Λάκης Γαβαλάς: Ο άγνωστος γάμος, η Σουηδέζα γυναίκα του και το μωρό που έχασε

Ανατρεπτικός, εκκεντρικός αλλά επιτυχημένος και πολύ αγαπητός στο κοινό και σε φίλους ο μόδιστρος Λάκης Γαβαλάς
λάκης-γαβαλάς-ο-άγνωστος-γάμος-η-σουηδ-68029

Ανατρεπτικός, εκκεντρικός αλλά επιτυχημένος και πολύ αγαπητός στο κοινό και σε φίλους ο Λάκης Γαβαλάς

Ο Λάκης Γαβαλάς έχει βραβευτεί ως «επιχειρηματίας της χρονιάς» πολλές φορές. Θεωρήθηκε δαιμόνιος επικεφαλής του εμπορίου ενώ γύρω του ένας θίασος κοσμικών τον γυρόφερναν για μια πρόσκληση στα περιβόητα πάρτι του στη Μύκονο, που έζησε στα παραδείσια Ηλύσια πεδία του life style αλλά και την πτώση της αυτοκρατορίας του.

Έχουμε κάνει έναν αριθμό συνεντεύξεων μαζί και αυτό που προσωπικά θαυμάζω σ’ αυτόν είναι η δύναμη της ψυχής του, το γεγονός πως παλεύει με απέραντη αξιοπρέπεια να αναγεννηθεί από τις στάχτες του και ότι έχει το κουράγιο να κάνει βιτριολικό χιούμορ. Επίσης είναι τυπικότατος, απαντά σε ό,τι και αν τον ρωτήσεις και παρά τις εξεζητημένες εμφανίσεις του είναι απίστευτα προσγειωμένος.

Ο Λάκης Γαβαλάς έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει στον Πειραιά στις 6 Ιανουαρίου 1952 και μεγάλωσε στον Κορυδαλλό. Ο πατέρας του, Διονύσης, ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας με εργοστάσιο κοπής μαρμάρων που απασχολούσε μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Έχει δύο αδερφές, τη Νότα και τη Νούλη.

Είναι απόφοιτος της Ελληνογαλλικής Σχολής St. Paul. Στα 17 του εργάστηκε σε τσαγκαράδικο στο Μοναστηράκι. Εκεί ανακάλυψε την αγάπη του για τη μόδα. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στην Ιταλία και σπούδασε χορό. Έζησε εκεί 9 χρόνια και δημιούργησε στενές σχέσεις με την κρατική τηλεόραση και με γνωστούς σχεδιαστές.

Η σχέση του Λάκη Γαβαλά με τη μόδα

Επέστρεψε στην Ελλάδα και πήρε την απόφαση να ασχοληθεί επιχειρηματικά με τη μόδα. Εκπροσώπησε ξένους οίκους, κάτι που τότε ήταν άγνωστο για την Ελληνική αγορά. Burberry, Dolce & Gabbana και Dsquared είναι μερικές από τις γνωστές του συνεργασίες. Λίγα χρόνια μετά ο Λάκης Γαβαλάς θα έχει στη κατοχή του τα καταστήματα Lakis Gavalas και Burberry αλλά και LAK τα οποία θα φέρουν και την υπογραφή του.Το πρώτο του κατάστημα ήταν στη Ρόδο.

Οι δραστηριότητες του Λάκη Γαβαλά εκτός μόδας

Ο Λάκης Γαβαλάς συμμετείχε στην χορευτική ομάδα του Φώτη Μεταξόπουλο άλλα και του Βαγγέλη Σελεινού ενώ έχει παίξει στο μιούζικαλ Hair ενώ έχει υπάρξει κριτικής στο My style Rock’s.

Ήμουν παντρεμένος με γυναίκα και χώρισα όταν άρχισα να κουνάω περίεργα το χέρι, έχει εξομολογηθεί…

Ο Λάκης Γαβαλάς έχει πει πολλές φορές πως ήταν παντρεμένος με γυναίκα για 9 χρόνια και πως χώρισαν όταν άρχισε να κουνάει το χέρι λίγο περίεργα.

Συγκεκριμένα είχε πει: «Κάποτε είπαν ότι ήμουν με έναν άντρα αλλά όχι! Ήταν μια γυναίκα που ήταν αντράκι. Η πιο σπουδαία πρόταση γάμου που μου έχει γίνει είναι… η πρόταση από γυναίκα. Τη γνώρισα στο Πόρτο Φίνο, ζήσαμε στην Ιταλία. Παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο στην Ελβετία, ζήσαμε μαζί 9 χρόνια στην Ιταλία και μετά εγώ άρχισα να κουνάω το χέρι λίγο περίεργα… Και μου λέει ‘Με διώχνεις;’ και της έλεγα ‘ναι’. Σηκώνει κι αυτή το χέρι και μου κάνει έτσι ‘goodbye’. Από τα 30 μου και μετά τις γυναίκες τις βλέπω μόνο στο κομμωτήριο».

Τα χρέη του Λάκη Γαβαλά και η φυλάκιση

Στα τέλη του 2010 άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα στην επιχειρηματική δραστηριότητα του Λάκη Γαβαλά. Τόσο η κακή διαχείριση των οικονομικών θεμάτων από αρμόδια στελέχη της εταιρείας του κ. Γαβαλά, όσο και η μεγάλη κάμψη των λιανικών πωλήσεων ήταν δύο από τους βασικούς λόγους που έφεραν αυτή την αρνητική εξέλιξη. Η Εφορία κάνει ελέγχους στην επιχείρηση και βρίσκει χρέη προς το Δημόσιο 15 εκατ. ευρώ. Οι προμηθευτές δηλώνουν απλήρωτοι. Ο Λάκης Γαβαλάς καταθέτει μήνυση εις βάρος του γαμπρού του. Οι υπάλληλοι δεν πληρώνονται. Ένας – ένας, ακόμη και οι πιο παλιοί, ακόμη και οι πιο πιστοί, εγκατέλειπαν την εταιρεία. Burberry και Dolce & Gabbana παραδίδουν οι ίδιες τα ρούχα στους πελάτες. DSquared2 και Moschino σταματούν συνεργασία και περνούν στον όμιλο Παγώνη. Η εταιρεία καταθέτει αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99 περί πτώχευσης.

Η παραμονή του στις φυλακές Κορυδαλλού

Ο Λάκης Γαβαλάς είχε πει: «Την πρώτη νύχτα μέσα στη φυλακή αποκοιμήθηκα αμέσως από την κούραση. [..] Οι πρώτοι τρεις μήνες εκεί μέσα ήταν τραγικοί, αισθάνεσαι ταπεινωμένος και ψάχνεις να βρεις γιατί θεωρείσαι ένοχος. Μετά, έπρεπε να κρατήσω αποστάσεις απ’ όλους εκείνους που ήθελαν να με «γλείψουν» μέσα στη φυλακή επειδή είμαι επώνυμος. Ήθελα να κλειστώ στον εαυτό μου και να δίνω την ενέργειά μου μόνο στους δικηγόρους μου. Από ένα σημείο και μετά είχα την αίσθηση ότι παίζω σε μια ταινία κι έπεισα τον εαυτό μου να παίξει αυτόν τον ρόλο όσο καλύτερα γινόταν. Δεν ένιωσα ούτε στιγμή ότι κινδυνεύει η ζωή μου μέσα στον Κορυδαλλό.

Έχω τέτοιο βλέμμα που τον στήνω τον άλλον στον τοίχο. […] Μια μέρα, όμως, που μου έφεραν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου μέσα στο εκκλησάκι της φυλακής μ’ έπιασαν τα κλάματα με λυγμούς. Δε θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν τη στιγμή. Έζησα, λοιπόν, 15 μήνες μέσα στη φυλακή. Αυτό το ταξίδι δεν ξεπερνιέται ποτέ. Νόμιζα ότι βγαίνοντας θα έβλεπα μια Ελλάδα αλλαγμένη και βελτιωμένη. Αυτό, βέβαια, δε συνέβη ποτέ. [..] Έβγαινα με το σορτς για να πάω για θεραπεία ή ανέβαινα στο γραφείο της κοινωνικής λειτουργού με την πετσέτα μου ως τουρμπάνι και ποτέ δεν άκουσα ούτε ένα επιφώνημα αποδοκιμασίας. Όλοι, από τους Πυρήνες της Φωτιάς και τους απατεώνες, μέχρι τους δεσμοφύλακες, με φώναζαν «κύριο Γαβαλά». Σε όλη τη ζωή μου βαθιά μέσα μου αισθάνομαι ένα καρτούν που θέλω να μείνω στην ιστορία για πολλές γενιές ακόμα».

«Χρησιμοποιήθηκα από το ελληνικό Δημόσιο ως το εξιλαστήριο θύμα»

Για τις συλλήψεις του είχε δηλώσει: «Χρησιμοποιήθηκα από το ελληνικό Δημόσιο ως το εξιλαστήριο θύμα, προκειμένου να φανεί πως πλέον το σύστημα κάνει σωστή δουλειά και πως τώρα στην Ελλάδα και οι επώνυμοι τιμωρούνται, όμως, εγώ ούτε έκανα ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ούτε έκλεψα από το Δημόσιο, όπως έκαναν όσοι θα έπρεπε να τιμωρηθούν. Γιατί στην πλειονότητά τους αυτοί που έκλεψαν είναι έξω. Ήμουν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας που λόγω της κρίσης και κάποιων ανθρώπων της εταιρείας μου, τους οποίους λανθασμένα εμπιστεύτηκα, έπεσα έξω. Εγώ χρωστάω, δεν έκλεψα, και θέλω να πληρώσω».

Το 2013 όντας στη φυλακή για χρέη ο Λάκης Γαβαλάς είχε στείλει μια επιστολή που είχε δημοσιευτεί στο People.

“Κορυδαλλός, Απρίλιος 2013

Γεννήθηκα στο λυκαυγές της δεκαετίας του ’50, όταν η Ελλάδα μάζευε ακόμα τα συντρίμμια του Εμφυλίου. Όταν η αστική τάξη κοίταγε με υπεροπτικό ύφος τη φτωχολογιά που ξυπνούσε και πάλευε, στην αρχή για επιβίωση και αργότερα για διάκριση στο επιχειρείν και την τέχνη. Πόσο όμορφα σε δύο στιχάκια θα αποτύπωνε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης αυτό το λυκαυγές: “Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι, μέσα από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι”. Εγώ πρόλαβα τη λεπτή μέση των γυναικών. Τις κλος φούστες. Την καλτσοδέτα στη ραφή του καλσόν. Το περιποιημένο μουστάκι των ανδρών. Πρόλαβα τα γυαλισμένα με μπριγιόλ ανδρικά μαλλιά αλλά και το αυθεντικό χάντρισμα και δίπλωμα του κομπολογιού. Αυθεντικό στη μαγκιά, τον ανδρισμό.

Ο μπαμπάς κυρ Διονύσης και η μαμά κυρά Τζοβάννα ήταν υπέροχοι γονείς. Διαρκώς ερωτευμένοι μεταξύ τους. Όχι απλά αγαπημένοι. Έκαναν τρία παιδιά. Εγώ ήμουν το πρώτο. Πέντε χρόνια αργότερα ήρθε στη ζωή η Νούλη και πέντε χρόνια μετά η (βασανιζόμενη σήμερα) Νότα. Ο μπαμπάς, βέρος Πειραιώτης με κυκλαδίτικες ρίζες από την πλευρά του παππού και κρητικές από την πλευρά της γιαγιάς. Η γλυκιά μαμά γεννήθηκε στην Ιταλία, από πατέρα και μητέρα Σμυρνιούς. Καπετάνιος ο παππούς από την πλευρά της μαμάς, ταξίδευε παντού και ήταν περιπετειώδης τύπος. Μπορεί να γεννήθηκε στην Ιταλία η μαμά, αλλά 6 ετών έζησε μόνιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα. Καλόκαρδη, νοικοκυρά, κοκέτα, με πολλά ενδιαφέροντα. Ο μπαμπάς, αυστηρός, πειθαρχημένος και καλός επιχειρηματίας. Ασχολιόταν με τα μάρμαρα. Πούλαγε ελληνικά μάρμαρα στην Ελλάδα την εποχή της ανοικοδόμησης και σε όλο τον κόσμο. Ακούραστος αλλά και επινοητικός, απέσπασε βραβείο Ευρεσιτεχνίας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για τα μηχανήματα κοπής μαρμάρων τα οποία κατασκεύαζε.

Οι γονείς μου ήθελαν τα παιδιά τους να εξελιχθούν μέσα από τη μόρφωση και την καλλιέργεια. Μετά το Δημοτικό αποφάσισαν να με στείλουν σε γαλλικό σχολείο. Γυμνάσιο και Λύκειο με βρίσκει στο γαλλικό σχολείο Saint Paul. Ανάμεσα στο λιμάνι της Ζέας και το λιμάνι της Μερκούρη. Στο Δημοτικό μου είχε κάνει εντύπωση ο ήχος, τικ τακ, των τακουνιών της δασκάλας μου στο μωσαϊκό. Παρασύρθηκα και σε μια από τις εκθέσεις μου έγραψα στο τέλος “τικ τακ το τακουνάκι σου”. Η δασκάλα μου εντυπωσιάστηκε και μου έβαλε 10 με τόνο. Ο μπαμπάς δεν κατάλαβε την υποβόσκουσα δημιουργικότητά μου. Δεν μπόρεσε, λόγω ιδιοσυγκρασίας, να αντιληφθεί το νόημα και ρώτησε τη δασκάλα γιατί η βαθμολογία της συγκεκριμένης έκθεσής μου ήταν τόσο υψηλή. Η απάντηση της δασκάλας τον άφησε ακόμα πιο έκπληκτο: “Μα κύριε Γαβαλά δεν υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός!”. Η δασκάλα ήταν γάτα με πέταλα. Και μου ξαναχάρισε άλλη μια φορά 10 με τόνο όταν σε μια έκθεσή μου, που είχε θέμα ελεύθερο, έδωσα τον τίτλο “Το πιάνο και το βάζο”. Τόσο νορμάλ γραμμένο και τόσο πονηρά προφερόμενο. Στο Γυμνάσιο ανακαλύπτω σιγά σιγά τον εαυτό μου. Είμαι καλός μαθητής, ανήσυχο και ευφάνταστο παιδί. Οι σχέσεις μου και τα όνειρά μου μπερδεύονται.

Η ψυχή μου ξεφαντώνει. Φοράω τα εξαντρίκ ρούχα της εποχής. Παντελόνια καμπάνα, φαρδιές ζώνες, τεράστιες αγκράφες, πολύχρωμα πουκάμισα. Η ενδυματολογική επανάσταση της Carnaby street του Λονδίνου έχει κατακτήσει την υφήλιο. Η μόδα είναι αντικομφορμιστική. Μάης του ’68 στο Παρίσι έχει φέρει τα πάνω κάτω. Όλα αμφισβητούνται. Εικόνα στο προαύλιο του Saint Paul. Ώρα πρωινής προσευχής. Η φωνή του διευθυντή Φρερ στο μικρόφωνο: “Γαβαλά, να πας να αλλάξεις ρούχα!”. Ωχ, ευτυχώς που τα καταφέρνω στα μαθήματα και η συμπεριφορά μου κοσμιωτάτη. Έχω φαντασία, έχω όνειρα και πολλούς στόχους. Διαβάζω πολλά εξωσχολικά βιβλία, περιοδικά και είμαι οπαδός του “Salut les Copins”. Όλες οι παρέες του σχολείου και της γειτονιάς με θέλουν κοντά τους. Με προστατεύουν γιατί είμαι ευγενής, δεν πειράζω κανέναν, βοηθάω τους φίλους μου. Είμαι καλή παρέα, έχω χιούμορ. Αλλά και ακούνε από το στόμα μου φράσεις με σκέψεις, πληροφορίες και ιδέες που δίνουν χρώμα στο γκρίζο περιβάλλον και στην πεζή καθημερινότητα.

Βολτίτσες με το σχολείο. Στην Καστέλα, κάτω από το θρυλικό Κάβο Ντόρο νοικιάζουμε βάρκα για να πάμε μέχρι το απέναντι νησάκι. Κωπηλασία 200 μέτρων και οι συμμαθητές μου τσακώνονται ποιος θα κάνει κουπί για μένα. Εγώ δίνω παραγγέλματα και το διασκεδάζουμε. Φορητό πικ απ που λειτουργεί με μπαταρίες. Τα 45αρια σινγκλάκια με τις καυτές επιτυχίες της εποχής εναλλάσσονται με ταχύτητα αστραπής. Η αιώνια διαμάχη μεταξύ των τινέιτζερς: Beatles ή Stones; Ποιο συγκρότημα είναι μεγαλύτερο; Οι “Blind Faith” λέω εγώ. Τους αποσβολώνω. Είμαι εκκεντρικός. Οι “Ten Years After” τους λέω απανωτά.

Είμαι ο εναλλακτικός. Είμαι ο διαφορετικός. Γιατί η καρδιά μου πετάει σαν γλάρος. Ακούω τα πάντα, βλέπω τα πάντα. Βλέπω; Βλέπω σινεμά. Αλλά με διαφορετικό μάτι. Οι συμμαθητές μου παρακολουθούν την υπόθεση και αδημονούν για την ερωτική σκηνή. Εγώ βλέπω ρούχα. Κινήσεις. Ντεκόρ. Τους αναγκάζω να βλέπουν και παλιές ταινίες. Μαυρόασπρες. Όχι μόνο γιατί είμαι σινεφίλ. Αλλά γιατί βλέπω, μέσα από αυτές τις ταινίες, τις εναλλαγές, τις τάσεις της μόδας. Ξεχωρίζω τις βασικές ενδυματολογικές αρχές και διακρίνω τις παραλλαγές. Ανακαλύπτω πόσο αρμονικά συμπορεύονται η τέχνη με τη μόδα. Βλέπω το “Όσα παίρνει ο άνεμος” και θέλω να αγγίξω τα ρούχα. Να γίνω ένα με αυτά. Το μακρύ μαύρο φόρεμα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν στο “Νοτόριους” του Χίτσκοκ με ανατριχιάζει. Το θέλω. Παίρνω ύφασμα και ψαλίδι για να το φτιάξω. Με συνεπαίρνει η μόδα πιο πολύ και από τον έρωτα.

Τα άσπρα φανελάκια του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν. Τα υπέροχα κοστούμια του Κάρι Γκράντ. Όλα τα ρούχα της θεάς Γκρέις Κέλι. Βουτάω στην ιστορία του κινηματογράφου για να δω την πρόοδο της τέχνης, της μόδας, των επίπλων, των αξεσουάρ, των κοσμημάτων μέσα στις περασμένες δεκαετίες.

«Και ξαφνικά σοκ και δέος. Ανακαλύπτω το μιούζικαλ»

Σε σινεφίλ κινηματογράφους της Αθήνας. Την Τζίντζερ Ρότζερς και τον Φρέντ Αστέρ, την Τζούντι Γκάρλαντ και τον Τζιν Κέλι. Αέρινα κορμιά να σπάνε το φράγμα της λογικής. Να εξαφανίζεται ο χώρος και ο χρόνος. Σαν ξωτικά να μένουν στην ατμόσφαιρα οι χορευτές. Το προτεταμένο πόδι της Γκάρλαντ, ντυμένο στο σέξι διχτυωτό καλσόν, καθήλωνε το βλέμμα μου και φούσκωνε σαν ηφαίστειο τον εγκέφαλό μου. Παρατάω το σχολικό μπάσκετ και το ρίχνω στον χορό. Σε πάρτι, σε κυριακάτικα πρωινά με τα μοντέρνα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα της εποχής, τους Formix, τους Juniors, τους Charms, τους Idols. Αμέσως μετά το Saint Paul συνεχίζω πιο εντατικά τον χορό στη σχολή χορού της Ραλλού Μάνου. (…) Γνωρίζω τον Τσαρούχη και μιλάμε ατελείωτες ώρες για τις εθνικές συγγένειες των χορών. Αρχίζω και να δουλεύω. Έχω αρκετές προτάσεις.

Ο Φώτης Μεταξόπουλος ανεβάζει στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου πίσω από τη Βουλή το υπερμιούζικαλ “Hair”. Με παίρνει στη χορευτική του ομάδα κι εκεί γνωρίζω τον νεαρό τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα ως πρωτοεμφανιζόμενο. Ακολουθεί πρόταση από τον Βαγγέλη Σειληνό να ενταχθώ στη δική του χορευτική ομάδα. Αυτή η συνεργασία ήταν και το γούρι για τη μετέπειτα καριέρα μου. Με είδε ένας καλλιτεχνικός διευθυντής της RAI και με κάλεσε στην Ιταλία για εμφανίσεις σε σόου της κρατικής TV. Έμεινα πολλούς μήνες στη Ρώμη. Τα είδα όλα και τους είδα όλους. Εννοώ τους Ιταλούς σχεδιαστές μόδας όπου επιμελούντο την ενδυματολογική εικόνα διαφόρων καλλιτεχνών. Παρακολούθησα πως δουλεύουν. Πήγα σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, σε ατελιέ και εκθετήρια. Κατάλαβα πως δουλεύει το σύστημα. Είδα τις ευκαιρίες και τις άρπαξα. Γύρισα για λίγο στην Ελλάδα και είδα πως δουλεύει ο κλάδος της μόδας και ευρύτερα του ρούχου στην πατρίδα μου. Πρωτόγονα σε σχέση με την Ιταλία. Αποφάσισα να ασχοληθώ με το εμπόριο της μόδας. Πέτρινα τα χρόνια τότε, στο τελείωμα της δεκαετίας του ’70 για το εισαγωγικό εμπόριο.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαν στοιχειοθετηθεί στο μυαλό μου τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας. Γιατί να γίνονται επιδείξεις μόδας στο γκρίζο, σκυθρωπό Μιλάνο και το βροχερό Παρίσι; Γιατί να μη γίνει σαλόνι μόδας η Ελλάδα με τον ήλιο, τη θάλασσα, τα πανέμορφα νησιά, τη μοναδική κουλτούρα; Γιατί να μην παράγει πρωτότυπα σχέδια και εμπορεύματα η Ελλάδα; Ταλέντα έχουμε. Ξέρουμε να ράβουμε. Εντάξει, δεν ξέρουμε να διαφημίζουμε και να πουλάμε. Θα το μάθουμε κι αυτό. Σχημάτισα στο μυαλό μου το τρίπτυχο της δουλειάς μου. Μόδα- τέχνη- τουρισμός.

Εγώ έκανα τα πάντα για να φωταγωγώ την ελληνική φιλοξενία και ψυχαγωγία. Όχι μόνο στη Μύκονο και τα άλλα νησιά μας. Και στην Αθήνα. Ξεφαντώματα στα μπουζούκια. Βραδιές με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς. Ξεναγήσεις σε όλα τα αρχαία ελληνικά μνημεία σε όλη τη χώρα. Συνεργαζόμουν και με τα μεγαλύτερα διεθνή τουριστικά γραφεία. Πούλαγα τα προϊόντα των ξένων στους ίδιους τους ξένους που τα παρήγαγαν, φέρνοντας τους σαν τουρίστες στην Ελλάδα. Οι ξένοι έτριβαν τα μάτια τους. Η Μύκονος έκανε πολλαπλάσιο τζίρο από την Ίμπιζα της Ισπανίας, το Κάπρι της Ιταλίας. Έβαζα όλη την τρέλα μου- και διαθέτω μπόλικη- σε ευφάνταστες φωτογραφήσεις στην Ακρόπολη, στην Ολυμπία, στο Σούνιο, παντού. Έφερνα εκατοντάδες γκρουπ τουριστών στην Επίδαυρο και τους έστελνα πίσω στην πατρίδα τους με ρούχα και αξεσουάρ σχεδιασμένα στην ίδια τους τη χώρα… Στις αρχές του 2000 έφτασα στην κορύφωση…

Δημιούργησα την ετικέτα .LAK με δέκα monobrand καταστήματα και ένα δίκτυο 130 αντιπροσώπων και καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα. Δική μου φίρμα. Δική μας. Ελληνική. Με δικά μας ελληνικά σχέδια, ρούχα και αξεσουάρ σε εξαιρετικά προσιτές τιμές. Για όλο τον κόσμο. Για όλα τα βαλάντια. Η επιτυχία, λόγω της τεχνογνωσίας που είχα ήδη αποκτήσει από τους ξένους οίκους, ήταν ακαριαία. Άρχισα σεμινάρια σε νέους επίδοξους σχεδιαστές, επίδοξους υπεύθυνους παραγωγής προϊόντων, μάρκετινγκ και πωλητές. Όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία μου προσπάθησα να τους τη μεταλαμπαδεύσω. Δεν έκανα σχολή. Δεν έπαιρνα χρήματα από τα νέα ταλαντούχα και φιλόδοξα παιδιά. Τους μάθαινα τη δουλειά. Για να μετατραπεί ο πυρήνας σε λάβα. Και η λάβα σε ηφαίστειο. Και κάηκα. Ήρθε η κρίση. Με βρήκε σε δημιουργική φρενίτιδα και σε επιχειρηματικό άνοιγμα. Είχα απλωθεί πολύ. Υπερανάπτυξη. Και η κρίση έφερε πανικό. Και φάνηκαν οι διοικητικές μου αδυναμίες. Οι λανθασμένες επιλογές προσώπων στα οικονομικά, στις εισπράξεις, στη διαχείριση. Προσπάθησα να διορθώσω τα λάθη προσδοκώντας στο τέλος της κρίσης που υπόσχονται οι πολιτικοί παράγοντες. Η κρίση δεν τελείωσε. Εγώ τελείωσα, Χρέη στο Δημόσιο. Αυτόφορη σύλληψη. “Ύποπτος φυγής”. Να φύγω από που; Από την πατρίδα μου που είμαι βασιλιάς; Να πάω πού; Αφού είμαι πασίγνωστος. Και να κρυφτώ για να ροκανίσω λεφτά που δεν έχω; “Ύποπτος να διαπράξει το ίδιο αδίκημα”. Ποιο; Εγώ που τώρα φυσάω και το γιαούρτι;

“Πάρτε τα ακίνητα” φώναξα σε εφοριακούς, ανακριτές και εισαγγελείς, “η αξία τους υπερκαλύπτει το χρέος προς το Δημόσιο!”. “Όχι, προφυλακίζεσαι”. “Και τι θα κερδίσει το Ελληνικό Δημόσιο;” ούρλιαζα. Αλλά το υπερθέαμα της διαπόμπευσής μου ήταν το ζητούμενο. Για να διασκεδαστούν οι μειώσεις μισθών των εργαζομένων πολιτών και τα κάθε λογής χαράτσια. Δεν έλαβαν υπόψη τους 270 εργαζομένους και το γεγονός ότι είχα ήδη πληρώσει μόνο από 80 εκατομμύρια τα τελευταία χρόνια σε Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Άοπλος και φτωχός στην αρένα με τα λιοντάρια. Κατάπτωση και κατάθλιψη. Αδύναμος. Φάντασμα του παλιού μου εαυτού. Έξω από το κελί μου, στον διάδρομο της πτέρυγας, δύο κρατούμενοι, ένας για φόνο και ο άλλος για εμπόριο ναρκωτικών, τραγουδούν φάλτσα: “Τρύπες και στο πουκάμισο και στο σακάκι τρύπες, βρήκαν και μπαινοβγαίνουνε τα βάσανα και οι πίκρες”.”

Έμενα σε 1.400 τ.μ. και τώρα σε 110 τ.μ., έχω κάνει μεγάλη έκπτωση

Το διαμέρισμά μου είναι πάρα πολύ μικρό. Έχω μάθει και είχα μεγαλώσει με μάγειρες στο σπίτι.Είχα μαγειρείο ολόκληρο όταν ήμουν στην Κηφισιά. Όλα αυτά ξεχάστηκαν. Έπεσα έξω, έπιασα πάτο… Το διαμέρισμα που μένω τώρα ήταν ένα από τα βεστιάριά μου.

Εύχομαι να ανακάμψει σύντομα και όλα να αποτελέσουν πλέον έναν μακρινό εφιάλτη…

 

  • ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ