Για το 2022 το Νόμπελ Ιατρικής πήγε στον Γκουρού του αρχαίου DNA.
Έτσι αποκαλούν τον πρωτοπόρο και κορυφαίο εξελικτικό γενετιστή Σβάντε Πάαμπο, καθώς είναι ικανός να αποκαλύψει ολοκληρωτικά την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους, την ιστορία του οποίου γράφει εδώ και χρόνια.
Ο ίδιος βέβαια αποκαλεί τον εαυτό του «αρχαιολόγο του γονιδιώματος», γιατί βρίσκει μεγάλη σχέση μεταξύ του DNA και της αρχαιολογίας. «Mας παρομοιάζουν με αρχαιολόγους, γιατί κάνουμε ανασκαφές, μόνο που εμείς σκάβουμε μέσα στο εργαστήριο και μόνο το γονιδίωμά μας», εξηγεί ο ίδιος. Και συνεχίζει: «Με “όχημα” το DNA ιχνηλατούμε την προϊστορία μας, για να μάθουμε την προέλευση του πληθυσμού μας, τις αλληλεπιδράσεις μας με άλλες μορφές ανθρώπων, αλλά και τον τελικό προορισμό μας».
Ο Σουηδός καθηγητής Σβάντε Πάαμπο από το 1997 διευθύνει το τμήμα της Εξελικτικής Ανθρωπολογίας στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Λειψίας, στη Γερμανία, και είναι ο ιδρυτής του τομέα μελέτης αρχαίου DNA. Πατέρας του υπήρξε o νομπελίστας βιολόγος – βιοχημικός Sune Bergström και μητέρα του η χημικός Karin Pääbo από την Εσθονία · για το λόγο αυτό και o ίδιος θεωρεί ότι η Επιστήμη πολύ πιθανόν να βρίσκεται κωδικοποιημένη στο DNA του. Ο καθηγητής Pääbo συνειδητοποίησε πρώτος πως, αν μπορούσε να ανακτήσει άθικτο τμήμα DNA από προγόνους του σύγχρονου ανθρώπου και αν το συνέκρινε με το DNA του, θα μπορούσε να βγάλει σημαντικά συμπεράσματα για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Και φαίνεται τελικά πως το κατάφερε.
Ξεκινώντας από τη γοητευτική Αίγυπτο…
Το ενδιαφέρον του για το αρχαίο γενετικό υλικό έχει την αφετηρία του στην παιδική του ηλικία και οφείλεται στη γοητεία που του άσκησε η Αίγυπτος και η ατμόσφαιρά της, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του εκεί με τη μητέρα του. Αυτή η γοητεία τον οδήγησε αργότερα στην απόφαση να μελετήσει Αιγυπτιολογία στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, χωρίς, ωστόσο, να κάνει ανασκαφές για μούμιες και πυραμίδες στην Αίγυπτο, όπως είχε αρχικά φανταστεί.
Έτσι, απογοητευμένος, παραμέρισε προσωρινά το όνειρό του για να σπουδάσει Ιατρική και να ξεκινήσει αμέσως τη διδακτορική του διατριβή στη Μοριακή Ανοσολογία. Επανέκαμψε όμως η επιθυμία του να εξερευνήσει τον κόσμο της αιγυπτιακής μούμιας τη δεκαετία του 1980, όταν η επιστημονική συζήτηση για τη δυνατότητα ταυτοποίησης της αλληλουχίας του DNA μόλις ξεκινούσε.
Ο ερευνητής εστίασε στο να εξαγάγει και να αναλύσει DNA από αιγυπτιακές μούμιες ηλικίας 2.000 – 5.000 ετών και στη συνέχεια να το συγκρίνει με εκείνο των σύγχρονων Αιγυπτίων. Έτσι θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα τι είχε συμβεί με τους αρχαίους Αιγυπτίους, αν είχε αντικατασταθεί ο πληθυσμός τους από νεοεισερχομένους ή αν είχαν περάσει αναλλοίωτα μερικά από τα χαρακτηριστικά τους στους σημερινούς. «Ήθελα να διερευνήσω τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τις ιστορίες των πληθυσμών. Δηλαδή, απλά πολιτικά πράγματα που επέδρασαν στους πληθυσμούς. Για παράδειγμα, όταν οι Ασσύριοι πήγαν στην Αίγυπτο επηρέασαν τον πληθυσμό ή ήταν ο πληθυσμός συνεχής;», προβληματίζεται ο ίδιος.
Συναντώντας τον “Ötzi ”
Μετά το διδακτορικό του και τη δημοσίευση της έρευνάς του για τις μούμιες, το 1985 ο Σβάντε Πάαμπο μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, για να επιστρέψει το 1990 στην Ευρώπη, και ειδικότερα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, σε ηλικία μόλις 35 ετών, και να συνεχίσει την εργασία του πάνω στο DNA των αρχαίων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων και των μαμούθ.
Το 1991 στάθηκε πολύ τυχερός γιατί μελέτησε το DNA του «Ötzi». Ήταν ένα σώμα ηλικίας 5000 ετών που βρέθηκε διατηρημένο σε πάγο στις Άλπεις Ötztal, στα σύνορα Αυστρίας – Ιταλίας. Αυτή η μελέτη υπήρξε και η αφετηρία της σύγχρονης έρευνάς του. Εμπνευσμένος από την επιτυχία της έρευνας του «Ötzi», η οποία έδειξε ότι το μιτοχονδριακό DNA του παγωμένου σώματος ήταν αρκετά όμοιο με εκείνο των σύγχρονων πληθυσμών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, ο κορυφαίος επιστήμονας αποφάσισε να διερευνήσει την ανθρώπινη προέλευση, χρησιμοποιώντας την ανάλυση του γενετικού υλικού του Νεάντερταλ. «Αυτή υπήρξε και η πρόκληση στην επιστημονική “περιπέτεια” της ζωής μου. Τη δεκαετία του ’80 όλοι πίστευαν ότι το παραμικρό μόριο του ανθρώπου, μαζί και το DNA, εξαφανίζεται με το θάνατό του. Εμείς δείξαμε ότι όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, αλλά ότι ζει και σηματοδοτεί τον εξελικτικό δρόμο του είδους μας», λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Και συνεχίζει: «Όταν ανακαλύφθηκαν το 1856 ανθρώπινα οστά με περίεργη όψη στην κοιλάδα Νεάντερ κοντά στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, ξεκίνησε μια διαμάχη γύρω από την τύχη των Νεάντερνταλ. Το ερώτημα που βασάνιζε τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ήταν σαφές: Τι συνέβη όταν οι σύγχρονοι άνθρωποι αντιμετώπισαν τους Νεάντερνταλ;» Αυτή την απάντηση επιχείρησε να δώσει ο Σβάντε Πάαμπο και οι συνεργάτες του, διερευνώντας και συγκρίνοντας DNA που είχε εξαχθεί από τα οστά του ανθρώπου του Νεάντερνταλ, ηλικίας 38.000 ετών, με δείγμα DNA από διάφορους πληθυσμούς των σύγχρονων ανθρώπων. Τα πρώτα επιτυχημένα πορίσματα των ερευνών του δημοσιεύθηκαν το 1997, γεγονός το οποίο περιγράφει με πρωτοφανή συγκίνηση και ενθουσιασμό ο καθηγητής: «Αυτή ήταν και η πιο συγκλονιστική στιγμή της ζωής μου!».
Ωστόσο ο ίδιος και η ομάδα του χρειάστηκαν ακόμη 13 χρόνια επίπονης εργασίας, για να ολοκληρώσουν την πλήρη διερεύνηση του γονιδιώματος του Νεάντερταλ. Όμως τα αποτελέσματα πράγματι ήταν συναρπαστικά: “οι σύγχρονοι άνθρωποι και οι Νεάντερνταλ που δεν είναι πρόγονοί μας, αλλά ανήκουν σε ένα συγγενές αλλά διαφορετικό υποείδος Homo, έχουν κοινό ένα μικρό ποσοστό του DNA τους, το οποίο κληρονόμησαν από έναν κοινό πρόγονο πριν από 400.000 χρόνια! Οι Νεάντερταλ σχετίζονταν στενότερα με σύγχρονους ανθρώπους που εγκατέλειψαν την Αφρική παρά με τους απογόνους τους που έμειναν εκεί. Τα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι μεταξύ 1% και 4% του γονιδιώματος των μη Αφρικανών, σύγχρονων Ευρωπαίων, Ασιατών και ακόμη και των μακρινών κατοίκων της Παπούα – Νέα Γουινέα προέρχεται από τους Νεάντερνταλ. «Όταν οι σύγχρονοι άνθρωποι έφυγαν από την Αφρική, μετακινήθηκαν διαμέσου της Μέσης Ανατολής και αποίκισαν τον υπόλοιπο κόσμο. Ακριβώς εκεί, στη Μέση Ανατολή, διασταυρώθηκαν με τους Νεάντερνταλ, μεταφέροντας τις αλληλουχίες DNA τους στην Αυστραλία ή την Παπούα-Νέα Γουινέα ή στους Αμερικάνους μέσω των απογόνων τους», εξηγεί ο καθηγητής Πάαμπο, διευκρινίζοντας πως μόνο οι πληθυσμοί της Αφρικής δεν επηρεάστηκαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν μόνο 96 αλλαγές στα γονίδια κωδικοποίησης πρωτεϊνών σε σύγκριση με το Νεάντερταλ.
«Οι άνθρωποι εκστασιάζονται από το άγνωστο και γοητεύονται από αυτό που βρίσκεται πέρα από αυτούς και από τις δυνατότητές τους. Κοιτούν τον ουρανό, για παράδειγμα, και επιστρατεύουν τη φαντασία τους για να ανακαλύψουν τι μπορεί να βρίσκεται εκεί πάνω. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η έρευνά μας για την προέλευση του σύγχρονου ανθρώπου είχε τόσο μεγάλη απήχηση. Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται να μάθουν για αυτό που δεν ελέγχουν, να μάθουν από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Δεν είναι εντυπωσιακό να γνωρίζει κάποιος που προέρχεται από την Ευρώπη ή την Ασία ότι έχει γονίδια του Νεάντερταλ ή του Denisovan; Αν και πιστεύω ότι το μέλλον είναι αυτό που ανέκαθεν προβλημάτιζε περισσότερο τον άνθρωπο. Η εμπειρία μου μού έχει δείξει ότι οι άνθρωποι φοβούνται δύο πράγματα, το μέλλον και το θάνατο….» συμπληρώνει ο ίδιος. Ο καθηγητής Πάαμπο φιλοδοξεί μέσα από την έρευνά του να καταρτίσει έναν κατάλογο των μεταλλαγών που οι πρόγονοί μας απέκτησαν από το Νεάντερταλ και μετά διαφοροποίησαν. Μεταξύ αυτών των μπορεί να είναι οι μεταλλαγές που οδήγησαν στην ικανότητά μας για την ανάπτυξη της γλώσσας, της συμβολικής σκέψης ή άλλων χαρακτηριστικών που μας καθιστούν μοναδικά ανθρώπινα όντα.
Ανακαλύπτοντας τους Denisovans…
Η έρευνα όμως του καθηγητή Πάαμπο συνεχίστηκε το 2008 με έναν καινούργιο κύκλο μελετών, όταν Ρώσοι επιστήμονες ανακάλυψαν στη σπηλιά Denisova στη νότια Σιβηρία ένα μικρό κομμάτι οστού (ένα τμήμα από ακροδάχτυλο με βάρος 10 χιλιοστά του γραμμαρίου) και του το απέστειλαν για να το μελετήσει. Εκείνος στην αρχή θεώρησε ότι επρόκειτο για δείγμα Νεάντερταλ ή σύγχρονου ανθρώπου, αλλά όταν ξεκίνησε την ταυτοποίηση του DNA διαπίστωσε ότι δεν ήταν. Γνώριζε όμως ότι το οστό ανήκε σε κάποιο είδος ανθρωπιδών, αλλά αρχικά ήξερε ελάχιστα για αυτό.
«Αυτό το παιδί – ήταν ένα κορίτσι που ονομάστηκε γυναίκα-Χ – είχε μεν έναν κοινό πρόγονο με το Νεάντερταλ, αλλά μια μακρά ιστορία ανεξάρτητη από τη δική του, και έτσι αντιληφθήκαμε ότι εργαζόμαστε πάνω στο γονιδίωμα μιας ανθρώπινης ομάδας που δεν ήταν γνωστή πριν. Όπως και με τους Νεάντερταλ, έτσι και με τους Denisovans (‘‘Σπηλαιάνθρωποι’’)-τους δώσαμε το όνομα από το σπήλαιο όπου είχε βρεθεί το οστό – αποδείξαμε ότι όχι μόνο είχαν συμβάλει γονιδιακά σε σύγχρονους ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά και ότι είναι οι πιο κοντινοί συγγενείς του σημερινού ανθρώπου (που έζησαν πριν από 30.000 – 45.000 χρόνια) και οι τελευταίοι κοινοί πρόγονοί του με το Νεάντερνταλ. Βρήκαμε ότι πληθυσμοί ανθρώπων στην περιοχή του Ειρηνικού, στη Νέα Γουινέα και σε ορισμένα από τα νησιά είχαν περίπου 6% του γονιδιώματός τους. Είδαμε ότι DNA των Denisovans υπάρχει στους σύγχρονους κατοίκους της Μελανησίας, δηλαδή του νησιωτικού συμπλέγματος που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Αυστραλίας και περιλαμβάνει τη Νέα Γουινέα, και αυτό υποδηλώνει ότι οι Denisovans αναμείχθηκαν με τους προγόνους των Μελανησίων και ότι ενδέχεται να εξαπλώθηκαν στην Ασία.
Η ευκολότερη εξήγηση που μπορεί να δώσει κάποιος είναι ότι, όταν οι σύγχρονοι άνθρωποι ήρθαν από τη Νότια Ασία, συνάντησαν τους Denisovans, συμβίωσαν για λίγο μαζί τους και στη συνέχεια μετανάστευσαν». Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα εξαφανισμένο ανθρώπινο είδος είχε περιγραφεί από αλληλουχίες γονιδιώματος και όχι από απολιθωμένα οστά, και πεποίθηση του καθηγητή είναι πως τέτοιες αναλύσεις θα καταστούν όλο και πιο δημοφιλείς στο μέλλον. «Νομίζω ότι στο μέλλον θα περιγράφουμε πρόσφατα ανακαλυφθέντες οργανισμούς κυρίως από το DNA τους παρά από το φαινότυπό τους», λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Επί του παρόντος, όλοι οι ερευνητές γνωρίζουν ότι ο αρχαίος πληθυσμός που διασταυρώθηκε με τους Denisovans αρχικά ήρθε από την Ασία. Είναι επίσης πιθανό ότι αυτή η πληθυσμιακή ομάδα θα μπορούσε να σχετίζεται με το Homo Ηeidelbergensis, το οποίο είναι ένα είδος που άφησε την Αφρική περίπου μισό εκατομμύριο χρόνια πριν και σχετίζεται με την εμφάνιση των Νεάντερταλ στην Ευρώπη. Είναι επίσης πιθανό αυτό το είδος να ταξίδεψε στην Ασία και να αναμείχθηκε εκεί με άλλους πληθυσμούς.
Ακούγοντας και καταγράφοντας αυτές τις εντυπωσιακές πληροφορίες, γεννιέται το εύλογο ερώτημα αν τελικά η Επιστήμη έχει ήδη κατορθώσει ή θα κατορθώσει στο μέλλον να λύσει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Σε αυτό το ερώτημα ο καθηγητής Πάαμπο απαντά: «Μπορεί βέβαια η Επιστήμη να έχει βελτιώσει τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, ωστόσο υπάρχουν αρκετά ζητήματα που εξακολουθούν να παραμένουν εκκρεμή και να με προβληματίζουν. Δεν μπορώ να τα απαριθμήσω με ακρίβεια, αλλά μπορώ να σας πω ότι με προβληματίζει, για παράδειγμα, το θέμα της κλιματικής αλλαγής, της εξοικονόμησης της ενέργειας και της βιωσιμότητας του πλανήτη, αλλά εξίσου μου δημιουργεί προβληματισμό η έξαρση της κάθε μορφής βίας και οι εστίες πολέμου που εκδηλώνονται γύρω μας. Να λοιπόν που η Επιστήμη δεν έχει καταφέρει ακόμη -ή απέτυχε – να δώσει λύσεις σε αρκετά ζητήματα της ανθρωπότητας. Είμαι όμως αισιόδοξος ως άνθρωπος και θέλω να πιστεύω ότι το μέλλον θα είναι σύμμαχός μας. Το ανθρώπινο είδος θα επιβιώσει…».
Από τότε μέσα στο εργαστήριο του καθηγητή Πάαμπο συνεχίζει καθημερινά χαράσσεται όλο και πιο έντονα η εξελικτική γραμμή του ανθρώπινου είδους. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο καθηγητής μπορεί να έχει ανακαλύψει κάτι καινούργιο και πιο πρωτοποριακό. Ακόμη τίποτε δεν έχει γνωστοποιηθεί. Το μέλλον θα δείξει. Προς το παρόν ας κρατήσουμε απλά το ερευνητικό συμπέρασμα πως «όλοι μας έχουμε ένα Νεάντερταλ μέσα μας και τον παρακολουθούμε».
Εμείς να πούμε συγχαρητήρια σε αυτόν τον άνθρωπο τον σπουδαίο γεννετιστή που πήρε το Νόμπελ Ιατρικής.