Ο Σνικ σε παλιότερη συνέντευξή του στη Lifo, μίλησε για τη ζωή στην Αγγλία, το ωράριο της δουλειάς του, τις σχέσεις του και στο σχολείο που δεν έχει ολοκληρώσει.
Για τα παιδικά του χρόνια, ο τράπερ υπογράμμισε “γεννήθηκα στην Αθήνα, στην Κηφισιά, και έζησα εκεί μέχρι τα 12. Τότε οι γονείς μου χώρισαν και μετακόμισα στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Βικτωρίας, επειδή ήθελα να μείνω με τη μητέρα μου. Η γειτονιά μου ήταν ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Παύλος, η Κυψέλη… Το κέντρο έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη μουσική μου. Έχω δει σκληρές εικόνες σε μικρή ηλικία, που καθόρισαν τον τρόπο που μεγάλωσα. Όλα αυτά με ωρίμασαν, βέβαια, με έκαναν καλό άνθρωπο, κι ας με μεγάλωσαν πρόωρα. Υπάρχουν σχόλια που λένε ότι ήμουν παιδί πλουσίων, αλλά δεν ισχύει, μακάρι να είχα πλούσιους γονείς. Ο πατέρας μου ήταν οδηγός. Αν ήμουν πλούσιος, δεν ξέρω πού θα είχα καταλήξει, αν θα ήμουν εδώ που είμαι τώρα, αν θα ήμουν αυτός που είμαι. Μεγάλωσα με τη μητέρα μου, η οποία με έχει βοηθήσει πάρα πολύ και από ένα σημείο κι έπειτα μεγάλωσα μόνος μου”.
Για την ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο είδος μουσικής, ο Σνικ επεσήμανε “μπορεί να μην ήξερα στα 13 μου ότι θα γίνω ράπερ, αλλά ακούω αυτήν τη μουσική από πολύ μικρός. Άκουγα Ημισκούμπρια, TXC, ΖΝ. Μου άρεσαν πάρα πολύ οι ΖΝ, είχα πάει στο Metropolis και είχα πάρει όλα τα CD τους. Με αυτά μεγάλωσα, άκουγα DMX, Snoop Dog, ό,τι ραπ υπήρχε τότε. Γιατί ραπ; Επειδή είχε κάτι επαναστατικό, ήταν ενάντια στο σύστημα. Πάντα ήμουν αντιδραστικό παιδί, οπότε ταυτιζόμουν. Θυμάμαι έναν στίχο των TXC που λέει «Θέλω να γαζώσω με 300 τουφεκιές / την πίσω δεξιά πόρτα μιας θωρακισμένης Μερσεντές», ή τους ΖΝ, που ήταν αλητεία. Αυτό που κάνω τώρα είναι ο σύγχρονος ήχος όσων ακουσμάτων είχαμε από το εξωτερικό. Έχω μάθει αγγλικά από πολύ νωρίς. Μπορεί να μην έχω τελειώσει το λύκειο, αλλά είμαι διαβασμένος. Έχω διαβάσει και διαβάζω τα πράγματα που θέλω εγώ και με ενδιαφέρουν κι έχω βγάλει το σχολείο του δρόμου. Έχω φίλους μου που πήραν πτυχίο στα 26 και αυτήν τη στιγμή δουλεύουν ως σερβιτόροι. Δεν το λέω υποτιμητικά, αλλά είναι φοβερό να έχεις φάει δέκα χρόνια πάνω από βιβλία και να μην μπορείς να κάνεις όσα ονειρευόσουν”.
Όσον αφορά τη ζωή στην Αγγλία, σημείωσε “στο Λονδίνο πήγα επειδή ένας φίλος μου μού είπε ότι υπήρχε μια δουλειά εκεί και θα βγάζαμε καλά λεφτά – νόμιμη, γιατί έχουμε κάνει και παράνομες δουλειές. Πολλά παιδιά αγωνίζονται να βγάλουν το μεροκάματό τους κι έχω περάσει κι εγώ από αυτήν τη φάση. Σίγουρα δεν έχω πληγώσει ποτέ κανέναν πολύ, αλλά ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει. Τον πρώτο χρόνο στο Λονδίνο δούλευα ως bartender και τον δεύτερο δούλευα με διαλείμματα. Ποτέ δεν είχα κάποιον άνθρωπο από πάνω μου, αφεντικό, ήμουν πάντα αφεντικό του εαυτού μου. Έχω δουλέψει πολύ λίγο με ωράριο 9-5. Πάντα ήξερα ότι δεν είμαι φτιαγμένος γι’ αυτό”.
Και συμπληρώνει ο Σνικ “στην Αγγλία ήταν πολύ αποστειρωμένη η ζωή, πολύ ρομποτική η φάση και δεν το γούσταρα αυτό, γιατί είμαι γνήσιος Αθηναίος. Την αγαπάω πάρα πολύ την πόλη μου, τόσο πολύ, που έχω γράψει στο δέρμα μου «ATH». Γενικά, ήμουν τύπος που εδώ έβγαινα από το σπίτι μου μιάμιση το βράδυ και στο Λονδίνο το final call για το ποτό ήταν στη μία – άσε που εκεί βγαίνεις μόνο Παρασκευή και Σάββατο. Αυτό με πείραζε, παρότι δεν ήμουν party animal. Πλέον προτιμάω να περνάω τον χρόνο μου λίγο πιο ποιοτικά. Δουλεύω τόσο πολύ στα κλαμπ, που βαριέμαι παρά πολύ να βγαίνω εκτός δουλειάς. Έχω κουραστεί. Κι επειδή είμαι από μικρός στον δρόμο, έχω κουραστεί από το έξω, οπότε πάω στο μαγαζί, κάνω τη δουλειά μου, πίνω το ποτό μου, είμαι επαγγελματίας σε αυτό που κάνω, και μετά πάω στο σπίτι μου”.
Για τα πρώτα του βήματα στη μουσική, τόνισε “ήμουν Snik προτού κάνω ραπ. Ήμουν πολύ γνωστός στην Αθήνα από το γκράφιτι και ήμουν πάντα δραστήριος. Από τα 14 μου άρχισα να κάνω γκράφιτι με μαρκαδόρους. Κάναμε tags και ακούγαμε ραπ. Και όπως και τώρα οι πιτσιρικάδες λένε «ω, αυτός κάνει ραπ, θα κάνω κι εγώ», άρχισα να γράφω στίχους τυχαία, για τη φάση μας. Δεν θυμάμαι καν τι είχα γράψει τότε, πέρασαν χρόνια όμως μέχρι να ξαναγράψω. Άρχισα να κάνω ραπ μεγάλος, το πρώτο μου κομμάτι το έβγαλα το 2012. Στο σχολείο μού έλεγαν ότι είμαι καλός στα μαθηματικά, αλλά ήμουν καλύτερος στη γλώσσα. Έχω πολλά βιώματα, έχω ζήσει πολλά πράγματα, οπότε είχα και έχω κάτι να πω. Ό,τι λέω είναι αλήθεια, έχει συμβεί, δεν είμαι ηθοποιός εγώ, είμαι ράπερ, καλλιτέχνης. Τώρα πια μιλάω για το success story και μπορεί να μην αναφέρομαι στη δική μου πραγματικότητα, να περιγράφω τι έζησα πριν από κάποια χρόνια που ήμουν στο struggle, αλλά οι φίλοι μου είναι ακόμα σε αυτό το στάδιο, έτσι εκπροσωπώ αυτούς και ένα κομμάτι της ζωής μου. Όταν έχεις ζήσει δύσκολα στο κέντρο της Αθήνας, νομίζω ότι και να φύγεις από το hood, το hood ποτέ δεν φεύγει από μέσα σου”.
Σχετικά με την προσωπική του ζωή, ο Σνίκ κατέληξε “την ευτυχία τη βρίσκω στην ηρεμία. Μετά από μια κουραστική μέρα, ευτυχία είναι να κάτσεις στο σπίτι σου ήρεμος, με τους δικούς σου ανθρώπους, μακριά απ’ όλο αυτό που ζεις στη δουλειά. Και είναι σημαντικό να έχεις σύντροφο που σε βοηθάει σε αυτό που κάνεις, όποιος έχει κάποιον που τον σαπορτάρει είναι δυνατός. Θέλεις έναν ώμο να ακουμπήσεις κάποια στιγμή, να πεις δυο-τρία πράγματα. Αυτό για μένα είναι έpωτας και αγάπη. Είμαι πολύ χαρούμενος με τα προσωπικά μου και είμαι πολύ καλά. Πρέπει να μαθαίνεις από τα λάθη σου, να δουλεύεις σκληρά, να είσαι καλός με τους γύρω σου, τους φίλους σου. Όσοι είναι γύρω μου είναι μαζί μου πολλά χρόνια. Κάθε μέρα η ζωή με μαθαίνει κάτι”.