Σαν σήμερα, το 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης έφυγε από την ζωή.
Ο σπουδαιότερος Έλληνας συγγραφέας, πεζογράφος, λογοτέχνης, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο, Νίκος Καζαντζάκης σε ηλικία 74 ετών στην Γερμανία.
Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός.
Ηταν ένας από τους πιο σεβαστούς από το λαό και από τους πλέον αναγνωρισμένους στο εξωτερικό συγγραφείς.
Από το 1945 ως το 1948 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο βίος του Νίκου Καζαντζάκη
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ήταν γιος του καταγόμενου από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά, όπου βρίσκεται και το Μουσείο Καζαντζάκη) εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού, Μιχάλη Καζαντζάκη (1856–1932) και της Μαρίας Χριστοδουλάκη (1862–1932) με καταγωγή από το χωριό Ασυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι του Δήμου Κουλούκωνα στο νομό Ρεθύμνου.
Είχε δύο αδελφές, την Αναστασία (1884) και την Ελένη (1887), και έναν αδελφό, τον Γιώργο (1890), που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Στο Ηράκλειο έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση κι έπειτα το 1897 γράφτηκε στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο, όπου διδάχθηκε τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα και ήρθε σε μία πρώτη επαφή με τον δυτικό πολιτισμό. Το 1899 επέστρεψε στο Ηράκλειο και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του.
Σε μία σχολική παράσταση έπαιξε τον ρόλο του Κρέοντα στην τραγωδία του Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος.
Πρώτη εμφάνιση στα γράμματα
Το 1902 μετακόμισε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1906 πήρε το δίπλωμα του διδάκτορα της Νομικής με άριστα. Στο πτυχίο του Νίκου Καζαντζάκη φαίνεται και η υπογραφή του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ήταν γραμματέας στο πανεπιστήμιο, θέση μία και μοναδική τότε.
Το 1906 πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα Όφις και Κρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή), για να ακολουθήσουν την ίδια χρονιά το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και έπειτα το θεατρικό έργο Ξημερώνει. Το τελευταίο το υπέβαλε στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα και επαινέθηκε, δίχως όμως ούτε αυτό ούτε κανένα άλλο εκείνη τη χρονιά να βραβευθεί. Την επόμενη χρονιά ο Καζαντζάκης υπέβαλε ανεπιτυχώς και αυτή τη φορά δύο ακόμη θεατρικά του έργα στον ίδιο διαγωνισμό, το Έως πότε;, το οποίο επαινέθηκε, και το Φασγά, ενώ έγραψε και ένα δεύτερο μυθιστόρημα, τις Σπασμένες Ψυχές. Ακολούθησαν δύο ακόμη θεατρικά έργα, Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη και Η Θυσία, το οποίο δημοσιεύθηκε αργότερα με τον τίτλο Ο Πρωτομάστορας. Το τελευταίο υποβλήθηκε το 1910 στον Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα και κέρδισε το πρώτο βραβείο, ενώ διασκευάστηκε και σε λιμπρέτο από τον Μανώλη Καλομοίρη ο οποίος το μελοποίησε σε όπερα.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά υπό τα ψευδώνυμα Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης, ενώ το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, τις οποίες παρακολουθούσε και τον οποίο παρουσίασε στην Αθήνα με ένα δοκίμιό του το 1912, H. Bergson. Το 1909 επέστρεψε στην Ελλάδα και εξέδωσε στο Ηράκλειο τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχθηκε εθελοντής, αλλά τελικά διορίστηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Έργο
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε πολυγραφότατος. Ασχολήθηκε σχεδόν με κάθε είδος λόγου: Ποίηση (δραματική, επική, λυρική), δοκίμιο, μυθιστόρημα (στα Ελληνικά και στα Γαλλικά), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλληλογραφία, παιδικό μυθιστόρημα, μετάφραση (από τα Αρχαία Ελληνικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Ισπανικά), κινηματογραφικά σενάρια, ιστορία, σχολικά βιβλία, παιδικά βιβλία (διασκευή και μετάφραση), λεξικά (γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά), δημοσιογραφία, κριτική, αρθρογραφία.
Το κύριο σώμα του έργου του αποτελείται από την Ασκητική, η οποία είναι ο σπόρος απ’ όπου βλάστησε όλο του το έργο, την Οδύσσεια, δίπλα στην οποία όλα τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται ως «πάρεργα», τους «21 σωματοφύλακες της Οδύσειας», τις Τερτσίνες, τις 14 τραγωδίες που περιέχονται στους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄, τα δύο μυθιστορήματα που έγραψε στα Γαλλικά και τα 7 μυθιστορήματα της όψιμης ηλικίας του, τις εντυπώσεις από τα ταξίδια του σε Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ρωσία, Ισπανία, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία, Ιερουσαλήμ, Κύπρο και Πελοπόννησο, τις μεταφράσεις του Δάντη και του Ομήρου και τέλος τις επιστολές του προς τη Γαλάτεια Αλεξίου και τον Παντελή Πρεβελάκη.
Νίκος Καζαντζάκης: Ο αφορισμός του από την Εκκλησία
Τη δεκαετία του ’50 ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ήδη καταξιωμένος συγγραφέας με παγκόσμια αναγνώριση. Το 1955 όμως, πολεμήθηκε σκληρά από την εκκλησία, η οποία έφτασε στο σημείο να ζητήσει ακόμα και τον αφορισμό του.
Τα έργα του «ο Τελευταίος Πειρασμός», «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Καπετάν Μιχάλης», έγιναν αφορμή ώστε η ιερά σύνοδος με έγγραφό της, να ζητήσει από την κυβέρνηση την απαγόρευσή τους
Ο Καζαντζάκης κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος και τα έργα του θεωρήθηκαν προσβολή για τα χρηστά ήθη. Στον «τελευταίο πειρασμό» ο συγγραφέας παρουσίαζε τον Χριστό με ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ στο έργο του «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έδειχνε τις αμαρτωλές αδυναμίες των ιερέων.
Ο «Καπετάν Μιχάλης» χαρακτηρίστηκε «αντιχριστιανικόν και αντιεθνικόν έργον», που εξευτελίζει τα ιερά και τα όσια του έθνους καθώς και τον αγώνα του κρητικού λαού.
Ο συγγραφέας είχε αντίθετη άποψη: «προσπάθησα να εξαίρω όσο μπορούσα τους αγώνες της Κρήτης για την ελευθερία και συνάμα την ηρωική και μαρτυρική συμμετοχή της εκκλησίας στους αγώνες αυτούς κι όμως βρέθηκαν συνειδήσεις που κατασυκοφάντησαν το βιβλίο αυτό, ως ενάντιο της θρησκείας και της πατρίδας»
Πολλοί υποστήριξαν ότι ο συγγραφέας δεν πολεμήθηκε για το περιεχόμενο των βιβλίων του, αλλά για τα φιλοκομμουνιστικά του φρονήματα. Και αυτό γιατί ο Καζαντζάκης κατά τη δεκαετία του ’20 είχε κάνει πολλά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση και παρουσίαζε με θετικό τρόπο τις κομμουνιστικές αλλαγές.
Έτσι αρκετοί θεώρησαν πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της επίθεσης και ότι η προσβολή των θρησκευτικών ηθών, ήταν πρόσχημα.
Οι αντιδράσεις της εκκλησίας δίχασαν την κοινή γνώμη.
Πολλοί πίστεψαν ότι όντως ο συγγραφέας δεν έδειχνε σεβασμό στα «Θεία», ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι τα έργα του ήταν συγγραφικά αριστουργήματα, που δεν είχαν καμία πρόθεση να προσβάλουν την εκκλησία.
Ο συγγραφέας με επιστολή απάντησε δημόσια στις απειλές της εκκλησίας ότι θα τον αφορίσει:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα