Η Γιώτα Γιάννα, κατά κόσμον Παναγιώτα Γιαννέλου, άφησε την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 95 ετών, σκορπίζοντας θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο.
Η τραγουδίστρια και δεξιοτέχνης της φυσαρμόνικας τραγούδησε με τις μεγαλύτερες φωνές της ελληνικής δισκογραφίας, ενώ δούλεψε σε όλα τα νυχτερινά κέντρα.
Ο αυστηρός πατέρας της Γιώτας Γιάννα
Όπως είχε υπογραμμίσει σε παλιότερη συνέντευξή της στη LIFO «συνεργάστηκα με όλο τον κόσμο, από τον Τσιτσάνη και τον Καλδάρα μέχρι τη Μαρινέλλα και τον Πουλόπουλο. Με τη Γιώτα Λύδια, την Καίτη Γκρέυ, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τη Ρίτα Σακελλαρίου – ποιον άλλο, ρε παιδιά; Με όλους, εκτός από έναν, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, και κρίμα που δεν έτυχε μ’ αυτόν το μεγάλο δημιουργό. Με τον Μάρκο Βαμβακάρη, επίσης, όχι στο πάλκο, αλλά σε βραδιές που του κάναμε στην Πλάκα. Ήταν εξαιρετικό το ότι βρέθηκα ανάμεσα σε όλους αυτούς. Υπήρχε μια μεμβράνη που δεν τρυπήθηκε ποτέ από καμία σφαίρα κακού ανθρώπου, ώστε να πληγώσει τα έσω μου. Κι εγώ είχα αυστηρό πατέρα και πολλοί πατεράδες πιστεύουν ότι τα παιδιά τους δεν είναι καλό να δουλεύουν στη νύχτα. Η νύχτα δεν κρύβει όλα τα άσχημα του κόσμου. Η μέρα τα σκεπάζει με τον ήλιο της, είναι πιο δύσκολο πράγμα η μέρα. Οι άνθρωποι της νύχτας είναι απλοί, κανονικοί και λαϊκοί άνθρωποι, που πάτησαν το χώμα γειτονιάς σαν της δικής μου».
Η Γιώτα Γιάννα γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα, στους Αμπελόκηπους. Ο πατέρας της είχε καταγωγή από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας, ενώ η μάνα της ήταν Μικρασιάτισσα και πέθανε σε νεαρή ηλικία.
Η Γιώτα Γιάννα για την οικογένειά της
Όσον αφορά την οικογένειά της, είχε επισημάνει στη LIFO «οι γονείς μου έφυγαν νωρίς. Ο μπαμπάς απ’ τα Τρίκαλα Θεσσαλίας, που έβγαλαν τόσους και τόσους μουσικούς, ήρθε μικρός στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη μάνα μου, μικρασιατικής καταγωγής. Έκαναν εμένα. Όταν πέθανε η μάνα μου, ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε κι εγώ βρήκα την πνευματική μου μητέρα. Δεν μου αρέσει η λέξη «μητριά». Ήταν η δεύτερη μάνα μου η Ευγενία μου, η οποία είναι εν ζωή. Έκαναν άλλα δύο παιδιά, δύο αγόρια, κούκλους. Ο ένας, ο Δημήτρης μου, έφυγε στην Κύπρο το ’74 και δεν ξαναγύρισε. Δεν «έφυγε» κανονικά, γιατί δεν μπορεί να χαθεί «κανονικά» ένα παιδί 19 ετών. «Κοιμάται» εκεί από τότε. Υπάρχουν, λοιπόν, ακόμη στη ζωή μου η Ευγενία και ο άλλος μου αδερφός, ο Γιάννης. Τους αγαπώ πολύ, για να υπάρχω κι εγώ».