Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, γνωστή επίσης και ως «αρχόντισσα της κουζίνας» περνά δύσκολες στιγμές αφού ζει πλέον μόνη και απομονωμένη κάτι που, όπως αποκαλύπτει, της κοστίζει πολύ συναισθηματικά. Η ηθοποιός που αγαπήθηκε από ολόκληρη την Ελλάδα ως «καλοκάγαθη και έξω καρδιά» υπηρέτρια, συγκινεί περιγράφοντας την μοναξιά που βιώνει σε αυτή την περίοδο της ζωής της και την έλλειψη φίλων που την πληγώνει βαθιά.
Η ηθοποιός, πρωταγωνίστρια και θιασάρχης γεννήθηκε το 1937 στη Μεσσήνη. Σπούδασε φωνητική στο Ελληνικό Ωδείο και θέατρο στη Δραματική Σχολή Δημήτρη Ροντήρη, απ’ την οποία και αποφοίτησε το 1959.
Έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1960, στην ταινία «Ξένος της νύχτας» και έκτοτε καθιερώθηκε σε ρόλους κωμικούς. Ο ρόλος της επαρχιώτισσας οικιακής βοηθού που πετούσε συνέχεια «μαργαριτάρια» την ακολούθησε όμως όπως λέει και η ίδια το κυνήγησε για τα καλά.
Σε πρόσφατη συνέντευξη της στο gossip-tv, δήλωσε:
«Είναι μία περίοδος μοναξιάς και εκτός από τη μοναξιά έχω και μία ταραχή σε όλο μου το κορμί, έχω κάτι ανασφάλειες γιατί είμαι μόνη μου».
«Έχω χάσει όλους τους φίλους μου. Είχα κάποτε ένα αυτοκίνητο και το έδωσα. Το χάρισα και τώρα έχω μετανιώσει. Θα μπορούσα να έβρισκα ένα παιδί να το οδηγεί και να με πηγαίνει όπου θέλω. Αυτή τη στιγμή το μόνο που με σώζει λίγο είναι που γράφω το δεύτερο βιβλίο. Δυστυχώς όμως ο κόσμος είναι ψεύτικος».
Δεν έχασε την ευκαιρία να αναφερθεί και στην αγαπημένη της Αλίκη Βουγιουκλάκη.
«Η Αλίκη μου, ήταν η αγαπημένη μου φίλη. Μου λείπει η λάμψη της, τα αστεία της, η παρέα της. Από τότε που έφυγε έχει φύγει και η γη κάτω από τα πόδια μου»
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου γιατί θεωρεί τον κόσμο ψεύτικο απαντά
«Στον κόσμο αρέσει η κοροϊδία. Εδώ και καιρό έχω ειδοποιήσει την κοπέλα που γράφει και με βοηθάει και κάθε μέρα μου λέει έρχομαι αύριο, και έρχομαι αύριο, και έρχομαι αύριο και όλο ψέματα. Της τα υπαγορεύω και τα γράφει, δεν είναι ότι αυτή τα βγάζει από το κεφάλι της και τα γράφει. Έχει εξαφανιστεί η γυναίκα αυτή.
Με κοροϊδεύει εδώ και δέκα μέρες. Θα έρθω το απόγευμα, θα έρθω αύριο, θα έρθω το πρωί, θα έρθω το μεσημέρι. Κάνω υπομονή, αλλά όλη αυτή η κατάσταση με έχει εκνευρίσει. Είμαι μόνη. Έχω χάσει τους φίλους μου. Γιατί δεν είναι εύκολο να τους βρεις».
Το τηλέφωνό σας χτυπάει;
«Με παίρνουν τηλέφωνο, αλλά δεν εμφανίζονται. Αλλά έχω ένα πρόβλημα τώρα που με στεναχωρεί πάρα πολύ και μου φέρνει μια ταραχή σε όλο τον κορμί και μου έρχεται να φωνάξω, δηλαδή γιατί με κοροϊδεύουν. Δυστυχώς δεν μπορώ να το κάνω αυτό μέσα στο σπίτι μου. Τι να κάνω, την τρελή, να αρχίσω να φωνάζω, ααα και ουυυ, μέσα στο σπίτι; Προσπαθώ με κάθε τρόπο, με το διάβασμα, με το γράψιμο, με το σπίτι να καλμάρω λιγάκι το νευρικό μου σύστημα. Με ενοχλεί το ότι έχω χάσει τους φίλους μου όλους.
Έπειτα, για να πάω πρέπει να τρέχω όλο εγώ. Δεν έρχεται ένας να ξεκινήσει να έρθει σπίτι μου. Κάποτε που έκανα τα πάρτι, τα χίλια πάρτι ερχόντουσαν εδώ πέρα πάνω από 50-60 άτομα τρώγανε και πίνανε, 100 φαγητά έκανα. Τώρα έχω μείνει στο Μαρούσι μόνη, είμαι εγκλωβισμένη μέσα σε ένα σπίτι, χωρίς να έρχεται ένας άνθρωπος τώρα.
Που να πάω; Να πάω σε γηροκομείο; δεν μπορώ αυτό το πράγμα. Η Ρένα Κουμιώτη πήγε στο γηροκομείο και πέθανε. Είναι δύσκολη η κατάσταση όταν δεν έχεις έναν σύντροφο δηλαδή της ίδιας ηλικίας σχεδόν ή μεγαλύτερος ή μικρότερος, να μπαίνει ξέρω εγώ ένα ανδρικό πόδι στο σπίτι», κατέληξε.