Ο στρεπτόκοκκος βρίσκεται σε έξαρση στη χώρα μας, “χτυπώντας” τα παιδιά και ο επίκουρος καθηγητής υγιεινής και παθολογίας, Γκίκας Μαγιορκίνης, εφιστά την προσοχή, τονίζοντας ότι «η μεταδοτικότητά του είναι σημαντικά αυξημένη».
Όπως υπογράμμισε στο κεντρικό δελτίο του ΑΝΤ1, η μεταδοτικότητα του στρεπτόκοκκου είναι «σημαντικά αυξημένη, συγκριτικά με τα τελευταία χρόνια» και αναφερόμενος στα αίτια αυτής της αύξησης, πρόσθεσε «είτε το στέλεχος είναι πιο δυνατό, είτε γίναμε πιο ευαίσθητοι λόγω του εγκλεισμού».
Καθησύχασε πως, δεν πρόκειται για βαρύτερη νόσηση, αλλά υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που την κάνουν βαρύτερη για ορισμένα άτομα, όπως η προδιάθεση ή το ασθενές ανοσοποιητικό.
Σύμφωνα με τον Γκίκα Μαγιορκίνη, η βέλτιστη αντιμετώπιση είναι η αντιβίωση, ενώ η ασθένεια μπορεί να δώσει βαριά εικόνα, με υψηλό πυρετό, μέσα σε μία με δύο ημέρες.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων, Κωνσταντίνος Νταλούκας, σημείωσε «συνήθως τα μεγαλύτερα παιδιά προσβάλλονται από τον στρεπτόκοκκο Α, ενώ ο στρεπτόκοκκος Β μολύνει κυρίως νεογέννητα. Πονόλαιμος και πυρετός είναι τα δύο πιο συνηθισμένα συμπτώματα. Εάν μια λοίμωξη προχωρήσει μπορεί να εκδηλωθούν και έμετοι. Διαπιστώνουμε τη λοίμωξη με strep test. Εάν βγει αρνητικό, γίνεται καλλιέργεια».
Όσον αφορά τι πρέπει να προσέχουν οι γονείς, ο Κωνσταντίνος Νταλούκας εξήγησε ότι «υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη να περιμένουν τρεις ημέρες να πέσει ο πυρετός. Στις περισσότερες περιπτώσεις πυρετού, κρύβεται μια απλή ίωση από πίσω. Αυτό, όμως, θα το κρίνει ο γιατρός. Εκείνος θα λάβει την ευθύνη για να περιμένουν οι γονείς λίγα 24ωρα. Είναι μια συνηθισμένη παγίδα αυτή. Από την πρώτη ημέρα πυρετού, συμβουλευόμαστε τον παιδίατρο».
Τέλος, συμβουλεύει τους γονείς να μην παίρνουν μόνοι τους strep tests από τα φαρμακεία, τονίζοντας «κάνει ένας γονέας το τεστ, παίρνει τον παιδίατρο, λέει ότι υπάρχει θετικό αποτέλεσμα και ζητά αντιβίωση. Δε γίνεται έτσι η διάγνωση. Υπάρχει και αυτό που λέγεται φορεία. Όποιος φέρει το μικρόβιο δε σημαίνει ότι θα εκδηλώσει νόσο. Είναι οι λεγόμενοι υγιείς μικροβιοφορείς. Δε θεραπεύεται η φορεία. Συνεπώς τα αντιβιοτικά πρέπει να δίνονται μετά από κλινική εξέταση».