O αξέχαστος ηθοποιός που έπαιζε τον φαρμακοποιό στη σειρά, Το Ρετιρέ, Νίκος Κουρός, οι σπουδές στη Νομική και το τέλος σε ηλικία 90 χρονών.
Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1928. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η κλίση του Νίκου Κούρου για την τέχνη τον έστρεψε σε μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών για να τον κερδίσει τελικά η υποκριτική, σπουδάζοντας στη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
‘Ηταν από τους ηθοποιούς που θα θυμόμαστε χάρις στον αγαπημένο χαρακτήρα που υποδύθηκε στο σήριαλ «Ρετιρέ», ως φαρμακοποιός. Ωστόσο εκτός από την τηλεόραση, ασχολήθηκε εκτενέστερα με την τέχνη της υποκριτικής.
Ο Νίκος Κούρος ιδιαίτερα αγαπητός μέσα από τη συμμετοχή του στο τηλεοπτικό σήριαλ του MEGA «Το ρετιρέ» του Γιάννη Δαλιαννίδη, όπου υποδυόταν το φαρμακοποιό, αδελφό της Αμαλίας και μνηστήρα της Κατερίνας.
Για το πρώτο θα τον επέλεξε μάλλον ο Γιάννης Δαλιανίδης όταν έκανε για το MEGA το «Ρετιρέ», το οποίο ακόμη παίζεται και θρέφει γενιές και γενιές τηλεθεατών. Για το δεύτερο θα τον επέλεξε σίγουρα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, όταν το 1977 τον ”πρωτοχρησιμοποίησε” στους «Κυνηγούς» του και το 1998 στην «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», τον μοναδικό ελληνικό Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες. Παραδόξως ο Κούρος δεν νευρίαζε όταν όλοι τον σταματούσαν στο δρόμο για να τον φωνάξουν ”Κυρ – Χρήστο”, όπως τον έλεγαν δηλαδή στο «Ρετιρέ». Θεωρούσε πως ήταν ένας καλός ρόλος και πως ο απλός λαϊκός κόσμος κάτι παραπάνω θα ήξερε για να τον αναγνωρίζει έτσι. Το έλεγε αυτό, βέβαια, ένας χορτασμένος καλλιτέχνης που κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας του έκανε πολύ θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση, ενώ ασχολήθηκε και με τη δημιουργική γραφή.
Στο θέατρο ”Διονύσια” στην Καλλιθέα πρωτόπαιξε στη σκηνή, συνεργαζόμενος με τον θίασο του Άλκη Παππά και της Άννας Λώρη. Με το Θέατρο Τέχνης συνεργάστηκε επί σειρά ετών, συμμετέχοντας σε οριακές παραστάσεις, όπως στο πρώτο επεισοδιακό ανέβασμα των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη στο Ηρώδειο, τον Αύγουστο του 1959, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Συμμετείχε ακόμη σε παραστάσεις έργων των Ιονέσκο, Τ. Ουίλιαμς, Πιραντέλο, Α. Μίλερ, Μπρεχτ κ.α., πάντα υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Καρόλου Κουν. Ταυτόχρονα εμφανιζόταν και με άλλους θιάσους, όπως αυτούς του Νίκου Χατζίσκου και των Δ. Χορν – Ε.Λαμπέτη. Σύμφωνα με μαρτυρία της Εύας Κοταμανίδου, συνοδοιπόρου του Κούρου, από τα χρόνια στο Τέχνης, ο Κουν του έδινε πάντα ρόλους καρατερίστα, αξιοποιώντας τον πληθωρικό χαρακτήρα του. Η Κοταμανίδου θυμάται σήμερα πώς ξαναβρέθηκαν με τον Κούρο χρόνια αργότερα, στους «Κυνηγούς» του Αγγελόπουλου: ”Δεν μπορώ να πω ότι εγώ είχα προτείνει τον Νίκο στον Θόδωρο, αλλά σίγουρα είχε ζητηθεί η γνώμη μου και είχα πει τα καλύτερα. Ο Θόδωρος ανέκαθεν ήθελε ηθοποιούς με εμπειρία και με πειθαρχία, χαρακτηριστικά που ο Κούρος τα είχε στο ακέραιο”.
Νίκος Κουρός: Οι σπουδές στη Νομική, ο αξέχαστος φαρμακοποιός του Ρετιρέ, η απομόνωση και το τέλος το 2018
Η θητεία του Κούρου στο σινεμά, βέβαια, δεν ξεκίνησε με τον Αγγελόπουλο. Τον συναντάμε και στο «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1964) του Βασίλη Γεωργιάδη, στο «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» (1967) του Ντίνου Δημόπουλου, αλλά και σε μία ιδιαίτερη ταινία του Γιώργου Μιχαηλίδη: Τον «Επισκέπτη» (1973), ένα ψυχόδραμα, στο οποίο ο Κούρος έπαιξε δίπλα στους Μηνά Χρηστίδη, Μαρία Μαρμαρινού, Λευτέρη Βογιατζή, Χρήστο Καλαβρούζο. Από τις αρχές του 1970 χρονολογείται και η φιλία του με τον σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη – μία φιλία που οδήγησε σε μία πολυετή συνεργασία, αρχής γινομένης από το τολμηρό «Στον αστερισμό της Παρθένου» (1973) με τη Ζωή Λάσκαρη, τον «Τρομοκράτη» (1975) με τον Κώστα Βουτσά μέχρι τα «Τσακάλια» (1981), τη «Στροφή» (1982) και φυσικά τα σήριαλ «Τα λιονταράκια του κυρ – Ηλία» (1985) και «Ρετιρέ» (1991).
Ο Κούρος είχε γίνει ευρύτερα γνωστός από την τηλεόραση πολλά χρόνια πριν το «Ρετιρέ», από τότε που έπαιζε στις παραστάσεις – σταθμούς του νεοελληνικού θεάτρου, «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1972 – 73) και «Ω! Τι κόσμος μπαμπά» (1973 – 75) και ταυτόχρονα εμφανιζόταν σε εξίσου ιστορικά τηλεοπτικά σήριαλ: «Εκείνος κι Εκείνος» (1975), «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1975), «Λωξάντρα» (1979), «Αστροφεγγιά» (1980).
Σημαντικό αναμφισβήτητα είναι και το πέρασμα του από τον λεγόμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο: Το 1975 εμφανίζεται στο «Κελί Μηδέν», την πρώτη πολιτική ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, και ένα χρόνο αργότερα στη φορμαλιστική «Διαδικασία» του Δήμου Θέου δίπλα στον Κώστα Σφήκα, τον Γιάννη Τότσικα, την Ελένη Μανιάτη και τον Δημήτρη Πουλικάκο. Επίσης, στο δράμα του Γιάννη Φαφούτη, «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια» (1980), βασισμένο στην ”υπόθεση Βερνάρδου”, στον «Άγγελο» (1982) του Γιώργου Κατακουζηνού, στον «Φονιά» (1983) του Τάκη Χριστόπουλου με Βαγγέλη Καζάν, Νίκο Καλογερόπουλο, Αιμιλία Υψηλάντη και στο αστυνομικό θρίλερ «Η παρεξήγηση» (1983) του Δημήτρη Σταύρακα. Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τέλος, συνεργάστηκε κατά κόρον ο Κούρος σε συνολικά πέντε ταινίες του: «Κυνηγοί» (1977), «Ο Μελισσοκόμος» (1986), «Τοπίο στην ομίχλη» (1988), «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998). Ενδεχομένως – το γράφω με κάθε επιφύλαξη – στην παρουσία του στις ταινίες του Αγγελόπουλου να οφείλει και τη συμμετοχή του με ένα μικρό ρόλο στη διεθνή παραγωγή «Κυνηγητό σε τρεις ηπείρους» (1992) του Graeme Clifford με την Andie McDowell και τον Liam Neeson.
Από νωρίς ο Κούρος είχε δουλέψει στο ραδιόφωνο, στο Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας της δεκαετίας του 1950, δανείζοντας τη φωνή και τις ερμηνείες του σε λογοτεχνικές και θεατρικές εκπομπές. Σε ώριμη ηλικία ασχολήθηκε και με την ποίηση, εκδίδοντας στις εκδόσεις Γκοβόστη τέσσερις ποιητικές συλλογές: Την πρώτη το 1988, άλλες δύο μέσα στο 1992 και την τελευταία, με τίτλο «Κέρχνος Λόγος και Λόγος Λιγύς», το 2005.
Πάρα πολύ καλός ηθοποιός και αληθινά ενεργός επί το έργω, θα μας μείνει αξέχαστος για τις στιγμές γέλιου που μας χάρισε.