Λίγο πριν φύγει από την ζωή ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είχε εκφράσει το παράπονο του στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο παραχωρώντας ταυτόχρονα και την τελευταία του συνέντευξη
Το ημερολόγιο έδειχνε 5 Ιουνίου 1985, όταν στο περιοδικό «Εικόνες» δημοσιεύτηκε η τελευταία συνέντευξη του Λάμπρου Κωνσταντάρα στη Βάρκιζα. Ο δημοσιογράφος κατέγραψε την εμπειρία του από τη συνάντηση με τον αγαπημένο πρωταγωνιστή, καθώς η υγεία του ήταν πολύ επιβαρυμένη. Δεν μιλούσε. Έγραφε και κρατούσε σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον λαμπερό Λάμπρο Κωνσταντάρα της δεκαετίας του 60. Τα δημοσιεύματα της εποχής τον αποκαλούσαν ο «έγκλειστος της Βάρκιζας», και ο λόγος ήταν τα δύο εμφράγματα.
Ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος έγραφε για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα εντελώς άφωνος, από δυο εγκεφαλικά. Ο ηθοποιός είχε αποσυρθεί από το θέατρο και τον κόσμο δυο χρόνια. Λίγες εβδομάδες μετά τη συνέντευξη έφυγε από την ζωή.
«Εδώ και δυο χρόνια ένας άνθρωπος μένει έγκλειστος στον ίδιο τον εαυτό του… Πρόκειται για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, που απομονωμένος σ΄ ένα διαμέρισμα στη Βάρκιζα, με τη γυναίκα του Φιλιώ, δεν θέλει να μιλήσει με κανένα. Αποφεύγει να διαβάσει εφημερίδα και να δει τηλεόραση – εκτός από τα αθλητικά – και με πείσμα έχει κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον έξω κόσμο…
Έγκλειστος ποιος; Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας που όταν βρισκότανε σε αέναη κίνηση, έσφυζε από ζωή πάνω στη σκηνή του θεάτρου. Μπροστά στα φώτα και τις κάμερες, ανάμεσα στους φίλους και τις θαυμάστριες. Στον ανώνυμο κόσμο που τον λάτρευε… Τώρα δεν μιλάει σε κανένα, παρά μόνο στη γυναίκα του Φιλιώ και στο γιό του Δημήτρη, όταν έρχεται να τον δει…
Οι κουβέντες του οι απαραίτητες, συνοδευόμενες από νοήματα… Ναί – Όχι – Νερό… Λέξεις συντήρησης, απομόνωσης και γαλήνης, της σιωπής…«Στο διάβολο», λέει ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Είναι η μόνη φράση που βγαίνει πεντακάθαρα από το στόμα του… Και μετά γράφει στο χαρτί, με το αριστερό του χέρι, τρεις συγκλονιστικές λέξεις: «γιατί σε μένα;».
Όταν τον είδα, βρισκόταν ανακαθιστός στο κρεβάτι του με φανελίτσα και σλιπάκι. Άντρακλας. Απαράλλαχτος όπως πριν 25 χρόνια, που έπαιζε τερματοφύλακας στην ομάδα των ηθοποιών κατά των δημοσιογράφων. -Γειά σου παιχταρά τερματοφύλακα, του είπα, έσκυψα και τον φίλησα.
Το βλέμμα του καρφώθηκε σαν μαχαιριά στα μάτια μου. Και τα δικά του, τα καταγάλανα, βουρκώσανε. Είμαι σίγουρος πως χάρηκε που τον είπα παιχταρά. Παρά να τον εξυμνούσα ως ηθοποιό ή ως δον Ζουάν ή ως ρέκορντμαν ακροαματικότητας στη τηλεόραση. Ως «Λαμπρούκος» είχε πλησιάσει το εκατό τα εκατό!»
«Κι’ όταν κάποιοι θαυμαστές περνάνε κάτω από τη βεράντα του στο πρώτο όροφο και τον γνωρίζουν, αυτός τους γνέφει με το σήμα της νίκης… Βουβός αλλά χαμογελαστός…Του μιλούσα και μου έγραφε στο μπλοκάκι…
– Θα ξανάρθω, του είπα.
Με κοίταξε κατάματα και έγραψε στο χαρτί «ίσως να μη ξανασυναντηθούμε…»
Φεύγοντας, είχα την εντύπωση ότι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δεν άντεχε βουβός, απομονωμένος από τον κόσμο… Ήθελε να φύγει, για να τον θυμούνται όπως ήταν στη ζωή, στη σκηνή και να μη σχολιάζουν με θλίψη ότι είχε χάσει τη φωνή του, την ενεργητικότητά του, έγκλειστος σε ένα σπίτι μακριά από το θέατρο και το στούντιο… Η εντύπωση έγινε πεποίθηση, όταν θυμήθηκα ότι την τελευταία του γραφή στο χαρτάκι, την έσκισε με νευρικότητα σε κομματάκια.», γράφει ο Λυμπερόπουλος.
Στο άρθρο του ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος είχε παραθέσει το εξής απόσπασμα από το ημερολόγιο του ηθοποιού:
“…( μετά από μεγάλες λόρδες στο Παρίσι ) βρίσκω δουλειά ως φωτομοντέλο σε διαφημίσεις των «Πεζό» και «Φίλιπς» και κυρίως του μεγαλύτερου ράφτη του Παρισιού, του Κριντ κι΄άρχισα να κερδίζω χρήματα…
Έπαιρνα 200 φράγκα τη φωτογραφία κι’ έτσι μπόρεσα να ανανεώσω τη γκαρνταρόμπα μου και να γνωρίσω καλύτερο κόσμο του «Μον Παρνάς». Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ, που με μια συντροφιά φίλων γνώρισα την Έντιθ Πιάφ. Τραγουδούσε στις αυλές των λαϊκών πολυκατοικιών, ήταν τύπος της γειτονιάς κι’ όλοι την φώναζαν «λα μομ Πιάφ», δηλαδή η μούμια Πιάφ…Εκείνο το βράδυ ο Ανρί Γκαρά, διάσημος τότε, της έδωσε ένα γερό φιλοδώρημα. Πριν λίγο καιρό, ενώ οι δίσκοι της Πιάφ πουλιόνταν σε όλο τον κόσμο, ο Γκαρά, ο μεγάλος γόης της εποχής του, αυτοκτονούσε πάμπτωχος και ξεχασμένος από τους πάντες…”