Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία έρευνας που αφορούν γυναίκες ηλικίας από 25 έως 45 ετών.
Μια γυναίκα που είναι ανύπαντρη και δεν έχει παιδιά θεωρείται είτε δυναμική και αποφασιστική είτε μοναχική και δυστυχισμένη. Ορισμένοι πιστεύουν πως γλιτώνει το βάρος της ανατροφής μιας οικογένειας και του να είναι «σκλάβα» του συζύγου της και άλλοι πως χάνει εμπειρίες από τη ζωή της που τίποτε άλλο δεν μπορεί να αναπληρώσει.
Σε κάθε περίπτωση, πλέον, οι γυναίκες μπορούν να αποφασίζουν (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να μπορούν να αποφασίζουν) για την επαγγελματική και την προσωπική ζωή τους δίχως να σκέφτονται το τι θα πει ο περίγυρος ή το τι επιβάλλει η κοινωνία και τα «πρέπει».
Η πρόοδος όσον αφορά την ισότητα των φύλων, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών και ο ρόλος της γυναίκας στον εργασιακό χώρο είναι δικαίως στο επίκεντρο των συζητήσεων τα τελευταία χρόνια, ιδίως όταν προσεγγίζεται από τη θετική σύνδεση μεταξύ της ποικιλομορφίας των φύλων και της οικονομίας.
Το 2019, η Morgan Stanley, η πολυεθνική επενδυτική εταιρεία, δημοσίευσε ένα άρθρο που περιέγραφε πώς επηρεάζαν την αμερικανική οικονομία οι γυναίκες.
Ο αριθμός των «γυναικών ηλικίας 25-44 στις ΗΠΑ αυξάνεται σταθερά, και οι περισσότερες από αυτές είναι ανύπαντρες και απόλυτα επικεντρωμένες στην καριέρα τους. Αυτές οι γυναίκες θα συνεχίσουν να έχουν μεγαλύτερη εκπροσώπηση στο εργατικό δυναμικό, συμβάλλοντας στην αύξηση των μισθών», έλεγε η έρευνα τότε.
Η οικονομολόγος Ellen Zentner εξήγησε: «Στο παρελθόν, η εκπαίδευση ή οι επαγγελματικές επιλογές με χαμηλότερες αποδοχές οδηγούσαν σε μεγάλο βαθμό το μισθολογικό χάσμα. Σήμερα, η μητρότητα είναι μακράν ο μεγαλύτερος παράγοντας που συμβάλλει στο μισθολογικό χάσμα, καθώς οι γυναίκες που γίνονται μητέρες συχνά επιλέγουν ή αναγκάζονται να σταματήσουν να εργάζονται ή εργάζονται λιγότερες ώρες».
Φαίνεται όμως ότι θα υπάρχουν όλο και λιγότερες μητέρες τις επόμενες δύο δεκαετίες, καθώς οι γυναίκες επιλέγουν να αφοσιωθούν στην εργασία αντί να κάνουν οικογένεια. Ο αριθμός των ανύπαντρων γυναικών στις ΗΠΑ αναμένεται να αυξάνεται κατά 1,2% κάθε χρόνο από το 2018 έως το 2030, σε σύγκριση με την αύξηση 0,8% του συνολικού πληθυσμού.
Αυτό πιθανότατα θα έχει ως αποτέλεσμα το 45% των γυναικών μεταξύ 25 και 44 ετών να είναι ανύπαντρες και άτεκνες μέχρι το 2030. Πρόκειται για αρκετά μεγάλη αύξηση από το 41% των γυναικών αυτής της ηλικιακής ομάδας που ήταν ανύπαντρες και άτεκνες το 2018.
«Τα μεταβαλλόμενα πρότυπα τρόπου ζωής επιτρέπουν σε περισσότερες γυναίκες, με ή χωρίς παιδιά, να εργάζονται με πλήρη απασχόληση, γεγονός που θα συνεχίσει να αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μεταξύ των ανύπαντρων γυναικών», λέει η Zentner.
Σημειώνεται ότι την ίδια ώρα, οι single γυναίκες ξοδεύουν περισσότερα από το μέσο οικογενειακό νοικοκυριό, ιδίως όταν πρόκειται για ταξίδια, νυχτερινή διασκέδαση, φαγητό, περιποίηση και ομορφιά, αγορές λιανικής κ.λπ.
Εάν η έρευνα βγει ακριβής οι ειδικοί σημειώνουν ότι αυτή την ηλικιακή ομάδα θα είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη στις ΗΠΑ.
Γιατί αυξάνεται το ποσοστό
Διάφοροι παράγοντες, μπορεί να οδηγήσουν μία γυναίκα στο να μην θέλει να κάνει οικογένεια ή να αποφασίσει να αποκτήσει παιδιά και σύντροφο αργότερα στη ζωή της. Μεταξύ αυτών μπορεί να είναι ότι:
Η μέση ηλικία γάμου αυξάνεται
Οι γυναίκες επικεντρώνονται περισσότερο στην προώθηση της καριέρας τους και επιθυμούν μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία.
Ανεπαρκή κρατική υποστήριξη ως προς τις μητέρες
Τα πρότυπα των σχέσεων έχουν αλλάξει, όπως και οι απαιτήσεις από τους συντρόφους
Η εκπλήρωση των προσωπικών στόχων αποτελεί προτεραιότητα
Αυτή η προβλεπόμενη τάση θα μπορούσε, στην πραγματικότητα, να βοηθήσει σημαντικά στην κάλυψη του χάσματος μεταξύ των δύο φύλων, καθώς τα αυξανόμενα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό εντείνουν την πίεση για την ίση και δίκαιη αντιμετώπιση των γυναικών στα εργασιακά περιβάλλοντα.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
Συγκίνησε η Όλγα Βλαχοπούλου για τη μάχη της με τον καρκίνο: «Φέτος γεννήθηκα δύο φορές»
Μηνιγγίτιδα: «Καμπανάκι» για τους γονείς – «Αν δείτε αυτό στα παιδιά σας τρέξτε Νοσοκομείο»
Ειρήνη Μουρτζούκου: «Μου φορτώνουν ό,τι έχει γίνει – Δεν με αφήνουν να πενθήσω»