Η Αμαλία Μεγαπάνου αποτέλεσε πρότυπο γυναίκας, ομορφιάς, κομψότητας και αρετής. Υπήρξε σύζυγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η δική μας «Πρώτη Κυρία» συναγωνίστηκε σε κομψότητα την Τζάκι Κένεντι, φωτίζοντας με την ελληνική φινέτσα της τον Λευκό Οίκο.
Ο χρόνος, αυτός που κυλώντας, παίρνει μαζί του, μια αστική, επαρχιακή ή της υπαίθρου Ελλάδα, όπου ωραιότητα σήμαινε ευγένεια, παιδεία, αρχοντιά και όχι φτηνοί εντυπωσιασμοί, πρόκληση, χυδαία επιδειξιμανία, σχήμα μόνο και κραυγαλέα χαρά κατοχής για απλοϊκά εμβλήματα πλούτου.
Σεμνή, όμορφη, όπως οι Χάριτες στην αρχαιότητα, έτσι η Αμαλία Μεγαπάνου, μπορεί να μας θυμίσει, για λίγο στην μπερδεμένη εποχή μας, πως πραγματικά είναι μια ωραία γυναίκα!
Η Πατρινή Αμαλία, κόρη του φαρμακοποιού που έγινε υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας, Αναστάσιου Κανελλόπουλου, ανιψιά του πολιτικού, ακαδημαϊκού, φιλοσόφου και συγγραφέα, του γνωστού και ως «Νέστωρος της πολιτικής», Παναγιώτη Κανελλόπουλου, εγγονή της αδελφής του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη, ανήκε στην ελληνική μεγαλοαστική, αλλά με συναίσθηση υποχρέωσης στη χώρα, τάξη των πραγματικών «Φρουρών της Αχαΐας».
Τεράστια η επένδυση στην παιδεία της από την οικογένειά της και παιδικά χρονιά με φόντο τεράστιες και πλούσιες βιβλιοθήκες.
«Μετά το σχολείο έκανα και μαθήματα με την αρχαιολόγο Αθηνά Καλογεροπούλου» λέει σε μια απ’ τις ελάχιστες συνεντεύξεις της στο ΒΗΜΑ, «κι όταν πήγα στη Γαλλία και ήθελα να διορθώσω τα γαλλικά μου, μελετούσα αρχαίους συγγραφείς και έγραφα εκθέσεις, τις οποίες ένας καθηγητής μου διόρθωνε. Οπότε εγώ είχα διπλό όφελος. Μάθαινα και ισπανικά, αλλά όταν παντρευόταν η Σοφία τον Χουάν μού ζήτησαν να γνωρίσουν τη δασκάλα μου για να κάνει και σ’ εκείνη μάθημα. Τότε με ρώτησαν αν θέλω να κάνουμε μαζί, οπότε είπα ότι είχα αποφασίσει να σταματήσω. Και πάνε τα ισπανικά»!
Στα 22 της, η εκ Πατρών καλλονή, παντρεύεται τον Σερραίο, δυναμικό, αγέρωχο πολιτικό Κωσταντίνο Καραμανλή, που, όμως, είναι απ’ τους πλέον γοητευτικούς και κομψούς νέους της εποχής, με δεκάδες κυρίες θαυμάστριές του.
Εκείνος, λέγεται, κατά τη διάρκεια του φλερτ, περνούσε, ντυμένος με ολόλευκο κοστούμι, κάθε απόγευμα, κάτω από το αθηναϊκό, κομψό της μπαλκόνι για να της κλέψει ένα βλέμμα και να της τραβήξει την προσοχή, πράγμα που κατάφερε και με το παραπάνω.
Χρόνια αργότερα, στον στενό συνεργάτη και φίλο του, τον δημοσιογράφο και πολιτικό Τάκη Λαμπρία, ο Κωσταντίνος Καραμανλής θα απαντήσει, μοναδική φορά για τα προσωπικά του, με λόγια που θα μπουν και στο βιβλίο «Στη σκιά ενός μεγάλου» (εκδόσεις Μορφωτική Εστία και Ποταμός), πως γενικά απέφευγε το φλερτ.
«Το ενδεχόμενο ν’ αποκρουσθώ με απέτρεπε από το ν’ αποτολμήσω, θα ένιωθα την άρνηση, έστω και υποκριτική, βαρύτατη προσβολή» είπε και τόνισε πως «δεν θα την ανεχόταν ο εγωισμός μου. Αλλά, όπως ασφαλώς θα ξέρεις, σ’ αυτές τις δουλειές υπάρχει πάντα ένα προκαταρκτικό στάδιο, ένα παιχνίδι κατά το οποίο η γυναίκα, επιδεικνύοντας αυτοσεβασμό, παριστάνει ότι αρνείται, μέχρις ότου ενδώσει στην επιμονή σου…».
Και στο σημείο αυτό, σημειώνει ο Λαμπρίας, αναδυόταν ο χαρακτήρας του όταν έλεγε σχεδόν θυμωμένα πως: «Ε, εγώ ούτε το κέφι ούτε την υπομονή, αλλά ούτε τον χρόνο είχα για τέτοια παιχνίδια!».
Παρ όλα αυτά, γοητευμένος από την Αμαλία Κανελλοπούλου, επιστράτευσε όχι μόνο το φλερτ, αλλά την καθ’ αυτό ερωτική πολιορκία.
«Η Αμαλία ήταν τόσο όμορφη όσο και αξιοπρεπής» παραδέχεται στον Τάκη Λαμπρία, ο φειδωλός πάντα σε εκμυστηρεύσεις και προσωπικούς τόνους, μεγάλος πολιτικός.
Και τότε, την εποχή του ειδυλλίου τους, οι αντιρρήσεις, μιας και η νύφη ήταν ακόμη πολύ νέα και ο γαμπρός δεν ανήκε στα μεγάλα αστικά τζάκια της χώρας, κάμφθηκαν, αφού εκείνος ήταν ολοφάνερα φτιαγμένος από υλικά νικητή, προορισμένος για ένα σπουδαίο πεπρωμένο.
Είναι Ιούνιος του 1952, όταν το ζευγάρι παντρεύεται. Εκείνη, με τα ψηλά ζυγωματικά, τα λακκάκια να πλαισιώνουν το φωτεινό χαμόγελό της, τον μακρύ λαιμό και το αρχαιοελληνικό προφίλ, φορά ένα κλασικό νυφικό με μακρύ πέπλο, στειρωμένο απαλά στα πλάγια του κεφαλιού της Νταίζη Αντωνοπούλου και κρατά μία χαριτωμένη ανθοδέσμη στα χέρια με μιγκέ.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, με εκείνη και την οικογένειά της, στο πλευρό του, εκλέγεται, νεότατος, πρωθυπουργός της χώρας.
Όταν η χώρα είχε βασιλεία και για μια στιγμή «αισθάνθηκε σαν να είχε πιει σαμπάνια»
Εκείνες τις εποχές, η κοινή γνώμη ασχολούνταν περισσότερο με βασιλικούς και πριγκιπικούς γάμους, τα διαμαντικά και τις τιάρες της Φρειδερίκης, τα ειδύλλια του παλατιού και τις φήμες για αυτά.
Η αρχοντιά, η κομψότητα, η ομορφιά του ζεύγους Καραμανλή στις λιγοστές, δημόσιες, εμφανίσεις τους σφράγισαν, όμως, τις μεταπολεμικές συνήθειες της αθηναϊκής κοινωνίας, βρήκαν μιμητές και αποτέλεσαν πρότυπο, όπως μαρτυρούν οι σπάνιες φωτογραφίες από την κοινή τους ζωή. Όμως, εκείνος ετοιμάζεται για την εξουσία. Δεν έχει διαθέσιμο χρόνο για κοσμικές αβροφροσύνες και κομψότητες αστικές.
Η αυστριακή βασίλισσα Φρειδερίκη της Ελλάδος, το 1955, γράφει στον στρατηγό Μάρσαλ, με την οποία την συνέδεε πολύχρονη και στενή φιλία, για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή:
«Ο Παπάγος ήταν σε απελπιστική κατάσταση, κατάκοιτος στο σπίτι του… Βαδίζαμε σε πλήρες χάος. Κι έπειτα ο Παπάγος πέθανε. Μέσα σε μερικές ώρες ο σύζυγός μου διόρισε Πρωθυπουργό ένα νέον άνδρα, αυτοδημιούργητον, από τη Μακεδονία. Για να τον βοηθήσει του παραχώρησε το δικαίωμα να διαλύσει το Κοινοβούλιο και να προκηρύξει νέες εκλογές, εφ’ όσον δεν θα πετύχαινε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.
Ο κύριος Καραμανλής, ο σημερινός Πρωθυπουργός, είχε διατελέσει υπουργός -εξαιρετικά επιτυχημένος- στην Κυβέρνηση Παπάγου. Η χώρα αισθάνθηκε σαν να είχε πιει σαμπάνια. Σε διάστημα επτά ωρών μία νέα κυβέρνησις σχηματίστηκε, ορκίστηκε και παρουσιάσθηκε στο Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν 200 υπέρ Καραμανλή και 77 κατά, πράγμα που ήλθε σαν πλήρης δικαίωσις του Βασιλέως… Από τότε εξασφαλίσαμε και πάλι ήσυχο ύπνο τη νύκτα…».
Η σαμπάνια θα ξεθυμάνει νωρίς! Ο Μακεδόνας πολιτικός, πολλά πολλά δεν ανέχεται. Θα συγκρουστεί με το παλάτι. Θα κάνει σύντομα εχθρό την Φρειδερίκη. Και η σύγκρουση παλατιού και Καραμανλή θα είναι τόσο σφοδρή που θα παρασύρει σε εξελίξεις δραματικές…
Ήταν Απρίλιος του 1961, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι ο πρώτος ξένος ηγέτης που θα υποδεχθεί ο καθολικός, Ιρλανδικής καταγωγής Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στον Λευκό Οίκο, τρεις μήνες μετρά την θριαμβική εκλογή του στην προεδρία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο κόσμος όλος, είναι ξετρελαμένος με τον Τζον και την γυναίκα του, την Νεοϋορκέζα, κόρη πάμπλουτου χρηματιστή της Wall Street, Ζακλίν Μπουβιέ, κοινώς, Τζάκι Κένεντι.
Είναι οι αγαπημένοι γαλαζοαίματοι μιας χώρας χωρίς θρόνους και βασίλεια. Νέοι, τόσο υγιείς, πλούσιοι και καλομαθημένοι, έχουν φτάσει στην κορυφή του κόσμου και τον θαμπώνουν με εξουσία για εκείνον και καλό γούστο, κοκεταρία, μοντέρνο ύφος για εκείνην! Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φτάνει με την σύζυγό του, Αμαλία. Οι δημοσιογράφοι παρατάνε το αγαπημένο τους θέμα, την Τζάκι, και τρέχουν ξοπίσω από την γλυκύτατη, έξοχη, περίκομψη Ελληνίδα.
«Δεν ασχολούμαι με τη δουλειά του άντρα μου, γιατί την κάνει πολύ καλά» δηλώνει η γυναίκα που δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, στους Αμερικάνους δημοσιογράφους, αλλά τονίζει πως αν ήταν Αμερικάνα θα ψήφιζε οπωσδήποτε τον J.F.K. Η Τζάκι σε όλες τις εθιμοτυπικές φωτογραφίες κοιτά τους δυο Έλληνες, φανερά εντυπωσιασμένη. Πόση κομψότητα, στιλ, φως και άποψη στο ντύσιμό τους!
Η «Ελληνίδα Τζάκι», όπως την αποκαλεί ο αμερικανικός τύπος, φορά τουαλέτα του Jean Dimitre Verginie Dessès, του βασιλιά της μουσελίνας, σε γραμμές λιτές, μα τόσο φροντισμένες που θυμίζουν «ζωντανή Καρυάτιδα», όπως αποθεώνουν οι δημοσιογράφοι. Την ίδια ώρα ο Φιντέλ Κάστρο ανάβει το πούρο του, στην Αβάνα, κατατροπώνοντας εισβολή στην Κούβα αντιφρονούντων με την ευλογίες της αμερικανικής πολιτικής και ο κομαντάτε Τσε, χαμογελούσε ειρωνικά έτοιμος για να συναντήσει τον θάνατο και τον μύθο.
Λίγους μήνες αργότερα, μόλις στις 12 Ιουνίου 1961, η Τζάκι Κένεντι επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα. Η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ ξεναγήθηκε στην Ακρόπολη συνοδευόμενη από τη σύζυγο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Αμαλία. Και πάλι η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη, όσο και η Τζάκι είχε έρθει πια πολύ υποψιασμένη και έχει ήδη σχηματίσει το προσωπικό της στιλ, που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή και δεν ξεπεράστηκε ακόμα.
Η Αμαλία Καραμανλή, πάλι, χωρίς κοσμήματα και με ένα εμπριμέ μεσάτο φόρεμα, φροντίζει, όπως σε κάθε της εμφάνιση, να κάνει μια δήλωση σεμνής κομψότητας, χωρίς υπερβολές, εκζήτηση, άγχος για να εντυπωσιάσει. Έμοιαζε να μην επιδίωκε καμία προσοχή, ίσως γιατί την τραβούσε τόσο μαγνητικά επάνω της.
«Η Αθηναία παλιότερα ήξερε να ντυθεί» λέει σε μια πρόσφατη, ανοιξιάτική του συνέντευξη ο Βασίλης Ζούλιας στον M. Hulot, με αυτήν την μοναδική ευαισθησία και αισθητική, «μην ξεχνάμε ότι όταν ήρθε η Τζάκι Ωνάση, η πιο κομψή γυναίκα του κόσμου τότε, και βγήκε φωτογραφία με την Αμαλία Μεγαπάνου, η Αμαλία την έσβησε, φορώντας ένα φόρεμα του Jean Dessès. Τα τελευταία χρόνια πιστεύω ότι οι Αθηναίες έχουν μπερδευτεί».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Αμαλία ζουν σε ένα διαμέρισμα στην οδό Καρνεάδου, στο νούμερο 24, στο Κολωνάκι. Είναι αυτό το διαμέρισμα του αριστοκρατικού κέντρου, στον δρόμο με το όνομα του αρχαίου φιλοσόφου που κυκλοφορούσε με άκοπα μαλλιά και νύχια και που είχε παγιδεύσεις η Ιntelligence Service καταγράφοντας κάθε επικοινωνία του Καραμανλή σε μαγνητόφωνο, το οποίο είχε εγκαταστήσει στο κτίριο της βρετανικής πρεσβείας, δύο τετράγωνα από την πρωθυπουργική κατοικία.
Ζουν εκεί 8 χρόνια, όπου πυροδοτούν σχόλια απ’ την κοντινή συγκατοίκηση με Αθηναίους που βιάζονται να διαδώσουν για το ζευγάρι, πως εκείνος είναι πολύ οξύθυμος και εκείνη, η τόσο σιωπηλή στην δημοσιά ζωή, φυσικά και απαντάει. Λέγονταν δε, πως εκείνος εκτόξευε εναντίον της τασάκια.
Παρ’ ότι ο χαρακτήρας και η αξιοπρέπεια εκείνης, δεν καταδεικνύει γυναίκα που να ανέχεται βίαια ξεσπάσματα από τον σύντροφό της και το ότι έμεινε μαζί του, στα δύσκολα και στα ακόμα δυσκολότερα, μάλλον υπογραμμίζουν την κακοήθεια της καλής κοινωνίας των γειτόνων στην Καρνεάδου.
Η ιστορία, όμως, συνεχίζει οδυνηρή και όσο κρατά η στιγμή όσων την ζουν «για πάντα και μια μέρα», όπως έλεγε ο Σαίξπηρ. Δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το ασύδοτο παρακράτος! Ο Καραμανλής αναφωνεί το περιβόητο «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;», χτυπώντας γροθιά στο τραπέζι! Το παλάτι θέλει αύξησή του τεράστιου, ήδη, επιδόματός του. Η προίκα της Σοφίας έχει γίνει εξουθενωτικά γελοία εμμονή. Ένα ταξίδι της Φρειδερίκης στο Λονδίνο. Ένα σκαμπίλι κανονικό, ή ηθικό που δόθηκε από την Μπέτυ Αμπατιέλου, η οποία διαδήλωνε έξω απ’ το πολυτελές ξενοδοχείο της αυστριακής βασίλισσας των Ελλήνων για να ελευθερωθεί απ’ τις φυλακές ο άνδρας της Τόνυ, υστέρα από 16,5 χρόνια κράτησης.
Έλληνες φοιτητές να ουρλιάζουν εναντίον της συνθήματα. Κύπριοι να προειδοποιούν για καταστροφή. Βρετανοί να φωνάζουν, θυμίζοντας το ναζιστικό της παρελθόν. Η Φρειδερίκη θα γυρίσει αλλά θα θελήσει να επιστρέψει μαζί με τον βασιλιά σύζυγό της στο Λονδίνο για να μην είναι πια μια Βαλκάνια βασίλισσα. Ο Καραμανλής δεν θέλει.
1963. Αποχωρεί από την πολιτική και από την Ελλάδα, επειδή δεν μπορούσε να επιφέρει τη συνταγματική αναθεώρηση, την οποία θεωρούσε θεμελιώδη προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας της χώρας. Χούντα. «Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· Χριστιανών· πυρ!/Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε·» γραφεί τον Απρίλιο του 1967 ο Σεφέρης.
Το 1969 είναι ο ποιητής και ο Καραμανλής που καταδικάζουν επωνύμως τη στρατιωτική δικτατορία στη χώρα. Ο Καραμανλής τώρα πια, απ’ το Παρίσι όπου ζει τα τελευταία χρόνια! Και μαζί του πάντα η Αμαλία. Εξορία. Στο Παρίσι μεν, εξορία δε…
«… Ο Καραμανλής στο Παρίσι είχε ένα εξαίσιο διαμέρισμα, πρέπει να σου πω. Σε υπέροχο σημείο, φωτεινό, καλόγουστο, με ωραία θέα..» μου διηγήθηκε η grande dame των Αθηνών, Μαρλέν Καρρέρ για το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Η ζωή ένα πάρτι» (εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ).
Η σπουδαία αυτή κυρία θυμόταν σε κάποιο κεφάλαιο, πως την περίοδο της Χούντας, η Μελίνα Μερκούρη την είχε στείλει να συναντήσει τον φίλο του πατέρα της, Κωνσταντίνο Καραμανλή, για να μεσολαβήσει να τα βρουν μετά από ένα μεγάλο τσακωμό.
Η Μαρλέν, όμως, ξεχνάει στη διήγηση όλες τις πολίτικες λεπτομέρειες.
«… Έρχεται η γυναίκα του η Αμαλία. Όταν μιλάμε για ευγένεια, χάρη, γοητεία, κομψότητα και ομορφιά, το μυαλό μου πάει μόνο στην Αμαλία. Όλες τις χάρες και την καλοσύνη, έδωσε αυτής της γυναίκας ο Θεός. Μια κούκλα και μια κυρία: δύσκολος συνδυασμός. Εγώ προσωπικά δεν τον έχω ξανασυναντήσει, παρά μόνο στο δικό της πρόσωπο. Η παρουσία της είναι σκέτη ευλογία. Ακόμη, να σκεφτείς, δεν έχει χάσει τίποτα απ’ αυτή τη γοητεία, φαντάσου, λοιπόν τότε. Φοράει ένα κομψότατο, εντελώς λιτό μαύρο φόρεμα και έχει τα μαλλιά πιασμένα ψηλά. Αγκαλιαζόμαστε.
«Πείτε, κορίτσια, τα δικά σας» μας λέει ο Πρόεδρος και αναχωρεί για το γραφείο του. Πάμε με την Αμαλία για φαγητό στο Φουκέ. Οι αδιάφοροι και πάντα αφ’ υψηλού Παριζιάνοι, ξαφνικά, μας κοιτάζουν καλά καλά. Να τι θα πει φινέτσα, Φράγκοι! Όμως, η Αμαλία, είναι πολύ στενοχωρημένη. Ανακατεύει με το πιρούνι τη σαλάτα της, χωρίς να τρώει. Με θλίβει. Δύο μήνες αργότερα, χωρίσανε. Ο χρόνος, εκείνο το βράδυ, ήξερε και έπαιζε με τα σχέδια, τις απογνώσεις, τις χαρές μας. Ο χρόνος…»… Ο χρόνος λοιπόν…
Ο χρόνος! Η Μαρλέν δεν υπάρχει πια, όμως, δεν ξεχνώ τα μάτια της να λάμπουν από θαυμασμό και εκτίμηση όταν μιλούσε για την Αμαλία Μεγαπάνου, έτσι όπως δεν είχε κάνει για άλλες προσωπικότητες παγκοσμίου βεληνεκούς, που είχε γνωρίσει και συναναστραφεί στη ζωή της.
Στη μεταξύ μας συζήτηση και όχι για να μπει στο βιβλίο της, είχε αφήσει να καταλάβω πως η Αμαλία ήταν φτιαγμένη από υλικά μεταξωτά και αιθέρια, με κρυστάλλινες, ευαίσθητες, συμπεριφορές. Ο δυναμισμός και η ισχυρή προσωπικότητα του Σερραίου εθνάρχη, που στα «θέλω» του δεν υποχωρούσε, θα έφερνε μοιραία τη σύγκρουση! Οι δυο αυτοί, πανέμορφοι και ταιριαστοί εμφανισιακά άνθρωποι, ήταν από άλλους κόσμους.
Η Μαρλέν Καρρέρ, η Ζακυνθινή αρχοντογυναίκα, δεν θα καταδεχτεί να πει κουτσομπολιά. Οι παλιοί Αθηναίοι, όμως, θυμόντουσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε προεκλογική του ομιλία, λίγο πριν στραφεί προς το πλήθος, σε ένα μεγάλο καλοστολισμένο κεντρικό μπαλκόνι, να εκστομίζει, αγνοώντας πως είναι ανοιχτό το μικρόφωνο, ένα μπουλγκάρ «Αμαλία σκάσε», που άκουσε το συγκεντρωμένο πλήθος και δεν ξέχασε ποτέ!
Η Αμαλία Μεγαπάνου δεν άντεξε άλλο…
Κάποιοι λένε, λοιπόν, πως η Αμαλία δεν άντεξε άλλο τον κόσμο -κυρίως εσωτερικό- εκείνου. Κάποιοι άλλοι πως υπήρχε μεταξύ τους η ανέκφραστη ένταση και θλίψη για το παιδί που δεν ερχόταν.
Μερικοί, όπως γίνεται πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις σαν κάτι φυσικό και αναμενόμενο, υποστηρίζουν πως υπήρχε, ήδη, άλλη γυναίκα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ στο ιταλικό περιοδικό «Τζέντε», ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διατηρούσε ερωτικό δεσμό με διάσημο μοντέλο, βυζαντινής καταγωγής, απ’ την οικογένεια των Κατακουζηνών, που μάλιστα ήταν μαζί του στο Παρίσι και τον ακολούθησε στην Ελλάδα με την μεταπολίτευση.
Η γυναίκα από εξώφυλλα και φωτογραφίσεις της εποχής είναι κούκλα. Για χρόνια, μάλιστα, μετά το μόντελινγκ, αρθρογραφούσε στη γαλλική Vogue ρεπορτάζ μόδας.
Το περιβάλλον του Κωνσταντίνου Καραμανλή διαψεύδει κατηγορηματικά. Το ίδιο γίνεται και για τη φημολογούμενη σχέση του πρωθυπουργού πια και εθνάρχη, με την αδελφή του Ζισκάρ Ντε Σταίν.
Ακούγεται ακόμη πως υπήρχε ένα σφοδρό ειδύλλιο με μια Γαλλίδα δημοσιογράφο και ένα ακόμη, με μια Παριζιάνα πρωταγωνίστρια.
Τι σημασία έχει πια; Η Αμαλία έχει αποχωρήσει απ’ αυτό το κεφάλαιο του τόμου, βάζοντας την δική της τελεία και παύλα.
Η γυναίκα, που τάχα δέχονταν ξεπέσματα βίας, τασάκια να σκάνε πίσω της σε τοίχους και πατώματα και εκείνο το «σκάσε Αμαλία» δημοσίως, απλά άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
Είναι αρχές της δεκαετίας του ’70. Οι κοινωνικές δομές δεν υποστηρίζουν μια γυναίκα που αποφασίζει να είναι μόνη, γυρνώντας την πλάτη, σε έναν ιστορικό ηγέτη. Πίσω στην Ελλάδα. Μόνη της. Αντισυμβατική. Ελεύθερη…
Τα Χριστούγεννα του 1970, το διαζύγιο εμφανίστηκε στο πρωτοσέλιδο του περιοδικού «Οικογενειακός Θησαυρός» προκαλώντας τεράστιο κύμα συζήτησης. Το 1972 εκδίδεται το διαζύγιο τους.
«Αδύνατη η συμβίωση του ζεύγους» αποφαίνονται τα δικαστήρια, τότε! Απλή ασυμφωνία χαρακτήρων, λοιπόν, με τη σημερινή ορολογία! Εκείνη δεν θα μιλήσει ποτέ! Για τη ζωή της, το συγγραφικό έργο που θα ακολουθήσει, τις σκέψεις της, τα χρόνια που έζησε μαζί του, τις αίτιες του χωρισμού ενός ζευγαριού που λαμποκοπούσε.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όμως, λέει στον Τάκη Λαμπρία που τολμά να τον ρωτήσει, λόγω της μεγάλης τους φιλίας για την Αμαλία.
«… Ήταν, λοιπόν, τόσο όμορφη όσο και αξιοπρεπής. Είχε δυνατό χαρακτήρα, κάπως αυταρχικό. Ίσως μάλιστα το ναυάγιο του γάμου μας να οφείλεται στο ότι είχαμε τον ίδιο χαρακτήρα… Τα ενδιαφέροντά της ήταν περισσότερο πολιτιστικά, παρά πολιτικά. Και, μολονότι ουδέποτε αναμειγνυόταν στη δημόσια ζωή, συμπαραστάθηκε με αφοσίωση στη δύσκολη σταδιοδρομία μου. Το βέβαιο είναι ότι ο χωρισμός μου με λύπησε, αν και η ευθύνη γι’ αυτόν ήταν περισσότερο δική μου».
Μετά το διαζύγιο, η Αμαλία παντρεύτηκε τον μαιευτήρα Επαμεινώνδα Μεγαπάνο, ιδρυτικό μέλος του μαιευτηρίου Λητώ και πρόεδρός του, από το 1970 έως το 2007. Ήταν και εκείνος άνθρωπος πολυδιαβασμένος, με πολιτιστικές ανησυχίες, λάτρης της μουσικής, με χιούμορ και ευχάριστος στην παρέα.
Ήταν ο δεύτερος γάμος και για τους δυο, ενώ για εκείνον θα ακολουθούσε, ένας τρίτος με την νομικό Χριστίνα Σούρλα. Είχε προηγηθεί ο γάμος με την εξαίσια Λουΐζα Κονταράτου – Ζαούση των εκδόσεων Ωκεανίδα, όπου απέκτησε τους δύο γιους του, Αλέξανδρο και Νίκο.
Η Αμαλία Μεγαπάνου γράφει βιβλία. Πρώτα για τα ελληνικά κεντήματα, τεράστια αγάπη της και ενδεικτικό θέμα της προσοχής της στην εξαιρετική λεπτομέρεια και την τέχνη της δημιουργίας και της παραδοχής από χέρια «άριστα».
Γράφει παραμύθια για παιδιά, που τα λατρεύει και επικοινωνεί μαζί τους με έναν τρόπο, αξιοζήλευτο και χαρισματικό. Γράφει το τεράστιο «Πρόσωπα – Και άλλα κύρια ονόματα», ογκώδες λεξικό το οποίο περιλαμβάνει όλα τα 21.625 ονόματα, μυθολογικά και ιστορικά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, σαν μικρά διηγήματα, σαν προσωπικές ιστορίες.
Γράφει και θέματα αιφνιδιαστικά για την εποχή, αποκαλύπτοντας μια ευρύτητα πνεύματος και έναν άνθρωπο έξω από κουτάκια και συσκευασίες, όπως το «Διάλογος με την Άννα», μια συνέντευξη χωρίς τη φόρμα και το κλισέ το δημοσιογραφικό με μια πόρνη.
«Είχα αγανακτήσει» είπε στο ΒΗΜΑ, «το έκανα γιατί η αστή Ελληνίδα δεν γνώριζε τίποτε για ένα πρόσωπο το οποίο ο σύμπας κόσμος ήξερε πολύ καλά και μόνον εκείνη αγνοούσε».
Ζει στο σπίτι του πατέρα της, που έμενε με τη γιαγιά της, την Αμαλία. Δεν επισκέπτεται την Πάτρα, γιατί πλέον έχει μετοικίσει και δεν την ενδιαφέρουν οι επιστροφές. Θα γινόταν φαρμακοποιός, αν δεν χάνανε το οικογενειακό φαρμακείο για την πολιτική, γιατί ο παππούς της στην Κατοχή είχε φτιάξει ένα φάρμακο που μπορούσε να γιατρεύει τα κρυοπαγήματα και θα ‘θελε και εκείνη να μπορεί να προσφέρει κάτι. Δεν θα έγραφε ποτέ για την ζωή της. Δεν θα ασχολούνταν με την πολιτική ποτέ και κατηγορηματικά.
«Κοιτάξτε, η Αμαλία Μεγαπάνου είναι το παιδί της μάνας μου και του πατέρα μου, που έφθασε ίσαμε εδώ. Είναι μία διαδρομή. Την κάνεις και περνάς από δάση, από χαράδρες, από επικίνδυνα μέρη, από ανέσεις κτλ. Γι’ αυτό λέω την ηλικία μου, γιατί την έχω περπατήσει, δεν την έχω περάσει, έτσι ώσπου να φθάσω εδώ, μαζί με σας» κατέληγε σε εκείνη την σπάνια συνέντευξη της, με μια φωτογραφία ωραιότητας πέρα από τον χρόνο και τα χρόνια.
Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τη ζωή τους, δεν μίλησε ποτέ.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν παντρεύτηκε ξανά, ούτε επέτρεψε να μαθευτεί τίποτα, ποτέ για την προσωπική του ζωή. Γίνεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Εθνάρχης, ιστορική ηγετική μορφή της σύγχρονης Ελλάδας, δικαιωμένος από επιλογές και κατακτητής των στόχων του.
Όλα όσα είχε αποφασίσει να κάνει τα πέτυχε. Και αφοσιώθηκε ολόψυχα. Υπήρξε άραγε τίμημα; Κάποτε, προς το τέλος, μαζί με τον Τάκη Λαμπρία βρίσκονται σε μια παραλία στο Ελαφονήσι.
Δυο-τρία ζευγάρια Ιταλών βούτηξαν από κάποιο ταχύπλοο στη θάλασσα και βγήκαν στην παραλία χωρίς να φορούν τα μαγιό τους. «Ευχάριστη ατραξιόν», σχολίασε χαριτολογώντας ο Λαμπρίας, αλλά ο Καραμανλής έμεινε για αρκετή ώρα σιωπηλός.
«Όχι μόνο δεν είχα χαρές στη ζωή μου», είπε έπειτα από κάποια ώρα, «αλλά και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να έχει επιθυμίες».
Η κηδεία του γίνεται στην Αγία Φιλοθέη, στις 24 Απριλίου του 1998. Είχε ζητήσει να παρευρίσκονται μόνο φίλοι και συγγενείς και στενοί συνεργάτες και όχι πολύς κόσμος και διεθνείς μεγαλόσχημοι. Είχε ορίσει κάθε λεπτομέρεια. Μέχρι το τέλος. Ούτε στεφάνια ήθελε!
Εκτός από αδέλφια και ανίψια ήταν εκεί ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κώστας Στεφανόπουλος, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης, ο πρόεδρος της Κύπρου, εκείνη την εποχή, Γλαύκος Κληρίδης.
Έξω από την εκκλησία συγκεντρωμένο πλήθος φώναζε «Εθνάρχης είναι ο Καραμανλής».
Η Αμαλία Μεγαπάνου ακολούθησε τη σορό του, στην τελευταία βόλτα πριν την ανάπαυση, στους κήπους του Ιδρύματος Καραμανλή. Ήταν θλιμμένη, σιωπηλή, σκεπτική. Χάθηκε πριν αστράψουν τα φλας ανάμεσα στα μαύρα ρούχα. Ήταν το αντίο μιας κυρίας… Μια ζωή βγαλμένη από ταινία. Κι, όμως, ήταν μια ζωή αληθινή, όπως λίγοι μπορούν να ζήσουν. Κι αυτήν τη ζωή έζησε η Αμαλία Μεγαπάνου.
Η αξεπέραστη Αμαλία Μεγαπάνου «έφυγε» από τη ζωή στις 2 Ιουνίου του 2020.