. «Τι γελάς βρε; Εγώ είμαι η κυρία Νοταρά. Δεν είμαι εδώ για να παίξω σε ταινία. Είναι σαν να σε δω εγώ στην Πανεπιστημίου και να σου πω ”Τράβα φέρε μου ένα ποτήρι νερό”» του είχε πει σε έντονο ύφος.

Η Σαπφώ Νοταρά δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά. Και όμως, είχε φτάσει κοντά στο γάμο αλλά θεώρησε πως της έκαναν… πλάκα! Ήταν στα γυρίσματα της ταινίας «Κυριακάτικο Ξύπνημα» το 1954 όταν σε κάποιο διάλειμμα των γυρισμάτων την πλησίασε ο Γιάννης Τσαρούχης και της είπε πως είναι ερωτευμένος μαζί της, πως θέλει να την παντρευτεί και πως ήθελε να κάνουν μαζί παιδιά. Η Νοταρά εκνευρίστηκε γιατί θεώρησε πως της είχαν «στήσει» πλάκα ο Χορν και η Λαμπέτη και αντέδρασε (για να το θέσουμε ευγενικά) άσχημα με αποτέλεσμα ο Τσαρούχης να κάνει πίσω. Μετά από πολλά χρόνια, προς το τέλος της ζωής της, η Σαπφώ Νοταρά έμαθε πως εκείνη η πρόταση ήταν πέρα για πέρα αληθινή. «Αν είχες αποδεχτεί την πρότασή μου, που σου έκανα τότε, τώρα το παιδί μας θα ήταν 26 ετών» της είχε πει ο Τσαρούχης όταν είχαν ξανασυναντηθεί την εποχή που ανέβασαν τις «Τρωάδες», εκπληρώνοντας ένα όνειρό της, να παίξει σε τραγωδία!

Προς το τέλος η Σαπφώ Νοταρά ζούσε ολομόναχη σε ένα διαμέρισμα στην πλατεία Κουμουνδούρου. Το ενοίκιο το πλήρωνε ένας θαυμαστής της ο οποίος έμεινε για πάντα άγνωστος καθώς δεν ήθελε να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του.

Η Νοταρά, καθημερινά πήγαινε σε ένα μαγειρείο δίπλα στο σπίτι της για να τρώει. Δε μιλούσε με κανέναν πέρα από τον ιδιοκτήτη και όταν τελείωνε επέστρεφε στο σπίτι της. Τα προβλήματα υγείας που είχε, άλλωστε, δεν της άφηναν και πολλά περιθώρια για βόλτες.

Στις 13 Ιουνίου του 1985 ο ιδιοκτήτης του μαγειρείου συνειδητοποίησε πως είχε δυο ημέρες να δει τη Σαπφώ Νοταρά να πηγαίνει στο μαγαζί του για φαγητό. Γνωρίζοντας πως δεν έχει συγγενείς, ούτε κάποιον που να ενδιαφέρετε για εκείνη, πήγε αμέσως στην πολυκατοικία της και άρχισε να ρωτάει τους γείτονες αν την έχουν δει. Όταν κανένας δεν του απάντησε θετικά, αποφάσισε να της χτυπήσει την πόρτα. Όταν δεν είδε την παραμικρή απόκριση, αποφάσισε να ειδοποιήσει την αστυνομία. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν στο εσωτερικό του διαμερίσματος βρήκαν τη Σαπφώ Νοταρά νεκρή, καθισμένη στην πολυθρόνα του σπιτιού της, με το φίλτρο του τελευταίου τσιγάρου που έκανε ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλά της και την τηλεόραση να είναι ανοιχτή.

Αρχικά οι αστυνομικοί ερεύνησαν το διαμέρισμα προκειμένου να αποκλείσουν την πιθανότητα να είχε πέσει η Νοταρά θύμα εγκληματικής ενέργειας. Κανένα τέτοιο στοιχείο δε βρέθηκε. Όταν στο σημείο έφτασε ο ιατροδικαστής και εξέτασε τη σορό της αγαπημένης ηθοποιού κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο θάνατός της είχε προέλθει δύο ημέρες νωρίτερα μετά από καρδιακή προσβολή.

Αυτό που έκανε εντύπωση στους αστυνομικούς, ωστόσο, ήταν πως το σπίτι της ήταν γεμάτο από χαρτόκουτα. Πάρα πολλά χαρτόκουτα τα οποία, ωστόσο, δεν περιείχαν τίποτα μέσα. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι τα ήθελε όλα αυτά τα χαρτόκουτα.

Κηδεύτηκε σε στενό κύκλο στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου παρουσία της Αλίκης Γεωργούλη και της Ντίνας Κώνστα. Λίγο καιρό αργότερα, ο φίλος της και ποιητής Ματθαίος Μουντές είχε γράψει για εκείνη: «Η Νοταρά καλλιέργησε με πείσμα την ερημιά της σαν ένα φυτό εσωτερικού χώρου. Με ημίφως, άνυδρα και με μία σπαρακτική καρτερία».

 

 

Περισσότερες ειδήσεις σήμερα

Αριθμοί Pin: Οι 10 πιο συνηθισμένοι κωδικοί πρόσβασης – Πώς να προστατευτείτε

Γιαννόπουλος: Καύσωνας «ρεκόρ» στην Αττική – Ποιες 5 περιοχές θα «καούν» και μέχρι πότε

Συγκλονίζει ο Στέλιος Ρόκκος: «Η μάνα μου δεν νιώθει πόνο πια, έχει χάσει δύο παιδιά»

 

 

 

 

  • ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ