Λένε πως οι μεγάλοι ρόλοι ερμηνεύονται ως μετουσίωση από μεγάλους ανθρώπους. Ό,τι και να πιστεύει κανείς, ο Μάνος Κατράκης ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος. Σπουδαίος στο θέατρο, πιο σπουδαίος στη ζωή.
Η ζωή του αρχίζει από το Καστέλι Κισσάμου, στις 14 Αυγούστου 1908, όπου ξαναγύριζε όποτε μπορούσε για να ξαναθυμηθεί τον πατέρα του, Χαράλαμπο, από τον οποίο ορφάνεψε νωρίς, τα άλλα τέσσερα αδέρφια του και την κυρα-Ειρήνη, τη μάνα του, που τη λάτρευε και της έμοιαζε όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στον πεισματικό χαρακτήρα και την αδάμαστη ψυχή.
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός και αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης. Ενταγμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Για τον άνθρωπο που έμελλε να χαράξει ανεξίτηλα το όνομα του, με χρυσά γράμματα, στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, η ενασχόληση με την υποκριτική ξεκίνησε αναπάντεχα, όταν επελέγει από τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα ως πρωταγωνιστής της ταινίας «Το Λάβαρο του ΄21» (1928/1929). Η συμμετοχή του αυτή υπήρξε απόδειξη του ακατέργαστου ακόμη ταλέντου του, εξασφαλίζοντάς του το «εισιτήριο» για το θεατρικό σανίδι, με τον «Θίασο των Νέων» του Αντρέα Παντόπουλου το 1929.
Αν και η μέχρι τότε επαφή του Μάνου Κατράκη με το θέατρο υπήρξε «Ο Καραγκιόζης» (δημοφιλές λαϊκός θέαμα για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα), ωστόσο με το εντυπωσιακό, φυσικό παρουσιαστικό του και το ισχυρό θεατρικό του ένστικτο κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή και να εξασφαλίσει, για τα επόμενα χρόνια, τη συνεργασία διάφορων αθηναϊκών θιάσων, παίζοντας σε δευτερεύοντες ρόλους («Ελευθέρα Σκηνή» του Θεάτρου Κοτοπούλη, «Λαϊκό Θέατρο Αθηνών» του Βασίλη Ρώτα κ.α.). Το 1932 επιλέγεται από τον Φώτο Πολίτη για τον νεοϊδρυθέντα θίασο του Εθνικού Θεάτρου, ενώ το 1934 αποπειράται να δημιουργήσει τον δικό του θίασο, το «Ελεύθερο Θέατρο». Μια προσπάθεια χωρίς μεγάλη διάρκεια.
Η μακροχρόνια και γεμάτη διακρίσεις θεατρική του πορεία χαρακτηρίζεται από συνεργασίες με σημαντικούς θιάσους: Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, «Λαϊκό Θέατρο Αθηνών» (Βασίλη Ρώτα), «Ελευθέρα Σκηνή» (Κοτοπούλη, Μυράτ, Μελάς), Θίασος Κατερίνας Ανδρεάδη, Θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη, Θίασος και Θέατρο Κυβέλης, Θίασος Αυλαία, Θίασος «Καλλιτεχνική Συντροφιά» (Πέλος Κατσέλης) κ.α. Συνεργασίες με σπουδαίους σκηνοθέτες: Φώτος Πολίτης, Δημήτρης Ροντήρης, Τάκης Μουζενίδης, Πέλος Κατσέλης, Μάριος Πλωρίτης, Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, Αλέξης Σολομός, Ζυλ Ντασέν κ.α.
Ο ίδιος υπηρέτησε το θέατρο, επίσης, ως σκηνοθέτης και θιασάρχης. Το 1955, μάλιστα, ίδρυσε το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο», έναν από τους σημαντικότερους θιάσους της μεταπολεμικής περιόδου, επικεντρωμένος στην ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού, της ελληνικής δραματουργίας, των ανερχόμενων, αλλά και ήδη υπαρχουσών, αξιόλογων δυνάμεων της θεατρικής σκηνής. Με περισσότερες από ογδόντα παραστάσεις αρκετές από τις οποίες έτυχαν θριαμβευτικής υποδοχής από κοινό και κριτικούς.
Η καριέρα του γνώρισε αρκετά πισωγυρίσματα εξαιτίας της δραστηριοποίησης του στον χώρο της αριστεράς. Συλλήψεις και εξορία από το 1949 έως και το 1952, όταν και δυσκολεύεται για ένα χρονικό διάστημα να βρει δουλειά στο θέατρο εξαιτίας του στιγματισμού του ως κομμουνιστή.
Ωστόσο η επαφή του με εξόριστους συναγωνιστές θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην πνευματική και ιδεολογική του διαμόρφωση. Επιπλέον, θα δημιουργήσει, μεταξύ άλλων, και ισχυρές φιλίες, όπως αυτή με τον σπουδαίο ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Έξωση του «Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου» από το ανοιχτό θέατρο του Πεδίου του Άρεως, κατά τη διάρκεια της επταετίας, και συνεπακόλουθο πλήγμα στις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Τίμιος αγωνιστής και ανυποχώρητος έως το τέλος της ζωής του, ο Μάνος Κατράκης διακατεχόταν από μια ανόθευτη ανθρωπιά, αλληλεγγύη και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Η σχεδόν 53χρονη πορεία του στο θέατρο μας έδωσε μερικές αξέχαστες – ιστορικές ερμηνείες, με ρόλους σε έργα σημαντικών Ελλήνων και ξένων δραματουργών: Ρήγας («Ρήγας Βελεστινλής» Βασίλη Ρώτα), Πρόσπερος («Τρικυμία» Σαίξπηρ), Κρητικός («Βαβυλωνία» Δημήτριου Βυζάντιου), Προμηθέας («Προμηθέας Δεσμώτης» Αισχύλου), Μήτρος («Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» Δ. Κορομηλάς), Μπερτ Τσαρλς («Βαθιές Είναι οι Ρίζες» Ντ’ Υσσώ και Γκάου), Οθέλλος (Σαίξπηρ), Μίσκιν («Ηλίθιος» Ντοστογιέφσκι), Σάυλοκ («Έμπορος της Βενετίας» Σαίξπηρ), Καπετάν Μιχάλης (Νίκου Καζαντζάκη), Βρούτος («Ιούλιος Καίσαρας» Σαίξπηρ), Δον Κιχώτης (Μιγκέλ ντε Θερβάντες), Ιβάν Καλομίτσεφ («Οι Τελευταίοι», Μαξίμ Γκόρκυ), Χριστόφορος Κολόμβος (Νίκος Καζαντζάκης), Φλώρος/πραματευτής («Ο Πραματευτής» Γ. Ρούσσου) κ.α.
Σύντροφε Μάνο , κρητικόπουλο,
Ερωτόκριτέ μας άξιε γιε της Ρωμιοσύνης
Έρωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη
μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου.
Σύντροφε Μάνο εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον ψηλορείτη…»
Κάθε φορά που θέλει κάποιος να μιλήσει για τον Μάνο Κατράκη, αυτοί οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου έρχονται και διεκδικούν την πρώτη θέση στη σκιαγράφηση αυτής της πολυδιάστατης προσωπικότητας, διεκδικούν την πρώτη θέση για να μνημονεύσουν τον άνθρωπο, τον αγωνιστή και καλλιτέχνη, που πάντα βρίσκεται στην καρδιά και στη μνήμη μας.
Τα λόγια αυτά του Ρίτσου ήταν το δώρο του για τον εορτασμό των 50 χρόνων στο Θέατρο του Μάνου Κατράκη , με τον οποίο πρώτα απ’ όλα μοιράστηκαν τα βάσανα της εξορίας, στη συνέχεια βρέθηκαν πλάι – πλάι στους αγώνες για την ειρήνη και το σοσιαλισμό, χτίζοντας έτσι μια βαθιά φιλία.
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό Θέατρο για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, μέχρι το 1952. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος ο Μάνος Κατράκης , είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν: «Γονάτισε Κατράκη » – του έλεγαν – «αλλιώς θα πεθάνεις». «Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω». «Τι παριστάνεις, ρε;» – συνέχιζαν – «Τον Μαρίνο Κοντάρα;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα). Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «…όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα, απλά τον άνθρωπο».
Οι δυσκολίες της εξορίας, τα βασανιστήρια, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους δοκιμαζόμενους συναγωνιστές καταγράφονται από τον Κατράκη με ποιητικό τρόπο:
«Κείνο το βράδυ στη χαράδρα…/
Δεν το ξεχνάω φίλε/
Είχανε σπάσει δυο μπαμπού/
στα κόκαλά μου…/
Η ανανδρία θυμάμαι/
τα ‘βαλε με τη λεβεντιά/
κείνο το βράδυ/
Μα το νεράκι πού το βρήκες/
σύντροφέ μου;/
Τώρα που πέρασαν οι πόνοι/
σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό/
να σεργιανάς/
Κι είπα να σου ‘δινα το χέρι/
για να ξοφλήσω τη δροσιά/
κείνης της νύχτας/
Μα το νεράκι πώς το βρήκες/
το νεράκι/
σ’ εκείνο τ’ άνυδρο το ρέμα».
Το Μάρτη του 1981 διοργανώνεται στο Παρίσι τιμητική εκδήλωση από τον σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη. Στην εναρκτήρια βραδιά της εκδήλωσης ο Μάνος Κατράκης απευθύνεται στους παρευρισκόμενους με τη γλώσσα της καρδιάς όπως έκανε πάντα:
«Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά. Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου. Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου. Εσείς τιμάτε τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας. Σας ευχαριστώ. Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ’ αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού. Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά. Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου. Το αξίζει. Εγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ηθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου»…
Ο Μάνος Κατράκης ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό στις 2 του Σεπτέμβρη το 1984. Λίγο μετά την ολοκλήρωση του γυρισμάτων της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα». Έμελλε να ήταν εκείνο το τελευταίο του ταξίδι…