Ο Κλιντ Ίστγουντ είχε χθες, Τετάρτη, τα γενέθλιά του, καθώς συμπλήρωσε τα 93 του χρόνια., τα οποία έζησε έντονα, τόσο στην προσωπική του ζωή, όσο και στην καριέρα του.
Πρόκειται για έναν ηθοποιό του Χόλιγουντ που το όνομά του αποτελεί εγγύηση για την επιτυχία μιας ταινίας.
Αναδείχθηκε ως αστέρι πρώτου μεγέθους στην Ιταλία και επιστρέφοντας θριαμβευτικά στα πάτρια εδάφη, στην Αμερική, εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες του κινηματογράφου.
Στη μακροχρόνια καριέρα του, που ξεκινά από το 1955, υποδύθηκε δύο εμβληματικούς χαρακτήρες της μεγάλης οθόνης, τον «Άνθρωπο δίχως όνομα» και τον «Επιθεωρητή Κάλαχαν» και σκηνοθέτησε σημαντικές ταινίες («Μπερντ», «Οι Ασυγχώρητοι», «Σκοτεινό Ποτάμι», «Million Dollar Baby»).
Ο Κλίντον Ίστγουντ ο νεώτερος γεννήθηκε στις 31 Μαΐου 1930, στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας και περιπλανήθηκε αρκετές φορές με την οικογένειά του, προτού τελικά εγκατασταθεί στο Πίντμοντ της Καλιφόρνιας, το 1940.
Στρατεύτηκε κατά τη διάρκεια του Κορεατικού Πολέμου και υπηρέτησε τη θητεία του στην Καλιφόρνια. Μετά την αφυπηρέτησή του το 1953, μετακόμισε στο Χόλιγουντ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού στην προσπάθειά του να βρει μία ευκαιρία να εισέλθει στον κόσμο του κινηματογράφου.
Ένα δοκιμαστικό στη Universal το 1954, του εξασφάλισε ένα συμβόλαιο 40 εβδομάδων, αλλά ύστερα από μία ανανέωση και μία σειρά από ρολάκια στις ταινίες τρόμου του Τζακ Άρνολντ «Τρομαγμένη Πολιτεία» («Tarantula», 1955) και «Revenge of the Creature» (1955), το συμβόλαιό του δεν ανανεώθηκε ξανά.
Στη συνέχεια εμφανίστηκε σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές, προτού κάνει το μεγάλο μπαμ, το 1959, με το ρόλο του Ρόουντι Γέιτς στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά γουέστερν «Rawhide» (1959-1965).
Ο Κλιντ Ίστγουντ έτυχε διεθνούς αναγνώρισης από την Ιταλία, όταν υποδύθηκε τον «Άνθρωπο Χωρίς Όνομα», στην τριλογία των σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια» («Per un pugno di Dollari», 1964), «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» («Per qualche Dollari in più», 1965) και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» («Il buono, il brutto, il cattivo», 1966).
Το 1967 οι τρεις ταινίες προβλήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες με μεγάλη επιτυχία, καθιστώντας τον Κλιντ Ίστγουντ αστέρι πρώτου μεγέθους και περιζήτητο ηθοποιό.
Το 1968 πρωταγωνίστησε στο πρώτο του αμερικανικό γουέστερν «Κρεμάστε τους ψηλά!» («Hang ’Em High»), που σκηνοθέτησε ο Τεντ Ποστ. Την παραγωγή της ταινίας ανέλαβε η νεοσύστατη εταιρεία του Ίστγουντ «Malpaso», που στα ιταλικά σημαίνει «κακή κίνηση». Ήταν η συμβουλή του ατζέντη του, όταν ο Ίστγουντ του ζήτησε τη γνώμη του για την απόφασή του να συνεργαστεί με τον Ιταλό σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε.
Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Ντον Σίγκελ στο αστυνομικό δράμα «Το Δίκιο σου το Παίρνεις με Αίμα» («Googan’s Bluff»), ο οποίος του δίδαξε και τα μυστικά της σκηνοθεσίας, που αποτέλεσαν πολύτιμη παρακαταθήκη για τη μετέπειτα σπουδαία καριέρα του πίσω από την κάμερα, όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος, απονέμοντας τα εύσημα στον δάσκαλό του σε κάθε ευκαιρία.
Με τον Σίγκελ συνεργάστηκε στο γουέστερν «Οι γύπες πετούν χαμηλά» («Two Mules for Sister Sara», 1970), στο ψυχολογικό θρίλερ «Ο Προδότης» («The Beguiled», 1971) και στην ταινία δράσης «Απόδραση από το Αλκατράζ», 1979).
Η κορύφωση της συνεργασίας τους ήταν η ταινία με ήρωα τον αδίστακτα αποτελεσματικό αστυνομικό επιθεωρητή Χάρι Κάλαχαν, τον «Βρόμικο Χάρι» («Dirty Harry»), με τις χαρακτηριστικές ατάκες του τύπου «Go ahead, make my day».
Η πρώτη ταινία ήταν «Ο Επιθεωρητής Κάλαχαν» («Dirty Harry», 1971) και ακολούθησαν τρεις ακόμη, στις οποίες δεν συμμετείχε ο Σίγκελ, «Ένα Μάγκνουμ 44 για τον Επιθεωρητή Κάλαχαν» («Magnum Force», 1973) του Τεντ Ποστ, «Ο Επιθεωρητής Κάλαχαν Ξαναχτυπά» («The Enforcer», 1976) του Τζέιμς Φάργκο και «Ο Βρώμικος Χάρι» («Sudden Impact», 1983), που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Κλιντ Ίστγουντ.
Το 1971, ο Κλιντ Ίστγουντ στράφηκε στη σκηνοθεσία, με ταινίες όπως το θρίλερ «Η Νύχτα της Εκδικήσεως» («Play Misty for Me», 1971), τα γουέστερν «Περιπλανώμενος Πιστολέρο» («High Plains Drifter», 1972), «Εκδικητής εκτός νόμου» («The Outlaw Josey Wales», 1976) και το θρίλερ κατασκοπείας «Ο Δολοφόνος των Άλπεων» («The Eiger Sanction», 1975), κρατώντας σε όλες πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Στο γουέστερν «Εκδικητής εκτός νόμου» υποδύεται έναν αγρότη του Μιζούρι που καταφεύγει στη βία για να εκδικηθεί τη σφαγή της οικογένειάς του από λιποτάκτες στρατιώτες των Βορείων. Μία ταινία που εξανθρωπίζει την αρχετυπική εικόνα του εκδικητή Ίστγουντ.
Το 1977 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε σε μία ακόμη δυναμική περιπέτεια, την ταινία δράσης «Ο άνθρωπος που δεν υπέκυψε ποτέ» («Gauntlet»). Το 1982 παρουσίασε το ψυχροπολεμικό θρίλερ «Ο υπερκατάσκοπος των δύο ηπείρων» («Firefox»), στην οποία υποδύεται έναν αμερικανό πιλότο που κλέβει ένα τζετ τελευταίας τεχνολογίας από τους Σοβιετικούς.
Την ίδια χρονιά, γύρισε το κοινωνικό δράμα «Ο δρόμος για το Νάσβιλ» («Honkytonk Man»), που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, με ήρωα ένα τραγουδιστή της κάντρι που βρίσκεται στα τελευταία του από φυματίωση και θέλει να πραγματοποιήσει το τελευταίο του όνειρο να παίξει σε συναυλία στο Νάσβιλ, την πατρίδα της κάντρι μουσικής.
Το 1985 επέστρεψε στις ρίζες του και γύρισε το γουέστερν «Σιωπηλός Καβαλλάρης» («Pale Rider»), ένα από τα λίγα επιτυχημένα γουέστερν της δεκαετίας του ’80. Το 1986 υποδύθηκε ένα βετεράνο λοχία των πεζοναυτών στην ταινία «Ο Στρατιώτης» («Heartbreak Ridge»), ο οποίος καλείται να εκπαιδεύσει μία ομάδα νεοσυλλέκτων, προκειμένου αυτοί να χρησιμοποιηθούν στην εισβολή των Αμερικανών στην Γρενάδα.
Η ταινία του «Λευκός κυνηγός, Μαύρη Καρδιά» (1990) αναφέρεται σ’ ένα επεισόδιο από την ιστορία του κινηματογράφου και συγκεκριμένα στα περιπετειώδη γυρίσματα της ταινίας του Τζον Χιούστον «Η βασίλισσα της Αφρικής» («The African Queen», 1951).
Λάτρης της τζαζ και πιανίστας o ίδιος, σκηνοθέτησε το 1988 τη βιογραφική ταινία «Μπερντ» («Bird»), για τον σπουδαίο και τραγικό συνάμα σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ (τον υποδύθηκε ο Φόρεστ Γουϊτάκερ) και δημιούργησε το ντοκιμαντέρ «Thelonious Monk: Straight, No Chaser» (1988) για έναν άλλο μεγάλο της τζαζ, τον πιανίστα Θελόνιους Μονκ.
Εκτός οθόνης, ο Κλιντ Ίστγουντ απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, όταν το 1986 εξελέγη δήμαρχος στην παραθαλάσσια πόλη Καρμέλ της Καλιφόρνιας.
Οι ταινίες του αρχικά αντιμετωπίζονταν αρνητικά τις περισσότερες φορές από την κριτική. Ο τυπικός ρόλος του ήταν αυτός ενός μοναχικού και σκληρού άνδρα, του οποίου η βίαιη συμπεριφορά ήταν σύμφωνη με τις δικές του ηθικές αρχές.
Ωστόσο, η προθυμία του Κλιντ Ίστγουντ να απομυθοποιήσει αυτού του είδους τους χαρακτήρες, όπως τους πιστολάδες του γουέστερν και τους σκληρούς αστυνομικούς, άρχισαν να αλλάζουν σταδιακά τις απόψεις των κριτικών για τις ταινίες του και ο Κλιντ Ίστγουντ ήταν σε θέση να παρουσιάζει πιο σύνθετους χαρακτήρες και πιο εκλογικευμένες σκηνές δράσης.
Μετά το ανεπιτυχές αστυνομικό δράμα «Βάπτισμα Πυρός» («The Rookie», 1990), γύρισε το αναθεωρητικό γουέστερν «Οι Ασυγχώρητοι» («Unforgiven», 1992), για να αποθεωθεί από την κριτική και να κερδίσει το Όσκαρ σκηνοθεσίας και να είναι υποψήφιος για το Όσκαρ του πρώτου ανδρικού ρόλου.
Ακολούθησε το δράμα «Ένας Τέλειος Κόσμος» («A Perfect World», 1993), όπου ένας δραπέτης κατάδικος (Κέβιν Κόστνερ) παίρνει ως όμηρο ένα αγόρι και μεταξύ τους αναπτύσσεται μία ασυνήθιστη σχέση. Ο Ίστγουντ παίζει έναν αστυνομικό που τους καταδιώκει. Την ίδια χρονιά έκανε μία σπάνια εμφάνιση σε ταινία άλλου σκηνοθέτη, όταν υποδύθηκε ένα πράκτορα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που προσπαθεί να αποτρέψει τη δολοφονία του Αμερικανού προέδρου, στο δημοφιλές θρίλερ δράσης του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν «Η Δεύτερη Ευκαιρία» («In the Line of Fire», 1993).
Το 1995 πρωταγωνίστησε μαζί με τη Μέριλ Στριπ στο ρομαντικό δράμα «Οι Γέφυρες του Μάντισον» («Bridges of Madison County»), το οποίο σκηνοθέτησε ο ίδιος. Αφηγείται τον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός φωτογράφου και μιας παντρεμένης επαρχιώτισσας και βασίζεται σ’ ένα μπεστ-σέλερ του συγγραφέα Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ.
Σε μπεστ-σέλερ του Τζον Μπέρεντ βασίζεται και η ταινία του «Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού» («Midnight in the Garden of Good and Evil», 1997), που αναφέρεται σε μία δολοφονία που συγκλονίζει τη Σαβάνα της Τζόρτζια, η οποία κατοικείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από εκκεντρικά πρόσωπα.
Στο πολιτικό θρίλερ «Απόλυτη Δύναμη» («Absolute Power», 1997), βασισμένο σε μπέστ-σέλερ του Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, ο Κλιντ Ίστγουντ σκηνοθετεί και υποδύεται έναν κλέφτη, ο οποίος εν μέσω μιας ληστείας καταθέτει στη Μυστική Υπηρεσία τη δολοφονία μιας γυναίκας, στην οποία μόλις είχε επιτεθεί σεξουαλικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ (Τζιν Χάκμαν).
Στην ταινία μυστηρίου «Αληθινά Εγκλήματα» («True Crime», 1999) υποδύεται ένα βετεράνο δημοσιογράφο, ο οποίος ανακαλύπτει ότι ένας μελλοθάνατος είναι πιθανώς αθώος.
Η πρώτη ταινία της νέας χιλιετίας για τον Κλιντ Ίστγουντ είναι η διαστημική περιπέτεια «Space Cowboys», με πρωταγωνιστές μία ομάδα ηλικιωμένων πιλότων δοκιμών (Κλιντ Ίστγουντ, Τόμι Λι Τζόουνς, Τζέιμς Γκάρνερ, Ντόναλντ Σάδερλαντ) που ανακαλούνται στην υπηρεσία για να σώσουν τη NASA από ένα εγκαταλελειμμένο ρωσικό δορυφόρο που χρειάζεται απενεργοποίηση.
Στο αστυνομικό θρίλερ «Ένοχο Αίμα» («Blood Work», 2002) υποδύεται ένα συνταξιούχο πράκτορα του FBI, που είναι πεπεισμένος ότι μόνο αυτός μπορεί να εντοπίσει ένα δολοφόνο.
Στο αστυνομικό δράμα «Το Σκοτεινό Ποτάμι» («Mystic River», 2003), που βασίζεται στο μπεστ-σέλερ του Ντένις Λιχέιν, ο Κλιντ Ίστγουντ καθοδηγεί τους Σον Πεν, Κέβιν Μπέικον και Τιμ Ρόμπινς σε μία ιστορία που στοιχειώνει τα παιδικά χρόνια των ηρώων της ταινίας, οι οποίοι έχουν πια μεγαλώσει και ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους στη ζωή τους. Ο Ίστγουντ δημιούργησε μία ακόμη σπουδαία ταινία και ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας.
Το «Million Dollar Baby» (2004) ήταν άλλη μια επιτυχία για τον Ίστγουντ, η μεγαλύτερη της καριέρας του, σύμφωνα με πολλούς κριτικούς. Υποδύεται ένα σκληροπυρηνικό προπονητή πυγμαχίας, που τον κατατρύχει η προβληματική σχέση με την κόρη του και αναζητά την εξιλέωση μέσω της βοήθειας που παρέχει σε μία επίδοξη μποξέρ (Χίλαρι Σουάνκ), η οποία προσπαθεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά της και να γίνει επαγγελματίας. Ο Ίστγουντ κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ σκηνοθεσίας, ο Μόργκαν Φρίμαν και η Χίλαρι Σουάνκ τα Όσκαρ ηθοποιίας.
Το 2006 ο Ίστγουντ σκηνοθέτησε δύο ταινίες για την επική Μάχη της Ιβοζίμα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρώτη «Οι Σημαίες των Προγόνων μας» («Flags of Our Fathers») επικεντρώνεται στην αμερικανική εκδοχή των γεγονότων και η δεύτερη «Γράμματα από την Ιβοζίμα» («Letters from Iwo Jima») στην ιαπωνική. Για τη δεύτερη ταινία ο Ίστγουντ ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας.
Η ταινία του 2008 «Η Ανταλλαγή» («Changeling») βασίστηκε σε μία αληθινή και ζοφερή ιστορία που συνέβη στο Λος Άντζελες το 1928, όταν η μητέρα ενός αγοριού που έχει πέσει θύμα απαγωγής (την υποδύεται η Αντζελίνα Τζολί) ανακαλύπτει ότι το παιδί που της έφερε η αστυνομία δεν είναι το δικό της. Ο Ίστγουντ κέρδισε ένα ειδικό βραβείο για την ταινία του αυτή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
Την ίδια χρονιά γύρισε την ταινία «Gran Torino» με ήρωα ένα βετεράνο του πολέμου της Κορέας, ο οποίος αποφασίζει να καθαρίσει τη γειτονιά του από τις συμμορίες, όταν πέφτει θύμα κλοπής και να υπερασπιστεί τους φτωχούς Aσιάτες. Η ταινία ήταν μία ακόμη επιτυχία για τον Ίστγουντ.
Τον επόμενο χρόνο σκηνοθέτησε την ταινία «Ο Ανίκητος» («Invictus»), που επικεντρώνεται στην προσπάθεια του Nοτιοαφρικανού προέδρου Νέλσον Μαντέλα (Μόργκαν Φρίμαν) να ενώσει φυλετικά τη διχασμένη χώρα του μέσα από τον αθλητισμό και συγκεκριμένα από την εθνική ομάδα ράγκμπι της χώρας, που αναδεικνύεται πρωταθλήτρια κόσμου. Η εμπνευσμένη νίκη της παρουσιάζεται με συναρπαστικό τρόπο από τον Ίστγουντ, αλλά η πραγματική δύναμη της ταινίας ήταν η επικέντρωσή της στα πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα που διαπραγματεύτηκαν οι παίκτες και ο Μαντέλα.
Το 2010 ο Ίστγουντ ξεφεύγει από τον κανόνα του και παρουσιάζει ένα μετρημένο δράμα με τίτλο «Η Ζωή Μετά» («Afterlife»), με τρεις χαρακτήρες των οποίων οι πολύ διαφορετικές εμπειρίες της ζωής τους τούς έχουν πείσει για την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής.
Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η βιογραφική ταινία «J. Edgar» με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο ρόλο του διαβόητου επικεφαλής του FBI Έντγκαρ Χούβερ, ενός μισητού προσώπου για τους προοδευτικούς Αμερικάνους.
Το 2014 γύρισε δύο ταινίες διαφορετικές μεταξύ τους. Το «Jersey Boys» είναι ένα μιούζικαλ για το συγκρότημα των The Four Seasons και η βιογραφική «Ελεύθερος Σκοπευτής» («American Sniper») αναφέρεται στον θρυλικό ελεύθερο σκοπευτή Κρις Κάιλ.
Ο Ίστγουντ εξακολουθεί να αντλεί έμπνευση από αληθινά γεγονότα της ζωής και το 2016 παρουσιάζει την ταινία «Sully», που αφηγείται την αγωνιώδη προσπάθεια του πιλότου Τσέσλεϊ «Σάλι» Σουλενμπέργκερ (τον υποδύθηκε ο Τομ Χανκς) να πραγματοποιήσει αναγκαστική προσγείωση στον ποταμό Χάντσον της Νέα Υόρκη και να σώσει εκατοντάδες ζωές.
Στην επόμενη ταινία του «Αναχώρηση για Παρίσι 15:17» («The 15:17 to Paris», 2018), η οποία επικεντρώνεται στην τρομοκρατική επίθεση στο τρένο που εκτελούσε το δρομολόγιο Άμστερνταμ – Παρίσι το 2015 και στην προσπάθεια τριών Αμερικανών να την αποτρέψουν.
Την ίδια χρονιά σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Το βαποράκι» («The Mule»), σχετικά με έναν κηπουρό και βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έγινε αγγελιαφόρος για ένα καρτέλ ναρκωτικών.
Τελευταία- προς το παρόν- δημιουργία του είναι «Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ» («Richard Jewell», 2019), μία ταινία με ήρωα τον Ρίτσαρντ Τζούελ, τον φύλακα που ανακάλυψε το βομβιστικό μηχανισμό στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα (1996) και έσωσε εκατοντάδες ζωές, αλλά λίγες μέρες αργότερα μετετράπη από ήρωα σε κύριο ύποπτο.
Ο Κλιντ Ίστγουντ έχει λάβει ένα τιμητικό Όσκαρ για τα επιτεύγματα της καριέρας του (1995) κι ένα ανάλογο τον επόμενο χρόνο από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI). Το 2007 χρίστηκε ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής, από τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας Ζακ Σιράκ.
Μπορεί ο Κλιντ Ιστγουντ να είναι τώρα ένας ηλικιωμένος άνδρας, αλλά στα νιάτα του ήταν γνωστός καρδιοκατακτητής και οι επιλογές του -όπως να συζεί φανερά με τις ερωμένες του ενώ ήταν παντρεμένος- ήταν επί δεκαετίες πρώτη είδηση στα ταμπλόιντ. Από τις αναρίθμητες σχέσεις του και τους δύο γάμους του απέκτησε τουλάχιστον οκτώ παιδιά, αν και οι γνωρίζοντες ισχυρίζονται ότι έχει πολύ περισσότερα.