Συνεχίζεται η έρευνα της αστυνομίας για την υπόθεση του κατ εξακολούθηση βιασμού και της εκπόρνευσης 12χρονης από τα Σεπόλια. Οι αρχές αναζητούν τη λίστα με τους παιδεραστές που κακοποίησαν το παιδί καθώς και τον ρόλο που είχε η μητέρα της.
Αυτή τη στιγμή ελέγχονται οι λογαριασμοί της οικογένειας της 12χρονης καθώς και των συγγενών του Ηλία Μίχου έπειτα από έρευνα που διέταξε ο πρόεδρος της Αρχής Νομιμοποίησης Εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες Χαράλαμπος Βουρλιώτης.
Η μητέρα συνεχίζει να αρνείται κάθε κατηγορία περί μαστροπείας, ωστόσο φαίνεται πως υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που την «καίνε».
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, υπάρχουν εννέα πρόσωπα που φέρονται να έχουν δώσει χρήματα στη μητέρα, ανάμεσά τους και ο Γιάννης Σοφιανίδης, αλλά και ο 33χρονος υπάλληλος φαρμακαποθήκης.
«Εξώθησε την κόρη της στην πορνεία σε εννέα πελάτες. Ήταν συνδιαχειρίστρια στο Blindchat, μέσω του οποίου εξωθείτο στην πορνεία η 12χρονη» αναφέρεται στο σκεπτικό της ανακρίτριας στο οποίο στηρίχθηκε η προφυλάκιση της γυναίκας.
Πάντως και το ίδιο το παιδί που έζησε έναν τέτοιον εφιάλτη αρνείται την εμπλοκή της μητέρας, ενώ με καλά λόγια για την μητέρα του αναφέρθηκε και το μεγαλύτερο παιδί της πολύτεκνης οικογένειας.
Ο 18χρονος αδελφός της 12χρονης στην κατάθεση του στην ανακρίτρια υποστηρίζει ότι η 37χρονη φρόντιζε τα παιδιά της, τα οποία είναι σε κατάσταση σοκ.
Στην κατάθεση του, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ήμουν στο σπίτι με τη μητέρα μου όταν την πήρε η θεία και την ενημέρωσε για τα μηνύματα στο κινητό της αδελφής μου από τον Μίχο και ήθελε να πάει να τον σκοτώσει. Ήταν πολύ ταραγμένη. Όταν το έμαθε κόντεψε να λιποθυμήσει».
Ο ίδιος περιέγραψε μια αγαπημένη οικογένεια, που τα μέλη της φρόντιζαν το ένα το άλλο.
«Πηγαίναμε συχνά με την αδελφή μου στο πάρκο της γειτονιάς που έβρισκε και αλλά παιδιά, γύρω στις 6 το απόγευμα, τουλάχιστον 5 φορές την εβδομάδα. Δούλευε μια φορά την εβδομάδα στο Μίχο κι έπαιρνε 10 ευρώ» πρόσθεσε και επιβεβαίωσε τα λεγόμενα της μητέρας του σχετικά με την κάρτα και το βιβλιάριο της. «Το βιβλιάριο της μητέρας μου με την κάρτα ήταν πάντοτε στο τραπέζι στο σαλόνι με τον κωδικό. Παίρναμε την κάρτα ο καθένας από εμάς και πηγαίναμε στο σούπερ μάρκετ να ψωνίσουμε ό,τι μας ζητούσε. Όλοι στην οικογένεια βοηθούσαμε. Παίρναμε τα μικρά παιδιά από το σχολείο και πηγαίναμε και σούπερ μάρκετ όποτε χρειαζόταν».
Ο 18χρονος είπε κλείνοντας την κατάθεση του:
«Η μητέρα μας ήταν πάντα δίπλα μας σε ό,τι χρειαζόμασταν. Η μάνα μας δεν υπάρχει περίπτωση να έχει φτάσει να κάνει αυτό το πράγμα, είμαστε οκτώ παιδιά και την αναζητούμε. Τα αδέλφια μου που είναι (αναφέρει όνομα δομής) κλαίνε και ζητάνε τη μητέρα τους και είναι σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Η μάνα μου δε φταίει σε τίποτα σας το ορκίζομαι. Έχει μεγαλώσει σε μοναστήρι με τις θείες της, δεν έχει κάνει τέτοιο πράγμα. Μας έχει μάθει πολλά πράγματα, μας συμβουλεύει σε δύσκολες καταστάσεις και πάντα είναι δίπλα μας».