Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1924 στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας. Παιδί ακόμη ήρθε στην Αθήνα, μαζί με την πολυμελή οικογένειά του και τα έβγαζαν δύσκολα πέρα. Εγκαταστάθηκαν στη Ριζούπολη, στα όρια με τη Νέα Φιλαδέλφεια. Τελειώνοντας το Δημοτικό άρχισε να δουλεύει στο γαλατάδικο του πατέρα του στο Ψυρρή κάνοντας διανομές με το ποδήλατό του. Φοιτά σε νυχτερινό σχολείο, παίζει ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ αλλά και μποξ. Στη συνέχεια, δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και γίνεται δεκτός με τιμές, με δάσκαλό του τον μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη.
Ο κινηματογράφος τον μαγεύει. Θα λάβει μέρος στα δοκιμαστικά της ταινίας «Χειροκροτήματα» (1943) που γύρισε ο Γιώργος Τζαβέλλας και θα πάρει ένα μικρό ρόλο. Θα μπει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δάσκαλο τον Αιμίλιο Βεάκη και θα κάνει την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο θέατρο «Περοκέ» στο έργο «Νυφιάτικο Τραγούδι» του Νότη Περγιάλη, ενώ στη συνέχεια θα συνεργαστεί στο θίασο της Κυρίας Κατερίνας. Από εκεί θα τον τσιμπήσει ο Φρίξος Ηλιάδης και θα του δώσει ένα καλό ρόλο στην ταινία του «Νεκρή Πολιτεία», ένα εξαιρετικό δράμα, που προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ των Κανών (η πρώτη ελληνική ταινία που συμμετείχε στο κορυφαίο ευρωπαϊκό φεστιβάλ) και άνοιξε το δρόμο στην πρωταγωνίστρια Ειρήνη Παππά.
Το 1954, η Ζώκα είχε γνωρίσει τον Γιώργο Φούντα και ο έρωτας υπήρξε κεραυνοβόλος. Λέγεται μάλιστα πως παρ’ όλο που η Ζώκα εκείνον τον καιρό μεγαλουργούσε στο πλάι του Καστρινού, στο ”Ακροπόλ” και σ’ άλλα μεγάλα θέατρα, δέχτηκε να παντρευθεί τον ανερχόμενο τότε ηθοποιό και να συζήσουν σε μία μικρή γκαρσονιέρα. Διόλου τυχαίο που έμειναν μαζί μέχρι το 2010, δηλαδή μέχρι το θάνατο του Φούντα. Καρπός του γάμου τους ήταν ο γιος τους, Παναγιώτης, το ένα και μοναδικό παιδί για τη Ζώκα και το τρίτο για τον Φούντα, καθώς από τον πρώτο του γάμο είχε ήδη αποκτήσει άλλα δύο παιδιά.
Έχοντας αποκτήσει την αναγνώριση και κατακτήσει την αγάπη του κοινού, ο Μιχάλης Κακογιάννης θα επιλέγει τον Γιώργο Φούντα για να παίξει δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη στην κλασική «Στέλλα», μια ταινία που θα σημαδέψει και τους δυο πρωταγωνιστές. Ήταν το 1955 όταν η Ελλάδα πληγωμένη από τον πόλεμο, την κατοχή και ίσως περισσότερο απ’ τον εμφύλιο, περνούσε ακόμη πολύ δύσκολες στιγμές. Η υπόθεση της ταινίας (σενάριο Ιάκωβος Καμπανέλλης) θα διχάσει την ελληνική κριτική και θα βρεθεί στο στόχαστρο της Αριστεράς.
Ηρωίδα της ιστορίας είναι ένα ελεύθερο πνεύμα, η Στέλλα, μια λαϊκή τραγουδίστρια, που έχει σχέση με ένα γόνο πλούσιας οικογένειας, αλλά θα τον αφήσει υποκύπτοντας στο πάθος και την άγρια γοητεία του Μίλτου, ενός ποδοσφαιριστή που τον λατρεύει ο κόσμος. Είναι έτοιμη να τον ακολουθήσει και στο θάνατο αλλά όχι στις συμβάσεις που απαιτεί ο κοινωνικός περίγυρος. Η σχέση τους θα έχει το πιο άσχημο τέλος, το θάνατό της, καθώς ο Μίλτος της λέει «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι» κι εκείνη πέφτει πάνω στο μαχαίρι. Ιδιαιτέρως καλογυρισμένη ταινία, πετυχημένη αποτύπωση της εποχής και υπέροχα σκηνικά από τον Γιάννη Τσαρούχη, ωραία λαϊκά τραγούδια από τον Μάνο Χατζιδάκι («Αγάπη που ΄γινες Δίκοπο Μαχαίρι», «Εφτά Τραγούδια θα σου Πω»).
Η ταινία, πάντως, διακρίθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας το 1956, ήταν το φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες, όπως και η Μελίνα για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού, τα οποία όμως πήγαν αλλού, ενώ αποτέλεσε και την επίσημη ελληνική υποβολή για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Έπαιζαν επίσης, Αλέκος Αλεξανδράκης, Βούλα Ζουμπουλάκη, Σοφία Βέμπο, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και Χριστίνα Καλογερίκου.
Το 1956, ο Γιώργος Φούντας θα συμμετάσχει στο αξιομνημόνευτο φιλμ του Βασίλη Γεωργιάδη «Οι Άσοι των Γηπέδων» και στο «Κορίτσι με τα Μαύρα» και πάλι του Κακογιάννη, ενώ το 1960 θα συναντηθεί και πάλι με την Μελίνα στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, μια ακόμη επιτυχία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, αλλά και του Χατζιδάκι, που θα κερδίσει το Όσκαρ μουσικής. Ο Γιώργος Φούντας, έχοντας στο ενεργητικό του και την «Στέλλα», θα αρχίσει να δέχεται προτάσεις από το εξωτερικό.
Μάλιστα θα του προτείνουν και το ρόλο του Τζέιμς Μποντ, όταν οι παραγωγοί δοκίμαζαν ηθοποιούς, μετά την αποχώρηση του Σον Κόνερι. Θα φτάσει πολύ κοντά στο να είναι ο νέος 007, αλλά τα αγγλικά στάθηκαν εμπόδιο, καθώς είπε στους παραγωγούς ότι δεν θα προλάβαινε να τα μάθει μέσα σε λίγους μήνες. Πραγματικά άγνωστο τι θα σήμαινε για τον ελληνικό κινηματογράφο και τον ίδιο αν προχωρούσε η συνεργασία για τον Τζέιμς Μποντ, αλλά εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία μιας τέτοιας προοπτικής, όταν και μόνο η ολιγόλεπτη συμμετοχή ενός ηθοποιού στο μακροβιότερο κινηματογραφικό φραντσάιζ είναι λόγος για να απογειωθεί η καριέρα του.
Το 1963 θα είναι μία ξεχωριστή χρονιά για τον Γιώργο Φούντα. Θα πρωταγωνιστήσει στα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, ένα δυνατό κοινωνικό δράμα που μιλά για τον κόσμο της Τρούμπας, μια ταινία που θα φτάσει μια ανάσα από το Όσκαρ της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά θα χάσει εύλογα από το αριστουργηματικό «Οκτώμισι» του Φελίνι.
Το 1964 θα παίξει ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στον «Αλέξη Ζορμπά» του Κακογιάννη, ενώ θα πρωταγωνιστήσει και στον «Κράχτη». Τον επόμενο χρόνο, ο Γιώργος Φούντας θα παίξει στην ενδιαφέρουσα ταινία για την κατοχή «Με τη Λάμψη στα Μάτια», στον «Ψαρόγιαννο» και στην κοινωνική περιπέτεια «Πυρετός στην Άσφαλτο» δυο ταινίες που θα του χαρίσουν και τα βραβεία ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η καλλιτεχνική παρακαταθήκη του Γιώργου Φούντα σημαντική, που συνδυάζεται και με τη στάση του στη ζωή, κάτι που εκτιμήθηκε ακόμη και απ’ αυτούς που βρέθηκαν απέναντί του. Αν είχε κατέβει για βουλευτής θα είχε εκλεγεί πανηγυρικά. Πάντα δίπλα στο λαό, απέφυγε να μπει σε έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκε και γι’ αυτό παρέμεινε απλώς ένας από τους πολλούς αγωνιστές για μια καλύτερη Ελλάδα και θαυμαστής του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με την πτώση του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ο Γιώργος Φούντας θα αραιώσει και τις εμφανίσεις του, ενώ μπήκε και στη μικρή οθόνη μέσα από μετρημένες στα δάκτυλα επιλογές. Έξοχος στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» και στον «Αργαλειό του Φεγγαριού». Με τη σεμνότητα που τον διέκρινε σιγά- σιγά θα αποσυρθεί και θα αφιερωθεί στην οικογένειά του, τους φίλους του, τους απλούς ανθρώπους. Εκεί που ανήκε πάντα…
Ο Γιώργος Φούντας έπασχε τα τελευταία χρόνια από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Πέθανε ηλικία 86 ετών στις 28 Νοεμβρίου 2010 και ετάφη στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Μεταξύ άλλων ήταν και υποστηρικτής του Παναθηναϊκού.
Λίγες μόλις μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του (το 2010), ο πρωτότοκος γιος του Γιώργου Φούντα ξεσπά κατηγορώντας τη δεύτερη γυναίκα του ότι τον είχε απομακρύνει από τον ίδιο και την αδελφή του.
Ο Ευθύμης Φούντας είχε μιλήσει έξω από τα δόντια και είχε στρέψει τα βέλη του ευθέως εναντίον της Χρυσούλας Ζώκα, της επί 50 χρόνια συζύγου του Γιώργου Φούντα.
«Όταν χώρισαν οι γονείς μας, εγώ ήμουν δέκα χρόνων και η αδελφή μου στα δώδεκα. Η μητέρα μας ήταν μοδίστρα και τράβηξε πολλά για να μας αναστήσει. Και μάλιστα χωρίς να μας λείψει τίποτα. Με τα καλά μας τα σχολεία, το πιάνο για την αδελφή μου, και εκείνη την εποχή! Εάν δεν είχαμε την κυρά-Λένη δεν θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε. Γι’ αυτό κι εμείς όλοι την προσέχουμε σαν κόρη οφθαλμού και την αγαπάμε. Και ο πατέρας μας ενδιαφερόταν για εμάς. Είχαμε πολύ καλή επικοινωνία, ήμασταν αγαπημένοι», είχε εξηγήσει παίρνοντας το νήμα της ιστορίας από την αρχή…
Τα προβλήματα φαίνεται να άρχισαν πριν από πέντε χρόνια.
«Δεν είχα μιλήσει μαζί του, κατ’ ιδίαν, από το 2005. Το 2004 η αδελφή μου δεν άντεξε και πήγε ανήμερα της γιορτής του να του ευχηθεί χρόνια πολλά. Δεν της επέτρεψε όμως η κυρία Ζώκα. Η αδελφή μου τον λάτρευε τον πατέρα μου και αυτές τις ημέρες είναι μαυρισμένη η ψυχή της. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς άλλαξε τη συμπεριφορά της απέναντί μας η κυρία Ζώκα! Αυτή η γυναίκα με την οποία παίζαμε τάβλι μαζί, ξαφνικά να με θεωρεί σαν τον μεγαλύτερο εχθρό της. Να μας απαγορεύει να βλέπουμε τον άνθρωπο που μας γέννησε», είχε πει ο γιος του.
Αυτό που τον είχε πληγώσει πιο πολύ είναι ότι ο πατέρας δεν κατάφερε να γνωρίσει τα δισέγγονά του.
«Ο εγγονός μου ο Πλάτων, που είναι πεντέμισι χρόνων, όταν είδε στην τηλεόραση την κηδεία του πατέρα μου, με ρώτησε ”εγώ γιατί δεν πρόλαβα να δω τον παππού;”, με λάβωσε. Τι πιο μεγάλη μαχαιριά από αυτή! Είχε τρία δισέγγονα. Τον Πλάτωνα και τον Θύμιο, τα εγγόνια μου, και την αβάπτιστη μικρούλα, που είναι η εγγονή της αδελφής μου. Ο πατέρας μου δεν τα είδε ποτέ αυτά τα παιδιά», είχε εξομολογηθεί.
«Δεν μας είπαν καν ότι τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Ένα τέταρτο μετά που ξεψύχησε ο πατέρας μου με πήρε ο αδελφός μου και μου είπε ”αδελφούλη μου, έφυγε”. Τον είδα και τον φίλησα στο νεκροταφείο. Δυστυχώς. Ίσως να φοβούνται ότι εμείς θέλαμε κάτι. Μας γνωρίζουν όλοι στον Πειραιά, δεν είμαστε τέτοιοι άνθρωποι», συνεχίζει ο Ευθύμης Φούντας.
«Ήταν αγρίμι ο πατέρας μου. Και τα αγρίμια είναι ευαίσθητα, γυρνούν πάντα για να δουν τι έχουν αφήσει πίσω τους…» είχε καταλήξει με πόνο ψυχής.
Ο φινετσάτος ζεν πρεμιέ έφυγε από τη ζωή, στις 28 Νοεμβρίου 2010.