Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα, ωστόσο η καταγωγή του ήταν από την Κύθνο. Ο σπουδαίος συνθέτης, δεξιοτέχνης στο μπουζούκι και βαρόνος του λαϊκού τραγουδιού, έκανε τα πρώτα του μαθήματα στο μπουζούκι μαζί με τον κουρέα πατέρα του. Από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα, ενώ στη δισκογραφία μπήκε το 1953.
Υπήρξε και αδύναμος, δοτικός, ταλαιπωρημένος, αισθηματίας. Δούλευε όπως έλεγε «για τη δόξα», δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά, αν κι έκανε το κουμάντο του –κυρίως η Αργυρώ (Ρούλα), η σύζυγός του–ενώ όσοι τον γνώριζαν έχουν να λένε για την ανοιχτοσύνη και την καλή του καρδιά.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γνώρισε τη γυναίκα του Αργυρώ, το 1945, όταν εκείνη ήταν ακόμα ακόμα ανήλικη, δηλαδή 15 ετών. Η Αργυρώ ήταν φίλη με τις αδερφές του Ζαμπέτα καθώς μένανε στην ίδια γειτονιά. Η ομορφιά της, τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της και το μικροκαμωμένο της σώμα, ήταν αδύνατον να μην τραβούσαν την προσοχή του Ζαμπέτα, παρά μάλιστα το γεγονός ότι τότε είχε δεσμό με μια άλλη γυναίκα, οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του. Την Ευρυδίκη. Ο Ζαμπέτας φλέρταρε την μικρή Αργυρώ έντονα. Η μητέρα της η Καρίνα μόλις κατάλαβε τι συνέβαινε, δυσανασχετούσε. Δεν ήθελε η κόρη της να σχετίζεται με άνθρωπο της νύχτας.
«Πάλι μ’ αυτόν τον αλήτη γυρίζεις; Μ΄ αυτόν που κάνει παρέα με όλους τους χασικλήδες; Χαΐρι και προκοπή δε θα δεις από δαύτονε!», έλεγε σχεδόν κάθε μέρα η Κατίνα στην Αργυρώ. Το κακό δεν άργησε να συμβεί. Ο Γιώργος Ζαμπέτας κοιμήθηκε με την Αργυρώ ενώ αυτή ήταν ακόμη ανήλικη. Μόλις η μέλλουσα πεθερά του, έμαθε ότι είχαν συνευρεθεί ερωτικά, λέγεται ότι είπε στην κόρη της: «Σε ατίμασε; Κόρη ανήλικη; Θα σε παντρευτεί αμέσως, ακούς; Αμέσως!…». Η Κατίνα όμως δεν έμεινε μόνο εκεί, καθώς στη συνέχεια τον κατήγγειλε στο διοικητή του, αφού τότε υπηρετούσε στην Αεροπορία. Το αποτέλεσμα; Ο Γιώργος Ζαμπέτας τιμωρείται με τέσσερις μήνες φυλακή, το λεγόμενο πειθαρχικό.
Αν περάσεις μια βόλτα από την πλατεία Δαβάκη στο Αιγάλεω, θα συναντήσεις την προτομή του Γιώργου Ζαμπέτα την οποία φιλοτέχνησε ο εξαίρετος κύπριος γλύπτης Γιώργος Μαυρογένης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το Αιγάλεω αποφάσισε να τιμήσει την ιδιαίτερη αγάπη που είχε ο δεξιοτέχνης του λαϊκού τραγουδιού με την περιοχή. Μια αγάπη που ξεκίνησε από το 1940, τότε που η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω. Από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα «ιερό» δέσιμο με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», το οποίο υιοθετήθηκε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τους κατοίκους.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, συνάρπαζε τον νεαρό Γιώργο Ζαμπέτα και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.
Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός πως το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.
Οι επιτυχίες του
Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά», «Τα ξημερώματα», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ» κ.α. παραμείναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος, σύμφωνα και με τη δήλωση του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σώου-μαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!».
Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη – Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν, ο Γιώργος Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σώου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κ.λ.π. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.
Η γνωριμία με τον Βασίλη Τσιτσάνη
Παρά τις αντιδράσεις, ο μικρός Γιώργος Ζαμπέτας συνέχισε με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του στα 1938 με το μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Γιώργος Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία. Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιουργεί το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.
Η καθιέρωση ως σώου-μαν
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Γιώργος Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα…»), Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»), Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»), Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.α. Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο, ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ, που τον καθιέρωσε σαν ένα μοναδικό «σώου-μαν» στο χώρο.
Η συμμετοχή σε 100 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου
Την επόμενη δεκαετία, τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα γνωρίζουν τεράστια επιτυχία καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου.
Χαρακτηριστική του ήθους του μεγάλου δημιουργού ήταν και η δήλωση του Δημήτρη Μητροπάνου, ο οποίος τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του: «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα».
Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού, με τον Γιώργο Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Δυστυχώς, ο ίδιος δεν βρίσκεται μόνο στη δύση της καριέρας, αλλά και της ζωής του.
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. “Μάλιστα κύριε” (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα)».
Στις αρχές του 1992, μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας ως συνθέτης άφησε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στο χώρο και είναι αναμφισβήτητα μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού.