Φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (κάποιες πηγές αναφέρουν την Ιατρική), αλλά ο μεγάλος του έρωτας ήταν πάντα το θέατρο. Μάλιστα, δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τον εύπορο πατέρα του, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νομική και να εγγραφεί στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου προκειμένου να γίνει ηθοποιός. Ο λόγος για τον Έλληνα ηθοποιό, Χρήστο Τσαγανέα.
Για πολύ καιρό αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και ζούσε σ’ ένα μικρό πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά. Για τον επιούσιο βρέθηκε να παίζει διάφορους ρόλους σε θιάσους-μπουλούκια. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», όπως έλεγε.
Ο ηθοποιός Χρήστος Τσαγανέας ερμήνευε κυρίως δεύτερους ρόλους στις κινηματογραφικές ταινίες που συμμετείχε. Ωστόσο, είναι πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό με το προσωνύμιο, «βεβαίως, βεβαίως», από τον ρόλο του στην ταινία, «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, όπου ενσάρκωσε τον διευθυντή του κολεγίου με τις ατίθασες μαθήτριες. Η Βουγιουκλάκη ήταν «η Παπασταύρου… του Θεμιστοκλέους βεβαίως, βεβαίως».
Ο Τσαγανέας είχε μια αρχοντική εμφάνιση, αφού ήταν και αριστοκρατικής καταγωγής
Συνήθως ερμήνευε τον κύριο της υψηλής κοινωνίας ή τον πλούσιο και υπερόπτη. Αντίθετα, στο θέατρο οι ρόλοι του κάλυπταν όλο το ρεπερτόριο. Ξεκίνησε από το κλασικό θέατρο, πέρασε στην κωμωδία και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, συμμετείχε σε επιθεωρήσεις με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, του οποίου ήταν μέλος. Η καριέρα του θεωρείται άκρως επιτυχημένη, ωστόσο το ξεκίνημά της δεν ήταν εύκολο.
Ο Χρήστος Τσαγανέας τιμήθηκε από την πολιτεία με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’.
Ο έρωτας με την κατά 7 χρόνια μεγαλύτερή του Νίτσα Βιτσώρη ήταν η αφορμή για να επαναστατήσει ενάντια στις προσδοκίες της οικογένειας του, εγκαταλείποντας τις σπουδές του προκειμένου να ασχοληθεί με την υποκριτική για να βρίσκεται στο πλευρό της αγαπημένης του, που ήταν ηθοποιός. Αν και στον κινηματογράφο ενσάρκωνε χαρακτήρες που ήταν κοινωνικά συμβατοί, ο ίδιος στην προσωπική του ζωή ήταν επαναστάτης και μάλιστα δε δίστασε να έρθει σε ρήξη με την οικογένειά του όταν ερωτεύτηκε. Τη δεκαετία του ’20 γνωρίζει την καλλονή της εποχής εκείνης Νίτσα Βιτσώρη (Ελένη Λάσκαρη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) και μαγεύεται.
Ο έρωτάς τους ήταν αμοιβαίος και κεραυνοβόλος και έτσι οι δυο τους προκειμένου να ζήσουν μαζί ανατρέπουν τις έως τότε ζωές τους.
Η Νίτσα Βιτσώρη χωρίζει από τον σύζυγό της Γιώργο Βιτσώρη προκειμένου να παντρευτεί τον Χρήστο Τσαγανέα και αλλάζει το όνομά της σε Νίτσα Τσαγανέα. Αιτία για την αποκλήρωση του Τσαγανέα , δεν ήταν τόσο η ενασχόλησή του με το θέατρο αλλά και η σχέση του με την Βιτσώρη και ο ασπασμός της αριστερής ιδεολογίας που η ίδια έφερε.
Το «Βιτσώρης» όνομα του πρώτου συζύγου της, την εποχή εκείνη ήταν συνώνυμο με τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές, και ο ίδιος ήταν διωκόμενος άγρια από το μεταξικό καθεστώς.
Η Νίτσα Τσαγανέα ήταν ενεργό μέλος της εθνικής αντίστασης μέσω του ΕΑΜ, όπως και ο Χρήστος Τσαγανέας.
Στον κινηματογράφου διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους και έμεινε στην ιστορία για τις ατάκες του: «Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός» (Οι Γερμανοί ξανάρχονται, 1948) και «Βεβαίως-Βεβαίως» (Το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, 1959).
Στο θέατρο ξεκίνησε το 1929 με το αποδιδόμενο στον Βιτσέντζο Κορνάρο θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ, όπου ξεδίπλωσε το υποκριτικό του ταλέντο κι έγινε γνωστός στη θεατρική πιάτσα. Για τριάντα χρόνια συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους αθηναϊκούς θιάσους, παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ τη δεκαετία του ’60 στράφηκε στην κωμωδία, συνεργαζόμενος με τον Μίμη Φωτόπουλο. Για αρκετά χρόνια υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο θίασος της Κατερίνας, του οποίου ο Τσαγανέας ήταν βασικό στέλεχος. από θίασος πρόζας έγινε επιθεωρησιακός και ανέβασε την πρώτη πολεμική σατυρική επιθεώρηση των Γιαλαμά – Οικονομίδη – Θίσβιου Πολεμικές Καντρίλιες. Στην περίοδο της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως καλλιτέχνης και ως πατριώτης. Μετά την απελευθέρωση πρωταγωνίστησε στη δημιουργία του θιάσου Ενωμένοι Καλλιτέχνες, μαζί τους Αιμίλιο Βεάκη, Αντώνη Γιαννίδη, Θόδωρο Μορίδη, Γιώργο Παππά, Γιώργο Σεβαστίκογλου και Τζόλυ Γαρμπή, που υπηρετούσε το λαϊκό θέατρο.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1933 στην ταινία του Ερτογρούλ Μουχσίν μπέη Ο Κακός Δρόμος, που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Στην ταινία του τούρκου σκηνοθέτη πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Έγινε γνωστός με την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Οι Γερμανού Ξανάρχονται (1948). Ερμήνευσε τον τρόφιμο του τρελοκομείου, που μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου φώναζε: «Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός». Το 1959 υποδύθηκε τον διευθυντή του Κολεγίου στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο και ξεχώρισε με την ατάκα «βεβαίως – βεβαίως».
Πέθανε στην Αθήνα, ανήμερα των εβδομηκοστών γενεθλίων του, στις 2 Ιουλίου του 1976. Είχε συμπληρώσει τα 70 του χρόνια. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών συναδέλφων του. Οκτώ χρόνια αργότερα, μια μέρα μετά την εκταφή του, στο ίδιο μνήμα τοποθετήθηκε η σορός του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η Νίτσα Τσαγανέα άφησε την τελευταία της πνοή το 2002 έχοντας κλείσει 100 χρόνια ζωής. Ετάφη δίπλα στην κόρη που είχε από τον πρώτο της γάμο, η οποία είχε φύγει από τη ζωή το 1997 σε ηλικία 73 ετών.
Ο Χρήστος Τσαγανέας εμφανίστηκε σε πάνω από 65 ταινίες και αρκετές θεατρικές παραστάσεις, που σημάδεψαν την καριέρα του αλλά εμείς θα τον θυμόμαστε πάντα σαν τον διευθυντή κολεγίου με την χαρακτηριστική ατάκα, «βεβαίως-βεβαίως»…