Για 10 ολόκληρα χρόνια ο ιερομόναχος Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης ήταν η παρηγοριά των λεπρών στη Σπιναλόγκα. Ευλογούσε και κοινωνούσε τους αρρώστους απλώνοντας το χέρι και λαμβάνοντας θεία κοινωνία από το ίδιο κουτάλι, χωρίς να φοβηθεί την ασθένεια και τις συνέπειές της.
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για μια πληθωρική, καλοσυνάτη μορφή, που είχε σκοπό να απαλύνει τα βάσανα των ανθρώπων που νοσούσαν. Τον χαρακτηρίζουν «θεόσταλτο» και «άγιο». Περισσότερες πληροφορίες για τον ιερομόναχο Χρύσανθο έρχονται μέσα από την εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» και τη μαρτυρία του Δημήτρη Παπαδάκη, πρώην λυκειάρχη και πρόεδρο του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος τον γνώρισε από κοντά.
«Το 1947, ο εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας, π. Μελέτιος Βουργούρης, έλαβε από τον Επίσκοπο Πέτρας, Διονύσιο Μαραγκουδάκη, διμηνιαία άδεια, από 20 Ιουλίου ως 20 Σεπτεμβρίου, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Μετά τη λήξη της άδειάς του δεν επέστρεψε στη θέση του. Ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει ιερέα για την αντικατάστασή του» αναφέρει ο κ. Παπαδάκης.
Ο κ. Παπαδάκης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στη συγκινητική γνωριμία που είχε με τον παπα-Χρύσανθο, υπογραμμίζοντας:
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον ιερομόναχο Χρύσανθο τον Δεκαπενταύγουστο του 1967 στη Μονή Τοπλού, όπου, έπειτα από πρόσκληση του αγαπητού και σεβαστού μου ηγουμένου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Σπανουδάκη, έμεινα μια εβδομάδα. Ήταν βραχύσωμος, μορφή ασκητική, με λευκή γενειάδα. Τα χρόνια βάραιναν τους ώμους του. Το ράσο και ο καλογερικός σκούφος του ήταν ξεθωριασμένα.
Βρισκόμουν ένα πρωί με τον πατέρα Χρύσανθο στην έξω από το καθολικό μικρή αυλή. Τότε εμφανίστηκε ένας μεγάλης ηλικίας. Μόλις είδε τον πατέρα Χρύσανθο αναφώνησε γεμάτος έκπληξη και χαρά:
«Πάτερ Χρύσανθε…».
Και την ίδια στιγμή δυο αγκαλιές ανοίχθηκαν.
Σε λίγο στο φτωχικό κελί του πατέρα Χρύσανθου. Εκεί ο ξένος, έπειτα από μια σύντομη συζήτηση για γνωριμία, -δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του- μου μίλησε για την προσφορά του πατέρα Χρύσανθου στους λεπρούς της Σπιναλόγκας.
Δεν κατέγραψα την αφήγησή του τότε. Έτσι παρουσιάζω το περιεχόμενό της όπως το διατήρησα στη μνήμη μου, ύστερα από παρέλευση τόσων ετών. Πάντως πιστεύω ότι η πίστη -η λέξη με την έννοια που απαντά στην Ψυχολογία- της μνήμης μου δε με έχει προδώσει.
Η αφήγησή του:
Ήμουνα λεπρός. Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η κατάστασή μας ήταν φρικτή. Η αρρώστια παραμόρφωνε τα πρόσωπά μας, έτρωγε τα άκρα μας. Πολλοί λεπροί ήταν χωρίς φρύδια, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, χωρίς χείλη, χωρίς δάκτυλα χεριών και ποδιών. Πολλών το σώμα σκεπαζόταν από μια φρικτή κρούστα. Οι πληγές ξερνούσαν πολλές φορές ακαθαρσίες και έτσι κολλούσε το σώμα με τα ρούχα. Και είχαν οι πληγές μια τρομερή βρώμα από πύο! Η ιατρική περίθαλψη ήταν ασήμαντη. Υπήρχε στο νησί ένας γιατρός και ήμαστε οι άρρωστοι περίπου εξακόσιοι! Και δεν έφταναν αυτά. Ζούσαμε οι περισσότεροι σε σπίτια μικρά, υγρά και ανήλια.
Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ήταν τούτο κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις τους. Δεν μπορούσε η ψυχή να νικήσει τη σάρκα.
Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί της φρίκης λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Φεύγοντας έκλειναν την πελώρια πύλη του βενετσιάνικου τείχους, που χώριζε την αποβάθρα από το χωριό μας. Και μέναμε οι λεπροί ολομόναχοι. Συντροφιά με τη μοίρα μας! Η απομάκρυνσή τους βέβαια από το νησί ήταν δικαιολογημένη. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.
Τις δύσκολες ώρες όλοι μας, όταν δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι με τα μάτια καρφωμένα στο συνάνθρωπό μας, γονατιστοί στρέφομε τα μάτια μας προς τα άνω. Και εμείς, βρισκόμενοι στη Σπιναλόγκα, στο Γολγοθά του ανθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχόμαστε σιωπηλά. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!
Εδώ σταμάτησε την αφήγησή του. Κοίταξε το δάπεδο, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις αναμνήσεις του. Έπειτα συνέχισε την αφήγησή του:
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη. Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί, για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη.
Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
Ο πατέρας Χρύσανθος, που τον διέκρινε ταπεινοσύνη, θέλησε να τον διακόψει:
«Σε παρακαλώ…».
Εκείνος όμως συνέχισε την αφήγησή του.
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ό,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ό,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.
Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας όχι μόνο την αγάπη της γλυκύτητας, αλλά και την αγάπη της ευποιίας. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο τηρώντας το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. ΣΤ´, 3). Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για…
Δεν ολοκλήρωσε όμως τη φράση του. Ξέσπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα.
Όταν διάβαζα δημοσιεύματα για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας, ένιωθα βαθιά συγκίνηση. Όμως η σε κρητική διάλεκτο αφήγησή του, που έχει δωρική βαρύτητα, η περισσότερο ψυχολογική παρά λογική σύνταξή της, οι εκφράσεις του προσώπου του και οι κινήσεις των χεριών του, με τις οποίες τόνιζε τα λόγια του, οι ουλές του προσώπου του και τα φαγωμένα άκρα των δακτύλων του, φοβερά σημάδια που άφησε η λέπρα, και το βουβό κλάμα του μου προξένησαν στα σπλάχνα χαλασμό.
Ο πατήρ Χρύσανθος έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο, είπε με ένα εσωτερικό μεγαλείο, που μόνο οι πραγματικά μεγάλοι κρύβουν στην καρδιά τους:
Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που έκαμα. Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός. Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν το σταυρό στον Γολγοθά τους. Έπειτα η αρρώστια δε μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού.
Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής. Έπειτα ρώτησα τον πατέρα Χρύσανθο πότε έφυγε από τη Σπιναλόγκα. Εκείνος απάντησε:
Η ανακάλυψη και χρήση των αντιλεπρικών φαρμάκων έδωσαν τέλος στο δράμα των χανσενικών της Σπιναλόγκας. Πολλοί θεραπευμένοι πήγαν στα σπίτια τους. Αυτοί που είχαν βαριές βλάβες μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων της Αθήνας. Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε. Ήταν Ιούλιος του 1957. Όλοι, γιατροί, νοσοκόμοι, δημόσιοι υπάλληλοι, εγκατέλειψαν το νησί. Έπρεπε να το εγκαταλείψω και εγώ. Όμως δεν το εγκατέλειψα. Έμεινα εκεί ολομόναχος δύο ολόκληρα χρόνια. Τρόφιμα έπαιρνα από την αποθήκη, που υπήρχε στο νησί για τους λεπρούς. Είχα λίγα κηπευτικά. Τα καλλιεργούσα ο ίδιος σε ένα μικρό κήπο. Στο νησί έβρισκα και λίγα άγρια χόρτα. Οι ψαράδες μου έφερναν πολλές φορές ψωμί, λάδι και ψάρια. Κάποτε όμως τα τρόφιμα της αποθήκης τέλειωσαν. Και το πιο σπουδαίο, η υγεία μου κλονίστηκε. Τότε εγκατέλειψα το νησί λυπημένος. Ο επίσκοπός μου με τοποθέτησε στη Μονή τούτη.
Ο Ιερομόναχος Χρύσανθος σταμάτησε την αφήγησή του. Όμως εγώ, γεμάτος απορία, τον ρώτησα:
«Γιατί έμεινες μόνος στο νησί;».
Εκείνος απάντησε:
Λόγοι σοβαροί επέβαλαν την παραμονή μου στο νησί. Έπρεπε να λειτουργώ στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Έπρεπε να περιποιούμαι τους τάφους των χανσενικών. Έπρεπε ακόμα, βρισκόμενος μπροστά στους τάφους τους, να ψέλνω τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους.
Ο λογοτέχνης Νίκος Στρατάκης επισκέφτηκε το νησί της Σπιναλόγκας τον καιρό που έμενε εκεί μόνος ο πατήρ Χρύσανθος. Τις εντυπώσεις του από το νησί παρουσιάζει σε κείμενό του με τον τίτλο «Ελούντα», που δημοσίευσε στο περιοδικό «Τουριστική Κρήτη», Αθήνα, Αύγουστος 1959. Εκεί παρουσιάζει τον πατέρα Χρύσανθο:
«Σήμερα το νησί του πόνου είναι έρημο. Τίποτε δεν ταράσσει την ησυχία του… Καθώς περνούσαμε τον πλακόστρωτο δρόμο, ένας λερός και κουρελής με ασκητική και βυζαντινή αποστέωση, μπροστά στην εκκλησία, σέρνει νερό από τη δεξαμενή και ποτίζει δύο καχεκτικά δεντράκια. Είναι τούτος ο καλόγερος το υστερνό απομεινάρι της μοναχικής ζωής του βράχου. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, όπως κόλλησε η ψυχή του στην ασκητική του σάρκα. Μας ανοίγει την εκκλησία. Τα κεριά και τα καντήλια καίνε μπροστά στις εικόνες…».
Τον ιερομόναχο Χρύσανθο δεν τον τίμησε η πολιτεία ως όφειλε. Τον τίμησε όμως η Εκκλησία Κρήτης. Γύρω στα 1970, από όσο θυμάμαι, ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας Φιλόθεος Βουζουνεράκης του απένειμε για τη δράση του στη Σπιναλόγκα εκκλησιαστικό οφφίκιο και το δίπλωμα της ευφήμου μνείας. Επίσης η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (Γωνιά Χανίων), που έχει κανονική εξάρτηση από την Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου και έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον τίμησε, έπειτα από πρόταση του ανωτέρω Μητροπολίτη. Συγκεκριμένα στις 24 Φεβρουαρίου του 1980, το πνευματικό αυτό κέντρο της Κρήτης με τη διεθνή ακτινοβολία έδωσε στη μνήμη του ιερομονάχου Χρύσανθου μια υποτροφία σε άπορο επιμελή σπουδαστή Ανωτάτης Σχολής [Εφημ. «Νέα Επαρχία» Σητείας (14-3-1980)].
Πρέπει να λεχθεί ότι όλοι οι λεπροί της Σπιναλόγκας, όταν βρισκόταν κοντά τους του εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους και την υιική τους αγάπη. Χωρίς αμφιβολία τα συναισθήματα αυτά διατηρούσαν και μετά την αναχώρησή τους από το νησί. Και είναι τούτο, ασφαλώς, πολύ μεγαλύτερο και πολυτιμότερο από οποιοδήποτε βραβείο.
Ο πατήρ Χρύσανθος, κατά κόσμον Ματθαίος Κατσουλογιαννάκης, γεννήθηκε στα Έξω Μουλιανά της Επαρχίας Σητείας στις 15 Ιουλίου 1893. Παρακολούθησε μαθήματα της ΣΤ’ τάξης του δημοτικού σχολείου χωρίς να πάρει απολυτήριο. Ο επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος τον έκειρε μοναχό το 1911 και τον τοποθέτησε στη Μονή Τοπλού. Στις 20 Ιανουαρίου τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο και στις 26 Σεπτεμβρίου 1920 ιερομόναχο. Το 1941, έπειτα από αίτησή του, ο επίσκοπός του Φιλόθεος Μαζοκοπάκης τον μετέθεσε στην Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Εξεδήμησε εις Κύριον στις 3 Απριλίου 1972 και ενταφιάσθηκε στη Μονή Τοπλού.
* Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κρητικές εικόνες» (Ηράκλειο, Μάης 1984), που εξέδιδε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης.