Τον γνωστό ηθοποιό Νίκο Τσούκα τον θυμόμαστε από τις ασπρόμαυρες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και από τις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του 1980. Ο ίδιος άφησε εποχή για το μοναδικό υποκριτικό του ταλέντο και τις επικές ατάκες του.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1957, τότε, ο νεαρός τότε Νίκος Τσούκας καταφτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, μιας και «τότε, σε αντίθεση με το σήμερα, για να γίνεις ηθοποιός και να βγάλεις άδεια επαγγέλματος, έπρεπε να έχεις τελειώσει κάποια σχολή θεάτρου», θυμάται ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του.
Πεισμωμένος ο νεαρός ηθοποιός φέρνει γυροβολιά τα θέατρα της Αθήνας αναζητώντας τον πρώτο του ρόλο.
Ας τον ακούσουμε:
«Είχα πάρει σβάρνα, λοιπόν, τα θέατρα, αλλά πέρναγα κάθε μέρα από το θέατρο Παπαϊωάννου, γωνία Καποδιστρίου και Πατησίων, όπου μου είχαν πει ότι, ίσως, υπήρχε κάποιος ρόλος για μένα. Πήγαινα κάθε πρωί πριν τους ηθοποιούς! Ε, τώρα θες από την επιμονή μου, θες επειδή δεν υπήρχε κάποιος, φτάνει μια μέρα και μου λέει ο Φωτόπουλος να ανέβω να διαβάσω ένα κομμάτι, από έναν ρόλο όπου έπρεπε να υποδυθώ κάποιον 70 χρονών!».
Ο 26αρης ηθοποιός ανεβαίνει, λοιπόν, στο σανίδι, διαβάζει τα λόγια του «και με το που με άκουσε, μου λέει ‘‘τι είσαι εσύ ρε παιδί μου! Πινέζα!’’, εννοώντας ‘‘Αυτός είσαι! Καρφώθηκες στο ρόλο’’, και με πήρε».
Αυτό ήταν το ντεμπούτο του Νίκου Τσούκα στο σανίδι, στο έργο «Έξω οι κλέφτες», το οποίο θα γυριζόταν αργότερα και ταινία…
Ο Νικόλας, όπως τον φώναζαν στο θέατρο, καθιερώνεται γρήγορα στο σανίδι. Η επόμενη δουλειά του είναι δηλωτική των υποκριτικών του προσόντων. Εμφανίζεται δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη στη «Μικρή μας πόλη»! Πριν συνεργαστεί τελικά με όλους, από την κυρία Κατερίνα και τον Μουσούρη μέχρι τους Κωνσταντάρα, Καρέζη, Ρηγόπουλο, Αναλυτή, Μουστάκα και τη σταθερή παρτενέρ του σε θέατρο και σινεμά, Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Ο ίδιος έβγαζε τώρα καλά λεφτά και ζούσε αξιοπρεπώς από το θέατρο:
«Εκεί τα πράγματα ανθούσαν. Δουλεύαμε 11 μήνες το χρόνο. Να φανταστείς, απειλούσε να με χωρίσει η γυναίκα μου, επειδή δούλευα τόσο! Αρχίζαμε τον Σεπτέμβρη και συνεχίζαμε και το Πάσχα. Δεν υπήρχαν 100 θέατρα όπως σήμερα, υπήρχαν 12 και όλα δούλευαν. Όλο το χρόνο. Με το που τελείωνε το Πάσχα, αρχίζαμε παραστάσεις για το καλοκαίρι. Από το θέατρο ζούσαμε. Το 1971 που δούλευα με την Αλίκη, έπαιρνα, τότε, γύρω στις 11.000 δραχμές, εκεί που ο μέσος μισθός ήταν 1.800».
Νίκος Τσούκας: Ο ηθοποιός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο, οι θρυλικές επιτυχίες, οι τρομερές ατάκες και η απομάκρυνση από τα φώτα
Νίκος Τσούκας: «Ο Παπαμιχαήλ μου έσκισε το μοναδικό πουκάμισο που είχα»
Ο Νίκος Τσούκας και ο ελληνικός κινηματογράφος
Ο ελληνικός κινηματογράφος τον ανακάλυψε, όμως, νωρίς-νωρίς. Το ντεμπούτο του θα έρθει ήδη από το 1962 με δύο μάλιστα ταινίες: «Προδομένη αγάπη» και «Η νύφη το ‘σκασε». Τέτοια ήταν η απήχησή του στους μικρούς, αρχικά, και μεγαλύτερους, κατόπιν, ρόλους που μέχρι και το 1972 θα έχει εμφανιστεί σε τριάντα ταινίες!
Μερικοί από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν στις ταινίες «Η βίλλα των οργίων» (1964), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969), «Η νεράιδα και το παλληκάρι» (1969), «Το στραβόξυλο» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Η κόρη του ήλιου» (1971) κ.ά.
Τον θυμόμαστε ακόμα στα φιλμ «Ο ανήφορος» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Τζένη Τζένη» (1966), «Θου Βου, φανερός πράκτωρ 000» (1967), «Το λεβεντόπαιδο» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969) και «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969).
https://www.youtube.com/watch?v=nFRAT7SJIes&feature=emb_title
Η καριέρα του Νίκου Τσούκα στην τηλεόραση
Στη δεκαετία του 1980 πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες, έπαιξε όμως και στο σελιλόιντ, πρωταγωνιστώντας για παράδειγμα στο «Μια γυναικάρα στα μπουζούκια» (1984) και το «Πονηρός ο βλάχος» (1986) και κρατώντας καλούς ρόλους στο «Βαράτε με κι ας κλαίω» (1981) και το «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983).
Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα είναι στο «Ρ20» (2004) του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο θα ξανασυνεργαστούν εξάλλου το 2006 στο σίριαλ «Οδός Παραδείσου 7». Για τα δύσκολα, αν και υπέροχα, χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, ανακαλεί χαρακτηριστικά:
«Εκεί, για να παίξεις σε ταινία έπρεπε να πας με δικά σου ρούχα, με δικό σου κοστούμι. Όπως φαντάζεσαι, οι γυναίκες είχαν πιο πολύ πρόβλημα, γιατί έπρεπε, όσο να ’ναι, να είναι ωραίες και με ωραία φορέματα. Αν ήταν μεγάλη η παραγωγή, το πολύ πολύ να μας έδιναν λίγο χαλβά ή ψωμί κι ελιά στα διαλείμματα. Θυμάμαι κάποτε που ο Παπαμιχαήλ μου έσκισε κατά λάθος το πουκάμισο σε μια σκηνή στους ‘‘Φορτουνάκηδες και τους Βροντάκηδες’’ και ήμουν απαρηγόρητος, γιατί δεν είχα άλλο».
Εξίσου μακρά ήταν και η καριέρα του στο γυαλί, ξεκινώντας από το σίριαλ «13ο ανακριτικό γραφείο» το 1971 (ΕΙΡΤ). Μετά ήρθε το «Χωρίς ανάσα» (1973 – ΕΙΡΤ) και το «Ταξίδι» το 1976 (ΥΕΝΕΔ), που θα τον καθιερώσει τηλεοπτικά, κάνοντάς τον ακόμα πιο γνωστό. Από τις υπόλοιπες τηλεοπτικές δουλειές του ξεχωρίζουν ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1979 – ΥΕΝΕΔ), το «Πάρκινγκ» (1984 – ΕΡΤ) και οι «Μεν και οι δεν» (1993), ενώ έκανε και μερικά περάσματα από τις «7 θανάσιμες πεθερές» (2004) και την «Πολυκατοικία» (2011).
Διαχρονικά ήπιων τόνων, κρατήθηκε διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός στους πάντες. Είχε εξάλλου καμιά πενηνταριά ταινίες και άλλες τόσες βιντεοκασέτες στο ενεργητικό του και άφηνε τη δουλειά του να μιλά γι’ αυτόν. Συνεντεύξεις έδωσε σπανιότατα και εξίσου σπάνια απασχόλησε τα ΜΜΕ.
Νίκος Τσούκας: Ο ηθοποιός που δεν έδωσε ποτέ αυτόγραφο
«Μου ζητούν, αλλά λέω ‘‘με συγχωρείτε, δεν έχω’’. Δεν είμαι σνομπ, το αντίθετο. Αλλά να, δεν καταλαβαίνω, τι κάνω εγώ καλύτερο από σένα; Επειδή έχω κάποια δημοσιότητα; Και λοιπόν; Αυτό που υπερασπίζεσαι πρέπει να το κάνεις τίμια και ωραία. Αυτό μετράει. Η γκλαμουριά δεν μ’ άρεσε ποτέ. Μου αρέσουν τα απλά, ανθρώπινα πράγματα», λέει χαρακτηριστικά.
Μια από τις τελευταίες θεατρικές δουλειές του ταλαντούχου Νίκου Τσούκα ήταν το 2007, όταν έπαιξε στον «Κατά φαντασία ασθενή» του Μολιέρου. Έκτοτε ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.