Έφυγε από τη ζωή κι ο τελευταίος αδερφός της αείμνηστης Ρένας Βλαχοπούλου, Σπύρος Βλαχόπουλος, σε ηλικία 94 ετών.
Η κόρη του, Ρένα Βλαχοπούλου, μίλησε στον Νίκο Νικόλιζα για τον πατέρα της:
Είναι αλήθεια. Ο μπαμπάς μου «έφυγε» τη Μεγάλη Πέμπτη μέσα στο γηροκομείο, όπου τον είχαμε τους τελευταίους μήνες. Είχε πλήρη διαύγεια, μας έλεγε ιστορίες και με τη θεία μου τη Ρένα, και γενικά «έφυγε» ευτυχισμένος, αν και είχε αρκετά προβλήματα υγείας.
Είμαι ευτυχισμένη που ο μπαμπάς μου θυμόταν τα πάντα μέχρι την τελευταία στιγμή. Και είμαι υπερήφανη που με βάφτισε η θεία Ρένα και φέρω το όνομά της.
Στην τελευταία του συνέντευξη στην espresso ο Σπύρος Βλαχόπουλος είχε πει:
Η οικογένειά μας είχε τεράστιες εκτάσεις, τις οποίες οι γονείς μου είχαν δώσει σε ακτήμονες για να τις καλλιεργούν. Όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι μας και σκοτώθηκαν οι γονείς μας, εμείς ήμασταν μικρά παιδιά και δεν γνωρίζαμε από περιουσιακά στοιχεία. Έτσι, με χρησικτησία, όλη μας η περιουσία διαμελίστηκε και εμείς δεν διεκδικήσαμε τίποτα και ποτέ.
Οι γονείς μας ήταν σπουδαίοι άνθρωποι. Ο μπαμπάς μου, ο Ιωάννης, ήταν κορυφαίος αρχιτέκτονας και διακεκριμένος ζωγράφος στο νησί, ενώ η μαμά Καλλιόπη ήταν νοικοκυρά. Η οικογένεια απέκτησε οκτώ παιδιά. Εγώ και η Ρένα είχαμε έξι χρόνια διαφορά. Η Ρένα ήταν γεννημένη το 1923 κι εγώ το 1929.
Στον πόλεμο περάσαμε μεγάλα δράματα. Έπεσε βόμβα στο σπίτι μας και έτσι σκοτώθηκαν οι γονείς μας. Το σπίτι διαλύθηκε μέχρι και το υπόγειο. Εγώ με τον αδελφό μου τον Μίμη βρισκόμασταν κάτω από ένα κρεβάτι. Θυμάμαι πυκνούς καπνούς μαζί με σκόνη από τα συντρίμμια να έχουν σκεπάσει τα πάντα. Κρατούσα τον αδελφό μου, που ήταν κουλουριασμένος ανάμεσα στα πόδια μου σαν φίδι. Ύστερα από περίπου δύο ώρες οπότε έπεσε η βόμβα, αρχίσαμε να ψάχνουμε να βρούμε τι είχε συμβεί. Ηταν παντού σκοτάδι. Και εμείς τραυματισμένα ψάχναμε τους γονείς μας, που είχαν ήδη σκοτωθεί. Κάποια στιγμή είδαμε λίγο φως και, όπως σερνόμουν εγώ πρώτος, εκείνος με κρατούσε από το πόδι για να τον βγάλω έξω από όλη αυτή τη λαίλαπα. Τον πήρα αγκαλιά και μέσα στα συντρίμμια των δρόμων που είχε αφήσει η βόμβα ψάχναμε να βρούμε έναν δικό μας, ένα στήριγμα. Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας, τα τρία κορίτσια (Ρένα, Μαρίνα, Άννα), βρίσκονταν στην Αθήνα, ο μεγάλος μας αδελφός ήταν ναύτης. Και πηγαίναμε από ορφανοτροφείο σε ορφανοτροφείο μέχρι να δούμε πώς θα ζήσουμε
Για εμάς η Ρένα υπήρξε και μάνα και πατέρας μαζί. Εκείνη μας βοήθησε να ορθοποδήσουμε και να σπουδάσουμε.
Βρισκόταν πάνω στη σκηνή του θεάτρου «Μακέδος», στην οδό Θεμιστοκλέους της Αθήνας, όταν έμαθε το δυσάρεστο νέο. Όπως έπαιζε, κάποιος της φώναξε στα παρασκήνια για τον βομβαρδισμό και όσα ακολούθησαν. Αργότερα, εκείνη μου είπε ότι συνέχισε να παίζει στο έργο. Μόλις τελείωσε η παράσταση και χαιρέτησε το κοινό, μπήκε στο καμαρίνι της και κατέρρευσε από το κλάμα.
Καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του. Η αδελφή μου δεν επιθυμούσε να αποκτήσει παιδιά. Είχε… περιπέτειες στο να αποκτήσει παιδί.
Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο παίκτης της ΑΕΚ, Κώστας Βασιλείου. Ένα εξαιρετικό παιδί και πολύ σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Τον έλεγαν «μπαλαρίνα», γιατί ήταν τόσο πολύστροφος, που δεν προλάβαιναν οι άλλοι ποδοσφαιριστές να τον μαρκάρουν. Ωστόσο, η αδελφή μου ήταν πολύ τυχερό πλάσμα και, όπως φαίνεται, ο Θεός την αγαπούσε. Λίγο μετά τον γάμο τους αποφάσισαν να φύγουν από την Ελλάδα με ένα καράβι που είχε δέσει στον Πειραιά. Τα αμπάρια του ήταν γεμάτα ζάχαρη. Λίγο προτού αποπλεύσει, το πλοίο βομβαρδίστηκε και η αδελφή μου σώθηκε από θαύμα. Η δε ζάχαρη έσωσε πολύ κόσμο στην Κατοχή! Λόγω της φωτιάς που πήρε το πλοίο, η ζάχαρη ψήθηκε κι έγινε καραμέλα. Και ο κόσμος πήγαινε με κάθε μέσο στα αμπάρια του πλοίου να πάρει λίγη για να ζήσει. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, η Ρένα χώρισε από τον Βασιλείου και παντρεύτηκε τον αρχηγό του Παναθηναϊκού, Γιάννη Κωστόπουλο, της γνωστής οικογένειας των τραπεζιτών. Όταν χώρισε και από αυτόν, πέρασαν πολλά χρόνια για να παντρευτεί ξανά τον τελευταίο της σύζυγο, τον Γιώργο Λαφαζάνη, τον οποίο και λάτρεψε.
Ηταν τσιγκούνα, όχι, όμως, πάντα. Σε στιγμές που δεν ήταν τσιγκούνα μπορούσε να δώσει τα πάντα. Έδινε πολλά σε ανθρώπους που αποδεδειγμένα το είχαν ανάγκη. Βοήθησε πολύ φτωχό κόσμο. Θα σας πω ένα παράδειγμα: Στις δύσκολες στιγμές που περνούσαν διάφοροι συνάδελφοί της, η Ρένα έτρεχε και τους βοηθούσε. Βοήθησε πάρα πολύ τη σπουδαία αρτίστα εκείνης της εποχής, την Μπελίντα. Είχε αρρωστήσει βαριά και τότε, η αδελφή μου την είχε υπό τη σκέπη της, για μεγάλο χρονικό διάστημα, και οικονομικά και ηθικά. Ωστόσο, εκείνο που είναι άγνωστο είναι ότι η Ρένα είχε βοηθήσει πολύ τον Χρόνη Εξαρχάκο. Εκείνος είχε αρρωστήσει πολύ βαριά από καρκίνο και η Ρένα ήταν εκείνη που έδινε όλα τα νοσήλια, πλήρωνε τα πάντα για τον Χρόνη. Όταν πέθανε ο Χρόνης, άφησε πίσω του την υπερήλικη μητέρα του, η οποία ήταν πολύ φτωχή. Η Ρένα την πήρε υπό την προστασία της, μέχρι που έκλεισε τα μάτια της και εκείνη, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του παιδιού της.