Μια γυναίκα αποφάσισε πως δεν θα αγοράσει τίποτα για έναν χρόνο και το αποτέλεσμα αυτού του…πειράματος της άλλαξε τη ζωή για πάντα.
Στην αληθινή ιστορία που ακολουθεί, μια δημοσιογράφος αφηγείται πως ήταν ιδιαίτερα σπάταλη με τα χρήματά της και ο τραπεζικός της λογαριασμός ήταν πάντα άδειος – σας θυμίζει κάτι; Μάλιστα, όπως αναφέρει η ίδια, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήρθε για την Μισέλ Mακ Γκαθ την Black Friday του μακρινού 2015. Τότε αντιλήφθηκε ότι είχε ξοδέψει χιλιάδες δολάρια σε εντελώς «περιττά» πράγματα (καφέ, γεύματα, ρούχα) κι αποφάσισε να υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν θα ξοδέψει τίποτα για έναν ολόκληρο χρόνο.
Επίσης, η Μισέλ αποφάσισε ότι δεν θα δεχόταν ποτά ή γεύματα ή εισιτήρια συναυλιών που της είχαν αγοράσει άλλοι.
Φυσικά, δεν μπορούσε να ξοδέψει «τίποτα», μηδέν χρήματα για 365 μέρες, είναι αδιανόητο. Οπότε έγραψε μια λίστα καταγράφοντας τα αναγκαία έξοδα: δόσεις δανείου, λογαριασμούς σπιτιού, ασφάλεια ζωής και λογαριασμούς κινητής τηλεφωνίας. Προσέθεσε σε αυτή τη λίστα επίσης βασικά προϊόντα περιποίησης όπως οδοντόκρεμα, αποσμητικό, σαμπουάν κ.λπ. και φαγητό για εκείνη και τον σύζυγό της, για τα οποία συμφώνησαν να θέσουν έναν εβδομαδιαίο στόχο για σουπερμάρκετ περίπου 35€ έκαστος (μαζί 70€ και σκεφτείτε ήταν πριν επτά χρόνια αυτά τα χρήματα, πριν ο πληθωρισμός μας χτυπήσει την πόρτα και είναι χορτοφάγοι).
Δεν υπήρχε προϋπολογισμός για πολυτέλειες – αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχαν έξοδοι στον κινηματογράφο και στο θέατρο, ούτε βραδιές στην παμπ (είναι Αγγλίδα η συγγραφέας και δημοσιογράφος), ούτε γεύματα σε εστιατόριο, ούτε ντελίβερι στο γραφείο, ούτε καινούργια ρούχα, ούτε διακοπές, ούτε συνδρομές στο γυμναστήριο, ούτε καν ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης ή ένα cheesecake και σίγουρα κανένα freddo espresso.
Η Μισέλ και ο σύζυγός της άρχισαν να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τη μινιμαλιστική ζωή και απαλλάχθηκαν από το 80% περίπου των υπαρχόντων τους, πουλώντας τα στο Διαδίκτυο ή δίνοντάς τα σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ανακάλυψε ότι ξόδευε 1.570€ ετησίως σε βραδιές στην παμπ, 1.110€ σε εστιατόρια και 400€ ετησίως για καφέ στο χέρι, παρόλο που δεν ήταν τόσο λάτρης της καφεΐνης.
Αν και ο σύζυγός της ανησυχούσε ότι η πρόκληση ήταν πολύ ακραία, η Μισέλ το είχε πάρει απόφαση. Άλλαξε όλη της την καθημερινότητα, έκανε ποδήλατο παντού ως τρόπο μετακίνησης, φορούσε τα παλιά της ρούχα, και, τελικά, όταν είδε το εισόδημά της να αυξάνεται, άρχισε να αποπληρώνει το στεγαστικό της δάνειο και να κάνει αποταμίευση.
Καθόταν στην παμπ πίνοντας νερό της βρύσης ενώ οι φίλοι της διασκέδαζαν και δεν μπορούσε να επισκεφτεί τον παππού της στην Ιρλανδία λόγω του κόστους ενός αεροπορικού εισιτηρίου. Είναι αυτή ζωή; «Προσπαθούσα να ζήσω την παλιά μου ζωή χωρίς χρήματα και ήταν ένα σχέδιο καταδικασμένο σε αποτυχία», θυμάται στο βιβλίο της. «Η παλιά μου κοινωνική ζωή περιελάβανε χρήματα για εισιτήρια συναυλιών, εισιτήρια θεάτρου, βραδιές στον κινηματογράφο και ωραία γεύματα έξω. Οι διακοπές στο εξωτερικό και οι εκδρομές του Σαββατοκύριακου αντικαταστάθηκαν από εκδρομές ποδηλατικές με σπιτικό φαγητό».
Η ίδια κατηγορήθηκε για «τουρισμό φτώχειας», αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ φτώχειας και λιτότητας. Αυτό το πείραμα δεν αφορούσε τη ζωή στη φτώχεια, γιατί η φτώχεια δεν είναι επιλογή. Εκείνη μπορούσε ακόμα να πληρώσει τα δάνεια, τους λογαριασμούς και το φαγητό της. Έκανε ένα πείραμα ακραίας λιτότητας και είχε επιλογή να μην αγοράσει κάτι.
Ένα χρόνο μετά κατάφερε να αποπληρώσει 23.000€ του στεγαστικού δανείου.
Όχι κι άσχημα, έτσι;