Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1908 στην Προύσα. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, ήταν ένας ιδιαίτερα ευκατάστατος έμπορος, μισός χριστιανός ορθόδοξος και μισός γερμανοπωλονοεβραίος. Η μητέρα του, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν επίσης χριστιανή ορθόδοξη. Θα μετακομίσουν στην Πόλη, όταν ο Κουν θα είναι μόλις 6 μηνών και θα ζήσει εκεί μέχρι και την ηλικία των είκοσι ετών.
Η οικογένεια του θα λείπει πολύ συχνά από το σπίτι, μέχρι που οι γονείς του θα χωρίσουν. Ο μικρός Κουν θα ζήσει την παιδική του ηλικία αρκετά μοναχικά, κάνοντας κατ’οίκον μαθήματα με μια πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, έναν παπά και μια καθηγήτρια πιάνου.
Παρόλο που κανένας από την οικογένεια του δεν είχε κάποια επαφή με την τέχνη, ο μικρός Κάρολος θα αρχίσει από πολύ μικρή ηλικία να καλλιεργεί τα χαρίσματα του. Θα αρχίσει να φτιάχνει μελωδίες στο πιάνο του σαλονιού, θα κόψει τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της μητέρας του και θα κάνει θέατρο. Τα έπιπλα του σαλονιού θα γίνουν το σκηνικό που θα εξάψει την φαντασία του: οι πολυθρόνες μετατρέπονται σε βράχους και τα χαλιά σε θάλασσα. Η πιο αγαπημένη του ασχολία, όμως, θα είναι να ζωγραφίζει με νερομπογιές.
Το 1920 θα ξεκινήσει τις σπουδές του εσώκλειστος στην Ροβέρτειο Σχολή, ένα αμερικανικό κολλέγιο που είχε ιδρυθεί από ιεραποστόλους. Εκεί ασχολήθηκε με αμερικάνικα τραγούδια, ψαλμούς, γήπεδα μπάσκετ και αθλητικά αγωνίσματα.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, θα στερηθεί – όπως και η υπόλοιπη ελληνική μειονότητα της σχολής – την διδασκαλία της μητρικής του γλώσσας. Ο Κάρολος θα ασχοληθεί και ως γραμματέας στον θεατρικό όμιλο Robert College Ρlayers και θα συμμετέχει στις παραστάσεις του, διαδραματίζοντας κυρίως γυναικείους χαρακτήρες. Θα αποφοιτήσει το 1928 και την ίδια χρονιά θα σπουδάσει Αισθητική στην Σορβόνη, ενώ την επόμενη χρονιά, το 1929, θα εγκατασταθεί μαζί με την μητέρα του στην Αθήνα.
Από το 1930 μέχρι και το 1939 θα εργαστεί ως καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας στο Κολλέγιο Αθηνών και εκεί θα αρχίσει να κάνει μικρές θεατρικές παραστάσεις με συντελεστές τους μαθητές του, με μικρά έργα που γράφει ο ίδιος. Επίσης, θα παρουσιάσουν τις πρώτες του σκηνοθεσίες σε έργα όπως «Όρνιθες», «Τρικυμία» και «Πλούτος». Παράλληλα, τα βράδια θα παραδίδει μαθήματα αγγλικών στο σύλλογο Εθνικής Τραπέζης προκειμένου να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας του θα καταστραφεί οικονομικά, ενώ ο ίδιος θα κάνει μια καθοριστική, σύμφωνα με τον ίδιο, γνωριμία με τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος θα τον βοηθήσει να γνωρίσει εις βάθος την Ελλάδα και τα ελληνικά στοιχεία.
Τον χειμώνα του 1934 ιδρύει μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Διονύσιο Δεβάρη την σχεδόν επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» με βασικό σκοπό την αναβίωση του ελληνικού λαϊκού εξπρεσσιονισμού. Ο βασικός πυρήνας του θεάτρου θα προκύψει από την δραματική σχολή, η οποία στεγαζόταν σε ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου.
Η «Λαϊκή Σκηνή» θα λειτουργήσει ως τα μέσα του 1936 και θα διαλυθεί για οικονομικούς λόγους. Το 1938 θα εγκαταλείψει το Κολλέγιο και θα συνεργαστεί με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας καθώς και της Μαρίκας Κοτοπούλη, διατηρώντας ωστόσο την έντονη επιθυμία να δημιουργήσει έναν δικό του, αφοσιωμένο θίασο. Στόχευε στην διάπλαση ηθοποιών με αξίες και αρχές, που θα αντιμετωπίζουν το θέατρο πρωταρχικά ως λειτούργημα και όχι αποκλειστικά ως επαγγελματική απασχόληση.
Στην καρδιά της γερμανικής κατοχής λοιπόν, το 1942, ο Κάρολος Κουν θα ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης, κάνοντας πραγματικότητα ίσως το μεγαλύτερο του όνειρο. Η πρώτη του παράσταση θα δοθεί στις 7 Οκτωβρρίου 1942 στο Θέατρο «Αλίκης», με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν με μαθητές της Σχολής το Β. Διαμαντόπουλο, το Δ. Καλλέργη, τον Π. Ζερβό, τη Β. Μεταξά, την Κ. Λαμπροπούλου και με τον ίδιο τον Κουν στην ιδιότητα του σκηνοθέτη και του ηθοποιού. Οι παραστάσεις θα γίνονται συνήθως στο θέατρο Κώστα Μουσούρη και το καλοκαίρι σε διάφορα θερινά θέατρα που του παραχωρούσαν την άδεια.
Το 1943 θα ιδρυθεί και ο Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης που επιδίωκε την επικοινωνία και την ανάπτυξη ενός ουσιαστικού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς βέβαια και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης. Στο Θέατρο Τέχνης θα παρουσιαστούν αμέτρητα πολύτιμα έργα της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής δραματουργίας, όπως τα «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, η «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, το παραμύθι του Στρίνμπεργκ, «Σουάνεβιτ (Κύκνος)», το «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν, το «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο και πολλά άλλα.
Το 1945 το Θέατρο θα αναγκαστεί να διακόψει τις δραστηριότητες του λόγω οικονομικών δυσχερειών. Ο Κουν, όμως, παρά την μεγάλη απελπισία και απογοήτευσή του, θα αναλάβει να σκηνοθετήσει για το Εθνικό Θέατρο, όπου θα ανεβάσει και πάλι έργα ιδιαίτερα διαχρονικής αξίας, όπως τα εξής: «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας» κ.α. Με τα έσοδα αυτά ξεπλήρωσε τα χρέη του Θεάτρου, ενώ συνέχισε την σχολή με νέα παιδιά. Από το 1954 το Θέατρο Τέχνης θα αρχίσει και πάλι τις δραστηριότητες του. Σε αυτή την δεύτερη αναγέννηση του θεάτρου θα παρουσιαστεί κυρίως Τσέχωφ, Πιραντέλλο, Ουάιλντερ, Ουίλλιαμς και Μίλλερ με έμφαση στο θέατρο του παραλόγου και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ που αποτελούσαν τάσεις της εποχής.
Ο Κάρολος Κουν θα αποφασίσει να παρουσιάσει το 1959 τους «Όρνιθες» στο Ηρώδειο. Ωστόσο, η παράσταση θα διακοπεί απότομα από τις έξαλλες και χυδαίες διαμαρτυρίες του κοινού, οι οποίες μάλιστα θα επιφέρουν και την άμεση παρέμβαση της κυβέρνησης. Μετά από τρία χρόνια, η ίδια παράσταση θα παιχτεί στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οπού θα λάβει όχι μόνο διθυραμβικά σχόλια και κριτικές, αλλά και το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας.
Έτσι, ξεκινά μια μεγάλη πορεία που συνοδεύεται από περιοδείες στο εξωτερικό και από μια σειρά πολλών συμμετοχών στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Παρά την περιφρόνηση που βίωνε από τον ελληνικό χώρο και την μεγάλη εκτίμηση και αποδοχή που αντίθετα γνώριζε στην Ευρώπη, ο ίδιος αρνήθηκε να σκηνοθετήσει στους μεγαλύτερους θεατρικούς χώρους της Ευρώπης και της Αμερικής. Το 1967 ήταν η μοναδική φορά που δέχτηκε και σκηνοθέτησε στο Στράτφορντ το πασίγνωστο έργο του Σαίξπηρ, «Ρωμαίος και Ιουλιέττα».
Η πρόσκληση ήταν από το Βασιλικό Σαιξπηρικό Θέατρο της Αγγλίας και η αποδοχή της τον καθιστά τον δεύτερο σκηνοθέτη μέσα σε τριάντα χρόνια που καλούνταν να σκηνοθετήσει σ’ αυτό το θέατρο. Οι άγγλοι κριτικοί χαρακτήρισαν την παράσταση ως την καλύτερη σαιξπηρική παράσταση της τελευταίας δεκαετίας.
Ακόμα και στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας, το Θέατρο Τέχνης δεν έπαψε να μεταλαμπαδεύει πολιτισμό μέσα από τα ανεβάσματα σπουδαίων έργων. Χάρη στον Κουν, το ελληνικό κοινό θα έρθει σε επαφή με τους Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις κ.α., ενώ θα επανέρχεται συχνά στους κλασικούς: Ουίλλιαμς, Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Μίλλερ, Σαίξπηρ και παράλληλα θα προβάλλει και το ελληνικό έργο του Καπετανάκη και του Ξενόπουλου δημιουργώντας και νέους σπουδαίους συγγραφείς: τον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Κεχαΐδη και άλλους.
Το 1975 θα παρουσιάσει στην Επίδαυρο την ιστορική παράσταση των «Ορνίθων» κι έτσι θα γίνει το πρώτο θέατρο, μετά το Εθνικό, που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Επιδαύρου. Η παράσταση αυτή, καθώς και η παράσταση των «Περσών», αποτέλεσαν σημεία αναφοράς και έμπνευσης για τους νεότερους σκηνοθέτες. Το 1980 το Θέατρο Τέχνης θα ενταχθεί στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου και θα περιοδεύσει σε όλη την Ευρώπη με γνώμονα πάντα το αρχαίο δράμα. Στις αρχές του του 1985 θα αποκτήσει, με την μέριμνα της πολιτείας, και την δεύτερή του σκηνή στην Πλάκα.
«Όσο μπορούσαμε όλα αυτά τα χρόνια θέλαμε να είμαστε τίμιοι απέναντι στην Τέχνη που υπηρετούμε. Εκείνο που προσπαθούσαμε ήταν να δημιουργηθεί ένα θέατρο συνόλου – όχι βέβαια χωρίς πρωταγωνιστές, αλλά μια ομάδα που θα έδινε τις ίδιες δυνατότητες σε όλους να εξελιχθούν, να ανθίσουν μέσα στο θέατρο. Κι όπου όλο το βάρος της δουλειάς θα ήταν η παράσταση του έργου.»
Ο Κάρολος Κουν πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 1987, σε ηλικία μόλις 50 ετών. Υπήρξε ένας σπουδαίος δάσκαλος και θεατράνθρωπος που ανέδειξε σημαντικούς ανθρώπους του καλλιτεχνικού κόσμου. Πόνεσε τους ηθοποιούς του. Τους έκανε χαμάληδες, μαραγκούς, σιδεράδες. Τους έκανε εργάτες της τέχνης και δημιουργούς του ήθους.