Ακολουθούν 3 εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Άφησαν πίσω τους 8 νεκρούς και αναπάντητα ερωτήματα.
Όπως είναι γνωστό για ένα έγκλημα που έχει παραγραφεί, δε μπορεί να επιβληθεί ποινή και ο εκάστοτε κατηγορούμενος αφήνεται ελεύθερος. Το ίδιο συμβαίνει και στη περίπτωση που κάποιος έχει καταδικαστεί ερήμην, αλλά δεν τον συνέλαβαν μέσα στο χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος και συνεπώς δε γίνεται πια να εκτίσει τη ποινή του, καθώς αυτή έχει παραγραφεί. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, οι χρόνοι παραγραφής των εγκλημάτων είναι οι ακόλουθοι:
Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά από 20 έτη, στη περίπτωση που προβλέπεται για αυτά η ισόβια κάθειρξη και σε 15 έτη αν προβλέπεται πρόσκαιρη κάθειρξη η οποία κυμαίνεται μεταξύ των 5 και των 20 ετών.
Θύματα η 27χρονη Μαρία Νίκα και ο 30 ετών αρραβωνιαστικός της, ανθυποπλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού, Στέφανος Στεφάνου. Βρέθηκαν άγρια δολοφονημένοι στις 20 Ιανουαρίου του 1991 σε μικρή απόσταση από το αυτοκίνητό τους που εντοπίστηκε σε ένα κοντινό πάρκινγκ ενώ οι σοροί είχαν συρθεί λίγα μέτρα πιο κει, έξω από τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Αρχικά οι Αρχές πίστεψαν πως το ζευγάρι δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από τον δολοφόνο του, ο οποίος με μία κλεμμένη δίκαννη καραμπίνα από διάρρηξη προ 2,5 μηνών σε κατοικία των Μελισσίων, έσπασε το τζάμι του συνοδηγού και εκτέλεσε τα θύματά του με δύο πυροβολισμούς έκαστο.
Η Μαρία Νίκα δολοφονήθηκε στη θέση του οδηγού και βρέθηκε με ανεβασμένη μπλούζα αλλά χωρίς ίχνη βιασμού. Έφερε δύο τραύματα στον αριστερό ώμο και τον τράχηλο, ενώ ο ναυτικός Στέφανος Στεφάνου ήταν πεσμένος ανάσκελα , γυμνός αλλά επίσης χωρίς να έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση κοντά στη θέση του συνοδηγού χτυπημένος στον μηρό και τη μασχάλη της δεξιάς πλευράς του.
Πιθανότατα το ζευγάρι βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, καθώς άθελά του έγινε μάρτυρας παράνομων συναλλαγών που αφορούσαν είτε σε ναρκωτικά είτε σε κλοπιμαία.
Το όπλο του φόνου βρέθηκε με κομμένο μέρος της κάννης -σημάδι επαγγελματία εκτελεστή- πέντε μέρες αργότερα στη θάλασσα. Πεταμένη στα βράχια μαζί με άλλα προσωπικά αντικείμενα της Μαρίας, βρέθηκε η τσάντα της. Δεν εντοπίστηκαν ούτε δακτυλικά αποτυπώματα, ούτε DNA του δράστη. Η «δουλειά» ήταν πέρα για πέρα επαγγελματική…
Μια ολόκληρη οικογένεια ξεκληρίστηκε μέσα στο πολυτελές σπίτι της στην Εκάλη με τον πιο σαδιστικό τρόπο που θα μπορούσε να συλλάβει ανθρώπινος νους.
Η υπόθεση δεν άργησε να εξελιχθεί σε θρίλερ, κυρίως λόγω της αγριότητας του εγκλήματος με θύματα τον 48 ετών βιομήχανο Μιχάλη Χρυσαφίδη, την βρετανικής καταγωγής 49χρονη σύζυγό του, Ελισάβετ –ή Λιζ, όπως τη φώναζαν- και τα δύο παιδιά τους, τον 18χρονο Γιώργο και τον Μιχάλη-Δημήτρη, 16 ετών.
Η ευκατάστατη οικογένεια, σύμφωνα με μαρτυρία καλής φίλης της Λιζ η οποία είχε πραγματοποιήσει επίσκεψη στην έπαυλη το βράδυ της εξαφάνισης, εθεάθη τελευταία φορά ζωντανή τα μεσάνυχτα της 17ης Ιουνίου του 1991.
Το γεγονός πως ο Χρυσαφίδης δεν εμφανίστηκε στη δουλειά του προκάλεσε αμέσως την ανησυχία των συνεργατών του οι οποίοι τηλεφώνησαν στο σπίτι για να μάθουν τι έχει συμβεί. Ο μπάτλερ τους είπε πως η οικογένεια είχε αποχωρήσει για διακοπές και θα επέστρεφε 10 μέρες αργότερα, στις 28 του Ιούνη. Την ίδια ημερομηνία έδωσε λίγο αργότερα και στον κηπουρό, ο οποίος παραξενεύτηκε από την απουσία τους.
Όλα αυτά βέβαια, για να προλάβουν οι δράστες να καλύψουν τα ίχνη τους. Στις 21 του μήνα, ο μπάτλερ τον οποίο φώναζαν Τάι, η επί δύο μήνες σύζυγός του ονόματι Ουαζίτα, η μητέρα και η θεία του, έφευγαν από τη χώρα με απογευματινή πτήση για Μπανγκόκ ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως διέπραξαν το εν λόγω έγκλημα.
Στα μάτια τρίτων, φαινόταν σαν κανονικό μέλος της οικογένειας Χρυσαφίδη. Παρουσιαζόταν ως «καλό και ήσυχο παιδί που δούλευε σκληρά». Στην πραγματικότητα, ήταν ο μοναδικός που είχε τρόπο και χρόνο να βγάλει από τη μέση την οικογένεια. Αυτό που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε ήταν το κίνητρο.
Πριν αποχωρήσουν, ο μπάτλερ και η Ουαζίτα άφησαν σημείωμα στην πόρτα της βίλας πως η οικογένεια Χρυσαφίδη θα επέστρεφε στις 26 Ιουνίου. Το γεγονός πως κανείς δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους, όμως, κίνησε υποψίες. Έτσι, με τη βοήθεια ενός κλειδαρά, ο Αλέξανδρος Μακρίδης (ανιψιός του Χρυσαφίδη), ο Αντώνης Γεωργιάδης (Διευθυντής Πωλήσεων του εργοστασίου του επιχειρηματία) και ένας γείτονας μπήκαν στο σπίτι.
Τα τέσσερα θύματα είχαν φιμωθεί, δεθεί και ξυλοκοπηθεί άγρια, πριν δολοφονηθούν. Και όλα αυτά με τα τραύματά τους να προδίδουν πως ο δολοφόνος τους τους εκτέλεσε με φρικτό τρόπο, χρησιμοποιώντας «βαριά» όπλα για να τους σπάσει τα κρανία και άλλα κόκαλα. Όλες οι σοροί εντοπίστηκαν στο υπόγειο, σε τρία διαφορετικά δωμάτια, σκεπασμένες με κουβέρτες, πετσέτες και στρώματα, πιθανότατα για να καθυστερήσει ο εντοπισμός τους που δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί λόγω της μυρωδιάς της αποσύνθεσης. Για τον λόγο αυτό, είχαν ραντιστεί με άρωμα.
Σε χειρότερη κατάσταση βρέθηκε αυτή του 16χρονου Μιχάλη-Δημήτρη, ο οποίος εντοπίστηκε με σπασμένο στέρνο (πιθανότατα από μπουνιά) και σφοδρά τραύματα στο κεφάλι και το σώμα που προκλήθηκαν από βαριοπούλα.
Σε άλλο δωμάτιο βρέθηκαν ο πατέρας με τον δεύτερο γιο και μόνη της η Βρετανή μητέρα, από την οποία έλειπε το εσώρουχο.
Η Βρετανή μητέρα αποδείχτηκε πως είχε τη χειρότερη μοίρα από όλους: Αφού πρώτα είδε τα παιδιά και τον σύζυγό της να δολοφονούνται ένας – ένας, βιάστηκε και κακοποιήθηκε με κάθε δυνατό τρόπο πριν καταλήξει κι αυτή νεκρή, στις 23 Ιουνίου. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη, ο θάνατος επήλθε ενώ ο μπάτλερ και οι συγγενείς του είχαν φύγει από την Ελλάδα.
Το στοιχείο αυτό μπέρδεψε ακόμα περισσότερος τις Αρχές, καθώς σύμφωνα με την ιατροδικαστική έρευνα, τα μέλη της οικογένειας δεν δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα, με τη μητέρα να φέρεται να εκτελέστηκε τελευταία, από κάποιον συνεργό του φονικού ζευγαριού.
Τρεις ημέρες μετά την εξαφάνιση, στις 20 Ιουνίου, σκότωσαν τα παιδιά, ακολούθησε ο σύζυγος και πατέρας στις 21 του μήνα -ο οποίος δέχτηκε πρώτος επίθεση στο γκαράζ- και τελευταία η μητέρα. Τα όπλα των φόνων βρέθηκαν λερωμένα με αίμα, κρυμμένα πίσω από μία σανίδα στο λεβητοστάσιο. Επρόκειτο για ένα τσεκούρι, έναν μπαλντά και μια βαριοπούλα. Στο υπόγειο βρέθηκε και ένα επίσης ματωμένο σκεπάρνι.
Στο σπίτι βρέθηκε και μία χειρόγραφη διαθήκη του Χρυσαφίδη, με την οποία άφηνε όλη του την περιουσία στον ανιψιό του, στην περίπτωση που πέθαιναν η σύζυγος και τα παιδιά του. Παρόλα αυτά, ο Μακρίδης ουδέποτε θεωρήθηκε ύποπτος για το τετραπλό φονικό. Αντιθέτως, ήταν συντετριμμένος.
Όχι για όλους όμως, αφού η γυναίκα που είχε στη δούλεψή της τη σύζυγό του, υποστήριξε στον Πάνο Σόμπολο πως το ζευγάρι αποκλείεται να είχε διαπράξει τέτοιο έγκλημα λέγοντας: «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτά τα παιδιά έχουν σχέση με τις δολοφονίες. Αν έχουν σχέση, σίγουρα κάποιος τα έβαλε, κάποιος τα ανάγκασε να το κάνουν».
Ο μπάτλερ -γνώστης πολεμικών τεχνών- εντοπίστηκε στη χώρα του, αλλά δεν συνελήφθη ποτέ. Δεν τον δίκασαν ούτε τον παρέδωσαν ποτέ, παρά το γεγονός πως είχαν πλήρως ενημερωθεί για την ομαδική σφαγή στην Εκάλη.
Μπροστά στα μάτια δεκάδων μαρτύρων εκτελέστηκαν εν ψυχρώ ένα μεσημέρι του Ιουλίου του 1983 ο 37χρονος ιδιοκτήτης κοσμηματοπωλείου Σταμάτης Κοντογιάννης και ο 17 ετών ανιψιός του, Χρήστος Τσάκαλος.
Όλα ξεκίνησαν με την είσοδο των δραστών στην επιχείρηση που διατηρούσε ο κοσμηματοπώλης στα Πατήσια, οι οποίοι αρχικά φέρονται να εμφανίστηκαν ως πελάτες. Μαρτυρίες περαστικών και ιδιοκτητών διπλανών καταστημάτων θέλουν τους εγκληματίες να συνομιλούν για λίγη ώρα με τον άτυχο επιχειρηματία πριν ανοίξουν πυρ.
Το αιματοκύλισμα δεν άργησε να λάβει χώρα. Οι δύο ένοπλοι δράστες πυροβόλησαν με 45άρια δίχως δισταγμό τα δύο θύματα, όταν θείος και ανιψιός αρνήθηκαν να τους δώσουν τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου που έκρυβε τη λεία που οι επαγγελματίες δολοφόνοι επιθυμούσαν να κλέψουν.
Αφού χτύπησαν θανάσιμα τον 17χρονο -ο οποίος πέθανε ακαριαία- και τραυμάτισαν σοβαρά τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, τράπηκαν σε φυγή πυροβολώντας συνεχώς για να ανοίξουν δρόμο και να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στις μοτοσυκλέτες των δύο συνεργών τους, οι οποίοι τους περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες, 50 μέτρα μακριά από το κατάστημα.
Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, είχε ξεψυχήσει και το δεύτερο θέμα, το οποίο πρόλαβε μόνο να συρθεί μέχρι την πόρτα πριν καταλήξει.
Οι περαστικοί κάνουν λόγο για δύο πολύ γεροδεμένους, ψηλούς, μελαχρινούς άνδρες, οι οποίοι δεν ήταν Έλληνες. Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούσαν.
Οι έρευνες της Ασφάλειας επικεντρώθηκαν σε οργανωμένα κυκλώματα αλλοδαπών, με τους μάρτυρες να καλούνται να αναγνωρίσουν τους δράστες μέσα από φωτογραφίες εγκληματιών ιταλικής, ισπανικής και αιγυπτιακής καταγωγής με ποινικό μητρώο και ιστορικό που σχετίζονταν με άλλες ληστείες αλλά και εμπόριο ναρκωτικών.
Αυτά ήταν κάποια από τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα!