Ο Πάνος Σουπιάδης που πρωταγωνίστησε σε πολλές βιντεοκασέτες της δεκαετίας του ’80, έχει αποτραβηχτεί πλέον από τα φώτα της δημοσιότητας και ζει στον Αμπελώνα Λάρισας
«Άγριες πλάκες στα θρανία», «Γρανίτα από μελάνι», «Ο Νταβατζής με τα ριγέ», «Φαντάροι για κλάματα», «Μπορούμε και κάτω από τα θρανία», «Το παίζω και πολύ άντρας», «Πόντιος και Σαλονικός», «Λόρδαν ο βάρβαρος», «Το βλήμα που δαγκώνει», είναι λίγοι από τους τίτλους των ταινιών που πρωταγωνίστησε ο Πάνος Σουπιάδης, στις οποίες κυριαρχούσαν τα φλοράλ πουκάμισα, με άσπρη κάλτσα, η λακ στη φράντζα και ο χορό στη ντίσκο.
Ο Πάνος Σουπιάδης είναι είναι μια φιγούρα κλασική της εποχής εκείνης, μα σαν τον βλέπεις σήμερα με άσπρα μαλλιά, αρνείσαι να πειστείς πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.
Οι επιτυχίες, η δόξα, τα χρήματα και η αναγνωρισιμότητα είναι η μια πλευρά, ωστόσο, έζησε και την πίκρα, την αδιαφορία, τα αντιεπαγγελματικότητα και οικονομικά προβλήματα και αποφάσισε ν’ αποτραβηχτεί από τα φώτα της δημοσιότητάς.
Γεννημένος το 1959 στην Ξάνθη, όμως αρκετά μικρός χάνει τον πατέρα του. Τα οικονομικά προβλήματα τον φέρνουν παιδί μαζί με τη μητέρα του στην Αθήνα. Καισαριανή, Υμηττός, Βύρωνας, Παγκράτι. «Γύρω στο 1970 δούλευα σ’ ένα θέατρο στο Παγκράτι. Σερβιτόρος ήμουν και εξυπηρετούσα τόσο τους καλλιτέχνες όσο και τον κόσμο. Δεν έπαιρνα τα γράμματα και δούλευα συνέχεια. Μια κοπέλα τότε η Σμαράγδα Σμυρναίου μου πρότεινε να μου δώσει ένα κείμενο και να πάω σε έναν σκηνοθέτη για να με δει. Ο ρόλος ήταν ένας μικρός κλεφτάκος από ένα αναμορφωτήριο και το εγχείρημα λεγόταν «Τα αγρίμια». Πήγα στην οντισιόν με Καϊλα, Καλατζόπουλο και άλλους, αλλά πέρασα εγώ».
Τότε έκανε την πρώτη του δουλειά. Μα δεν ήταν όποια κι όποια. Δούλεψε με τον Νίκο Ξανθόπουλο με το «καλημέρα». Παίρνει τα πρώτα χρήματα και αγοράζει μηχανάκι. Στον δρόμο ο κόσμος τον φώναζε «Γαβρίλο» για πολλά χρόνια όπως στον ρόλο του.
Εν συνεχεία άρχισε να κάνα παιδικές παραστάσεις. Εκεί είναι που τον εντοπίζει ο ηθοποιός Λευτέρης Λουκατζής και του προτείνει τις εξετάσεις για το Εθνικό. Του κάνει μάθημα με μονόλογουs του Σαίξπηρ και τα πάει περίφημα. Περνάει και από τη σχολή του Γρηγόρη Μασαλά. Παράλληλα κάνει τον ηχολήπτη, τον βοηθό, τον τεχνικό, τον ηλεκτρολόγο, τον οδηγό σε μεγάλους θιάσους με Παπαγιαννόπουλο, Ανδριανό και άλλους. «Τότε κάναμε 300 μεροκάματα. Δεν είχαμε ρεπό τότε και γκρινιάζαμε. Τώρα γκρινιάζουμε γιατί δεν έχουμε μεροκάματα».
Επιστρέφοντας από τον στρατό, τα πρωινά μοιράζει φυλλάδια και το απόγευμα παίζει στο θέατρο. Το 1985 αποφασίζει να κάνει μια δική του παιδική παράσταση. Την ημέρα της πρεμιέρας τον πλησιάζει ένας γνωστός του και του μιλάει για ταινίες. Εκείνος αρνιόταν μα ο φίλος του επέμενε.
«Τελικά πήγα 4 Δευτέρες και γυρίζουμε «Τα σαγόνια της Εφορίας» ή αργότερα «Οι κομπιναδόροι» όπως λεγόταν. Η ταινία τα σπάει και μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα γίνεται χαμός. Εγώ άρχισα να ονειρεύομαι».
Μέσα σε λίγα χρόνια έκανα 45 ταινίες και βίντεο, 10 θεατρικά παραγωγές. Συνεργάζεται με όλα τα γνωστά ονόματα τότε της ελληνικής “Showbiz”. «Ήμουν με ένα αυτοκίνητο και ένα μαγνητοφωνάκι όλη μέρα για να λέω τι πρέπει να κάνω επειδή δεν μπορούσα να γράφω. Δεν προλάβαινα. Δε με ενδιέφερε ποτέ αν είχα μεγάλο ή μικρό ρόλο. Το μόνο που με ενδιέφερε είναι να έχει το ηθικό στοιχείο μέσα» υπογραμμίζει.
Και ξαφνικά περίπου στο 1990 κατεβάζει γενικό διακόπτη. «Είπα δεν θέλω να κάνω τίποτα και έκανα οικογένεια». Αρνήθηκε προτάσεις και αποτραβηγμένος από την πρώτη γραμμή επέλεξε τις παιδικές παραστάσεις. Αθόρυβα και χωρίς πολλά χρήματα. Τα οικονομικά προβλήματα όμως τον φέρνουν το 2012 στον Αμπελώνα ως λύση ανάγκης. Και εδώ επέλεξε να συνεργαστεί με κάποια σκηνή αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε και μ’ αυτήν. Πηγαινοερχόταν με το ποδήλατο καθημερινά. Υπολογίζει δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα πως έκανε πάνω στις δυο ρόδες. Όλα για το θέατρο καθώς πια τα χρήματα δεν υπάρχουν.
Όταν τον ρώτησαν αν του λείπει κάτι από το ένδοξο παρελθόν, απαντάει πως αρνείται να ζει με τις αναμνήσεις όσο γλυκές και αν είναι αυτές, ενώ στη ερώτηση αν επιλέγει βιντεοταινίες ή θέατρο, απαντάει «είναι όπως όταν πεινάς και θέλεις να φας. Επιλέγεις να πας σε ένα φαστ φουντ ή σε ένα ωραίο εστιατόριο; Εγώ επιλέγω το δεύτερο».